Φοβία Θανάτου
Εχω απίστευτη φοβία θανάτου. Από μικρή. Σκεφτόμουν τον θάνατο νύχτα μέρα – οκέι, περισσότερο τη νύχτα, αλλά και μερικά μεσημέρια, αν το σπίτι ήταν άδειο. Μπορούσα να παραλύσω απλώς και μόνο στην ιδέα αυτής της απολύτως περίεργης συνθήκης: πρώτα ζεις και μετά πεθαίνεις. Τρελό. Με τα χρόνια το ’χω καταλάβει: δεν μπορείς να αντιτάξεις και πολλά στην υπαρξιακή σου αγωνία. Χρειάζεται λίγη πίστη. Λίγος λιγότερος έλεγχος. Κι αυτή η ορμή προς το μαύρο πρέπει να γίνει δημιουργική δύναμη, για να την παλέψεις. Πρέπει όντως να κάνεις τον πόνο σου τραγούδι, εκεί έχω καταλήξει.
Συνήθως οι λέξεις κάνουν το κόλπο. Γι’ αυτό ζορίζομαι με το θέατρο χωρίς λόγια. Με πνίγει η σκέτη τελετουργία/κίνηση/ακινησία. Εχω μάθει να υπάρχω στον κόσμο μέσα από τις λέξεις – να μια πρόταση που δηλώνει το προφανές. Πιστεύω πως μόνον οι λέξεις μπορούν να πάνε στο βάθος των πραγμάτων, να πουν τα λόγια που θεραπεύουν, και είμαι απ’ αυτούς που στη δύσκολη ώρα θα ρίξουν και μία προσευχή χωρίς να ξέρουν πραγματικά προς τα πού στρέφουν το υπερόπλο αυτής της κοσμικής υπέρβασης. Παρ’ όλα αυτά πήγα και είδα την Taverna Miresia του Μάριο Μπανούσι, γιατί μυρίστηκα θάνατο. Κι αισθάνθηκα μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς που φτιάξανε το έργο.
Η κοινοτοπία της συμφοράς
Το έργο ξεκίνησε και μου έλειπαν οι λέξεις. Είχε αυτές τις σιωπές που μ’ αγχώνουν. Το ήθελα το δεκανίκι μου. Το παυσίλυπο. Το παρηγορητικό μου. Ηθελα κάποιος να βγει και να μιλήσει, όπως οι παπάδες στις χειρότερες στιγμές, που λένε κάτι. Πιστεύω αυτόν τον ρόλο επιτελούν οι παπάδες στις κηδείες, στα μνημόσυνα και στους γάμους. Είναι ο ρόλος του κλητήρα στη δικαστική αίθουσα. Το απαθές βλέμμα της νοσοκόμας στην υποδοχή του νοσοκομείου. Το βλέμμα του δικηγόρου διαζυγίων στο διαζύγιό σου. Κάτι του στυλ «τα ’χω δει όλα και σε κοιτάζω αδιάφορα». Κοιτώντας τον εαυτό σου μέσα από το βλέμμα ενός διεκπεραιωτικού υπαλλήλου της συμφοράς σίγουρα θα βρεις μία σκληρή παρηγοριά: θα σου συμβούν τα πιο κοινότοπα άθλια πράγματα, δεν υπάρχει τίποτα ξεχωριστό στην περίπτωση της δικής σου συμφοράς. Ομως, κανείς δεν μιλούσε. Κι ενεργοποιούνταν ο μηχανισμός της κρίσης πανικού: κλειστοφοβία και μία ακατανίκητη επιθυμία να σηκωθώ να φύγω, να τρέξω στους δρόμους, ναι, γιατί όχι;
Στον Μπανούσι
Ομως, μετά οι εικόνες επιβλήθηκαν σ’ αυτό το νευρικό σύστημα που μερικές φορές προδίδει την ευαισθησία του. Η παράσταση του Μπανούσι Ταβέρνα Μιρέσια ξεκινάει μ’ ένα καθαρτήριο ντους. Τα πρόσωπα που θρηνούν θα μπορούσαν να είναι οποιοιδήποτε, τώρα έτυχε και είναι αυτοί οι άνθρωποι που βλέπουμε. Δεν έχει καθόλου λόγια – με εξαίρεση κάποιους ανατριχιαστικούς λαρυγγισμούς. Είναι ένα γλυκόπικρο τραγούδι όπου ο δημιουργός με σεμνότητα και ειλικρινή συγκίνηση λίγο πολύ μάς λέει πως θέλει κάποιος να τον πάρει αγκαλιά, να τον παρηγορήσει. Ξέρει πως αυτό δεν γίνεται και πως η αγκαλιά, αν έρθει, θα είναι από ένα πλάσμα σκοτεινό και ακανθώδες, το πένθος, την ίδια τη θλίψη του (στην παράσταση Goodbye Lindida τον αγκαλιάζει μία μητρική-θεϊκή φιγούρα). Πεσμένος σε μία λακκούβα λάσπης και αναμνήσεων χτίζει μέσα σ’ ένα βαλκανικό σκηνικό το σιωπηλό αριστούργημά του (δείτε φωτογραφίες εδώ) μαζί με μία ομάδα ταλαντούχων γυναικών με όμορφα, κανονικά σώματα. Το κοίταζα και η καρδιά μου χτυπούσε πολύ. Ηταν σαν να ’χει πάρει κάποιος τις φοβίες μου και να τις έχει ανεβάσει στη σκηνή να μου τις τρίψει στο πρόσωπο. Φυσικά, το τελετουργικό επέδρασε πάνω μου. Με κάθε κίνηση των ηθοποιών η ψυχή μου καθάριζε. Μπήκα στη ροή του όπως μπαίνεις σε μία ροή λέξεων που φτιάχνει εικόνες, και σταμάτησα να παρατηρώ την άβολη σιωπή. Μ’ έχασα κάπου εκεί μέσα στο έργο, αυτό που είναι πάντα ο στόχος, να βγεις χωρίς τον εαυτό σου, ανάλαφρη απ’ την αίθουσα, επετεύχθη.
