Το φετινό μεταγραφικό καλοκαίρι στη Super League θύμισε, εν μέρει έστω, τα καλοκαίρια της απόλυτης (και όπως αποδείχθηκε επίπλαστης) οικονομικής ευφορίας, με τις ομάδες του ελληνικού πρωταθλήματος να ξοδεύουν συνολικά περί τα 50 εκατ. ευρώ για νέες προσθήκες.
Ο Παναθηναϊκός ήταν με διαφορά ο πρωταθλητής του παζαριού, αφού επένδυσε 19,8 εκατ. ευρώ, με τα περισσότερα να πηγαίνουν σε Γαλατάσαραϊ (7 εκατ. ευρώ) και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (6 εκατ. ευρώ) για τα δύο ποιοτικότερα νέα πρόσωπα του ρόστερ του, τον Τετέ και τον Φακούντο Πελίστρι.
Ο 22χρονος Ουρουγουανός μεσοεπιθετικός δεν είχε πολλές ευκαιρίες στο «Ολντ Τράφορντ», όπου κατέγραψε 25 συμμετοχές σε βάθος τετραετίας. Σε οκτώ από αυτά τα παιχνίδια και για περίπου 150 λεπτά είχε συνυπάρξει στο χορτάρι με έναν ποδοσφαιριστή που πλέον θα βρίσκει απέναντί του στα αθηναϊκά ντέρμπι του «τριφυλλιού» με την ΑΕΚ.
Ο Αντονί Ζορντάν Μαρσιάλ ήταν η πιο… καθυστερημένη μεταγραφή του καλοκαιριού, αλλά αναμφίβολα και η πιο glamour. Αφού ναι μεν μετακινήθηκε στον «Δικέφαλο» ως ελεύθερος, αλλά οι ετήσιες αποδοχές του στο τριετές συμβόλαιο θα φτάνουν τα 3,5 εκατ. ευρώ, ποσό-ρεκόρ όλων των εποχών για ποδοσφαιριστή που έχει αγωνιστεί στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Η λάμψη των χρημάτων, όμως, δεν είναι αρκετή για να καλύψει τα πολλά «γιατί;» γύρω από μια καριέρα που ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές, αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν είχε την ανάλογη συνέχεια.
Μεγαλωμένος στο φυτώριο της Λε Ουλ στο Παρίσι, το ίδιο που «γέννησε» τον Τιερί Ανρί και τον Πατρίς Εβρά, ο Μαρσιάλ εντοπίστηκε γρήγορα από τα λαγωνικά της ακαδημίας της Λιόν, με την οποία έκανε ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα όταν ήταν μόλις 17 ετών.
Τρία χρόνια αργότερα, όταν πλέον τραβούσε όλα τα βλέμματα επάνω του φορώντας τη φανέλα της Μονακό, πήρε το βραβείο του Golden Boy. Τη «Χρυσή Μπάλα», δηλαδή, των ποδοσφαιριστών κάτω των 21 ετών, την οποία έχουν στη συλλογή τους ποδοσφαιριστές όπως ο Γουέιν Ρούνεϊ, ο Λιονέλ Μέσι, ο Σέρχιο Αγουέρο, ο Κιλιάν Εμπαπέ και ο Ερλινγκ Μπράουτ Χάαλαντ. Σούπερ σταρ του παρελθόντος, αλλά και του παρόντος.
Βραβείο, όμως, που πήραν και παίκτες όπως οι Αντερσον, Μάριο Μπαλοτέλι και Πολ Πογκμπά. Ποδοσφαιριστές που δεν έκαναν ποτέ την καριέρα που οι ίδιοι «υπόσχονταν» με το ταλέντο και τις αρετές τους. Κάτι, δηλαδή, που ισχύει και για τον Γάλλο επιθετικό από το Μασί, ένα φτωχό προάστιο του Παρισιού όπου γεννήθηκε και η πριγκίπισσα Αντουανέτ του Μονακό.
Ο Μαρσιάλ ένιωσε (ποδοσφαιρικός) πρίγκιπας την τριετία που αγωνίστηκε στο Πριγκιπάτο, αλλά ένιωσε βασιλιάς όταν, τον Σεπτέμβριο του 2015, πήρε μεταγραφή στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αντί 60 εκατ. ευρώ, το μεγαλύτερο ποσό που είχε δοθεί μέχρι τότε για έναν τόσο νεαρό ποδοσφαιριστή.
