Μέχρι πριν από μερικά χρόνια μπορούσες να μυρίσεις το χώμα, να δεις τα φύλλα ν’ αλλάζουν. Εβρεχε. Οχι όπως όταν έρχεται το τέλος του κόσμου, αλλά όπως όταν πρέπει να κάνεις ένα ζεστό ρόφημα. Πέρσι το φθινόπωρο βρωμούσε. Στη Θεσσαλία μύριζε λάσπη. Το μέρος θύμιζε βάλτο. Τα κηπευτικά ήταν δύσοσμα και αηδιαστικά. Βρέθηκα στο έλος για τον γάμο μιας φίλης. Μία από τις ελάχιστες συμμαθήτριες που ζουν στο μέρος που γεννηθήκαμε. Οι υπόλοιποι έχουν εγκαταλείψει. Εργάζονται, αποταμιεύουν, κάνουν παιδιά και σχέδια στην Αθήνα, στο Λονδίνο, σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας. Το βράδυ στη Θεσσαλία βλέπεις έξω κυνικά εφηβάκια που περιμένουν να περάσουν τα δεκαοκτώ και να φύγουν και ηλικιωμένους που δυσανασχετούν στα καφενεία. Και το φετινό φθινόπωρο ξεκινάει δύσκολα.
Οι φωτογραφίες των νεκρών ψαριών από τον Βόλο επικάθονται πάνω στις περσινές φωτογραφίες με τις λάσπες στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα και προκαλούν μία ανατριχιαστική ανοικείωση. Οπως στους εφιάλτες που είναι τρομακτικοί επειδή κάτι οικείο γίνεται σταδιακά ακραία υπερβολικό, έτσι και στις εικόνες καταστροφής από το μέρος των παιδικών μας χρόνων ο εγκέφαλος προσπαθεί να επεξεργαστεί αυτό που βλέπει, αλλά συναντά μία ανυπέρβλητη δυσκολία: δεν έχει ξαναδεί κάτι παρόμοιο, ταυτόχρονα το τοπίο κάτι του θυμίζει. Είναι πραγματικά άβολο. Και δεν είναι τυχαίο που πολλοί άνθρωποι κατέφυγαν στις λέξεις «βιβλικό» ή «σκηνικό Αποκάλυψης», για να περιγράψουν τους τόνους με τα ψόφια ψάρια. Είναι σαν να ’χει ανοίξει μία βαλβίδα καταστροφής και το απορρυθμισμένο οικοσύστημα να φτύνει νερό, λάσπες, βουνά ψαριών και μικροβίων πάνω στους κατοίκους.
Αυτή η παραίτηση μπροστά στα στοιχεία της απορρυθμισμένης φύσης είναι μία παραίτηση από την ελπίδα της πολιτικής, μία κυνική παραδοχή: δεν μπορούμε να προετοιμαστούμε και να αντιμετωπίσουμε συλλογικά κινδύνους και ρίσκα. Οι άνθρωποι δεν προσδοκούν πια λύσεις από την οργανωμένη πολιτεία. Μια αλληλουχία λαθών που χάνονται στα βάθη του χρόνου της διοίκησης αυτού του μέρους παράγει πια τα αποτελέσματά της, μαζί με τη διαρκή ανικανότητα των υπευθύνων που σε κάθε καταστροφή παρουσιάζονται σαν κάτι υδροβιολόγοι, υδρογεωλόγοι και δεν ξέρω τι άλλο (ανάθεμα κι αν κατάλαβα τίποτα από τις «αναλύσεις» για φράγματα και θερμοκρασίες νερού σε ό,τι αφορά τα νεκρά ψάρια – μάλλον η πρόκληση αυτής ακριβώς της σύγχυσης ήταν ο στόχος των ερμηνειών). Οι πολιτικές ευθύνες ανθρώπων που δεν το ’χουν με τη διαχείριση των κοινών, αλλά που την αναλαμβάνουν ανένοχα, κρύβονται κάτω από λέξεις όπως «τραγωδία» και «ακραίο καιρικό φαινόμενο».