Στον Τσέχωφ
Τα λόγια για το πένθος που μου έλειπαν από το έργο του Μάριο Μπανούσι τα βρήκα σ’ ένα διήγημα του Αντον Τσέχωφ (Εχθροί, 1887, Διηγήματα και Νουβέλες, Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδόσεις Ψυχογιός). Οταν ο Τσέχωφ ήταν περίπου στην ηλικία που είναι ο Μπανούσι τώρα (27 ο ένας, 26 ο άλλος), έγραψε ένα διήγημα που ξεκινάει μ’ ένα ηθικό δίλημμα. Μία «σκοτεινή σεπτεμβριάτικη νύχτα στο σπίτι του γιατρού» πεθαίνει ο μοναχογιός του γιατρού, ο εξάχρονος Αντρέι. Ο γιατρός δεν προλαβαίνει να πενθήσει. Ενας επισκέπτης εισβάλει στο σπίτι του και απαιτεί τις υπηρεσίες του: αν ο γιατρός δεν προστρέξει αμέσως, μια νέα κοπέλα, η γυναίκα του επισκέπτη, θα πεθάνει.
Ο γιατρός είναι στα χαμένα. Μόλις έχει χάσει τον γιο του. Ο επισκέπτης χτυπιέται, θερμοπαρακαλάει. Ο Τσέχωφ γράφει: «Στο υπνοδωμάτιο δεν υπήρχε αυτός ο απωθητικός τρόμος τον οποίο φαντάζονται όταν μιλούν για τον θάνατο. Στη γενική παράλυση, στη στάση του σώματος της μητέρας, στην αδιαφορία του προσώπου του γιατρού, υπήρχε κάτι το ελκυστικό, κάτι που άγγιζε την καρδιά, ακριβώς εκείνη η λεπτή, μόλις αντιληπτή ομορφιά του ανθρώπινου πόνου […] ομορφιά αισθανόταν κανείς σ’ αυτή την πένθιμη ησυχία. Ο Κιρίλοφ και η γυναίκα του σιωπούσαν, δεν έκλαιγαν, λες και εκτός από το βάρος της απώλειας συνειδητοποιούσαν και όλο τον λυρισμό της θέσης τους». Ο λυρισμός δεν κρατάει πολύ, γιατί ο Τσέχωφ είναι διασκεδαστικός και απίστευτα αστείος, οπότε μετά ξεκινούν τα ευτράπελα.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Αυτή την εβδομάδα μού δίνει κουράγιο η ιδέα πως ο Επίκουρος είχε τη λύση. Φοβία θανάτου, άγχος και κουραφέξαλα. Ο Επίκουρος «τασσόταν με το μέρος των απλών ηδονών: μετριοπαθής κατανάλωση φαγητού και ποτού, καλοί φίλοι, έξυπνες συζητήσεις για σημαντικά κι ενδιαφέροντα ζητήματα». Απλά πράγματα, δοκιμασμένα από το βάθος των αιώνων. Τη φράση την έχω σταχυολογήσει από το βιβλίο Heaven and Hell του Bart D. Ehrman. Δεν λέω τώρα πως ξεμπέρδεψα με το υπαρξιακό μου αίνιγμα, αλλά να μερικές λέξεις που μπορούν να σε κάνουν να περπατήσεις στον δρόμο με το κεφάλι ψηλά. Τις ψάχνω αυτές τις συζητήσεις για όμορφα και σημαντικά θέματα, αλλά το μόνο που μου ’ρχεται τον τελευταίο καιρό είναι «τα νέα μου» και «άκου τι έγινε στη δουλειά».
Κι ακόμη: ο Σέρχιο Πιτόλ και το γεγονός πως κάποιοι αναγνώστες της στήλης όχι απλώς τον γνωρίζουν και τον διαβάζουν, αλλά ξέρουν και φράσεις από το πρωτότυπο. Να ακόμη μία από την Τέχνη της Φυγής: «Εν τέλει, μόνο η πνευματική ζωή μετράει. Μόνο οι καρποί της σκέψης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας δικαιολογούν πραγματικά την παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο». Μπορεί να τρέφεται κανείς με λέξεις. Είναι τροφή. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα πράγματα που δικαιολογούν την παρουσία μας στον κόσμο κατά τη γνώμη μου: η παρέα των σκύλων, η εφεύρεση του ντεπόν, για κάποιους τα μωρά. Αλλά, ο Πιτόλ έχει δίκιο στο εξής: ορισμένοι ανώτεροι καρποί που προορίζονται μόνον για εμάς, αυτοί οι Παράδεισοι με λέξεις που σου ανοίγονται, αφού δαγκώσεις το μήλο της γνώσης ξανά και ξανά, έχουν την ικανότητα να καταπραΰνουν έναν εντελώς απροσδιόριστο πόνο. Κάτι που μάλλον δεν απασχολεί συχνά τα άλλα πλάσματα, αν κρίνω απ’ το σκυλί μου.