Τα δελτία καιρού είναι πια σαν κακοί οιωνοί – θα βρέξει, θα κάνει ζέστη, θα φυσήξει. Η χώρα ολόκληρη έχει τραύμα από κάποια καταστροφική εκδήλωση της κλιματικής κρίσης. Οι άνθρωποι τρέμουν από μετατραυματικό στρες ακούγοντας πληροφορίες όπως: θα βρέξει, θα φυσήξει. Αυτό που άλλοτε ήταν το πιο βαρετό κομμάτι ενός δελτίου ειδήσεων, ο καιρός, τώρα είναι ικανό να φέρει αληθινά ρίγη και αγωνία στους τηλεθεατές: θα βρέξει, θα κάνει καύσωνα. Και είναι λογικό. Γιατί πλέον η βροχή σημαίνει πιθανή καταστροφή. Στη Θεσσαλία οι άνθρωποι φτιάχνουν αναχώματα και πρόχειρους μηχανισμούς προστασίας της περιουσίας τους όταν ακούν ότι θα βρέξει. Οπως οι κάτοικοι της Αθήνας κλείνονται μέσα στα σπίτια όταν ακούν ότι θα κάνει καύσωνα (όλο και νωρίτερα πια). Οπως οι κάτοικοι της Εύβοιας τρέμουν όταν ακούν ότι θα φυσήξει. Μέσα σε λίγα χρόνια αποκτήσαμε όλοι το τραύμα μας απ’ τον καιρό.
Στα χωριά της Θεσσαλίας το βράδυ δεν έχει ζωή. Μπορεί να είναι τίποτα τελειωμένες προσωπικότητες που κάνουν ναρκωτικά στις πλατείες, ανήλικα που παίζουν ή τίποτα γιαγιάδες που γυρίζουν απ’ το νεκροταφείο. Κατά τ’ άλλα ερημιά, κάμπος και κακός φωτισμός. Στο ίδιο μέρος μέσα σε ελάχιστα χρόνια έγιναν τα εξής: δύο τεράστιες πλημμύρες που γέμισαν λάσπες και μπάζα τον τόπο (Ιανός, Ντάνιελ), ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα με νεκρά παιδιά, που δεν οδήγησε σε κάποια ανανέωση του δικτύου, εμφάνιση του κινδύνου λειψυδρίας και πανώλης και, το πιο πρόσφατο, μία σκηνή από τη Βίβλο, τα νεκρά ψάρια. Ολ’ αυτά φυσικά δημιουργούν και απαιτήσεις αποζημιώσεων, άρα η νέα γενιά χρηματοδοτεί, μέσω της εργασίας της, και την (δίκαιη) αποκατάσταση ζημιών που δεν προκάλεσε.
Και μόνο στη σκέψη του πώς θα μύριζαν αυτά τα ψάρια μού έρχεται ναυτία. Ο, σχεδόν συνομήλικός μου, Νικολάι Σουλτς (1990), γράφει για το ζήτημα των πόρων και των γενεών: «Αυτό που δένει ή λύνει τους κόμπους ανάμεσα στις γενιές, αυτό που τις ενώνει ή τις χωρίζει, είναι οι διαφορετικές σχέσεις και οι διαφορετικοί χρονικοί ορίζοντες των εδαφικών προϋποθέσεων της βιωσιμότητας τους, το εάν διέθεταν, διαθέτουν ή θα διαθέτουν αυτά τα αναγκαία μέσα για την επιβίωσή τους, αν τα άρπαξαν ή τους τα άρπαξαν και πόσο πιθανό είναι να τα δώσουν ή αν τα πάρουν πίσω. Το γεγονός ότι πολλοί νέοι ακτιβιστές περιγράφουν τις μάχες που δίνουν εντάσσοντάς τες στο πλαίσιο μίας μάχης γενεών είναι από πολλές απόψεις απόλυτα σωστό, αφού στον πυρήνα των προσπαθειών τους είναι […] το ερώτημα […] τι έχει απομείνει για να ζήσουν οι ίδιοι» (Ναυτία της Γης, εκδόσεις Αντίποδες).
Παρόλο που γενικώς συμφωνώ, δεν φέρουν όλοι οι άνθρωποι των προηγούμενων γενεών τις ίδιες ευθύνες γι’ αυτή την απόλυτη κατασπατάληση των προϋποθέσεων της ζωής που κάνει τη γενιά μας και τις επόμενες να ζουν με διαρκές άγχος επιβίωσης. Οι γιαγιάδες μας, για παράδειγμα, που πρόκοψαν με τα λίγα, ταξίδεψαν κυρίως με τα πόδια, φόρεσαν ρούχα που έραψαν αυτές οι ίδιες ώσπου να λιώσουν, ενώ έφαγαν τον καρπό της εργασίας τους, χωρίς να θέσουν σε λειτουργία ενεργοβόρες αλυσίδες παραγωγής και κατανάλωσης σίγουρα δεν έχουν απορρυθμίσει το σύστημα όσο άλλοι. Κάποιοι ανέλαβαν τη διαχείριση των κοινών και παρέδωσαν εικόνες από τη Βίβλο και προνεωτερικές εξηγήσεις του στυλ «έβρεξε». Κρίμα.