Στο συμβόλαιο προβλεπόταν ακόμη και πριμ σε περίπτωση που ο Αντονί Μαρσιάλ έπαιρνε, στη διάρκεια της θητείας του στους «Κόκκινους Διαβόλους», τη «Χρυσή Μπάλα», η οποία εκείνη την εποχή ήταν αποκλειστικό… προνόμιο των Λιονέλ Μέσι και Κριστιάνο Ρονάλντο.
Ακόμη, όμως, και αν δεν υπήρχαν στην εξίσωση οι δύο εξωγήινοι (χωρίς εισαγωγικά), ο Αντονί δεν θα πλησίαζε ποτέ με τις επιδόσεις του, έστω κι αν το 2017 ο Τιερί Ανρί δήλωνε ότι «είναι πολύ καλύτερος απ’ ό,τι ήμουν εγώ σε αυτή την ηλικία και μπορεί να γίνει παίκτης παγκόσμιας κλάσης».
Οι προσδοκίες του «Τιτί» δεν επιβεβαιώθηκαν, αφού τα προσωπικά προβλήματα και οι τραυματισμοί δεν τον άφησαν ποτέ σε ησυχία. Οταν ήταν ακόμη πολύ νεαρός χώρισε με τον εφηβικό του έρωτα και μητέρα των δύο κοριτσιών τους, Σαμάνθα Ζακλίν, με τις φήμες για εκατέρωθεν απιστία να οργιάζουν.
Τα εύθραυστα πόδια, επίσης, δεν αποδείχθηκαν οι κατάλληλοι σύμμαχοι στην καριέρα του. Την τελευταία δεκαετία έχασε περί τα εκατό παιχνίδια λόγω προβλημάτων, τα οποία συνέβαλαν ώστε να μην έχει ανάλογη συνέχεια το απίστευτο ντεμπούτο του.
Σε ντέρμπι με τη Λίβερπουλ μπήκε ως αλλαγή στο τελευταίο 25λεπτο και, αφού «χόρεψε» με ντρίμπλα τον Σλοβάκο αμυντικό Μάρτιν Σκρτελ, νίκησε με άψογο πλασέ τον Σιμόν Μινιολέ. «Καλώς ήρθες στο Μάντσεστερ, Αντονί Μαρσιάλ», αναφώνησε εκστασιασμένος ο δημοσιογράφος που περιέγραφε τον αγώνα για τη βρετανική τηλεόραση.
«Μπορεί να κάνει τα πάντα», είχε πει ο προπονητής-θρύλος σερ Αλεξ Φέργκιουσον για τον Αντονί, ο οποίος όμως κατέληξε να κάνει πολύ (πολύ) λιγότερα στα εννέα χρόνια του στη Γιουνάιτεντ, όπου είχε περισσότερες κόντρες με προπονητές απ’ ό,τι τίτλους με την ομάδα (μόλις τέσσερις, χωρίς πρωτάθλημα μεταξύ αυτών).
Ο Ζοσέ Μουρίνιο δεν τον ήθελε στην ομάδα και επιδίωξε την πώλησή του, δίνοντας μάλιστα τη φανέλα του με το νούμερο «9» στον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς. «Μου έδειξε ασέβεια», λέει με παράπονο για τον Πορτογάλο προπονητή, ο οποίος του πρόσφερε το «11» που φορούσε μέχρι που αποσύρθηκε ο θρύλος Ράιαν Γκιγκς και, όταν ο Μαρσιάλ αρνήθηκε, του άλλαξε μόνος του τον αριθμό.
Ο Μαρσιάλ θεωρεί ότι ο Μουρίνιο ευθύνεται για την περιθωριοποίησή του όταν έδειχνε να πατάει πολύ γερά στα πόδια του. Θεωρεί επίσης ότι εξαιτίας του δεν ήταν μέλος της αποστολής της Εθνικής Γαλλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018 στη Ρωσία, όπου οι «Τρικολόρ» κάθισαν στον θρόνο είκοσι χρόνια μετά από την ομάδα του Ζινεντίν Ζιντάν και του… Τιερί Ανρί.
Ο Αντονί δεν έγινε ποτέ «ο νέος Ανρί», παρότι είχε το ταλέντο και τις προοπτικές. Εφτασε να παίζει ακόμη και τραυματίας όταν προπονητής ήταν ο Ολε Γκούναρ Σόλσκιερ, τον οποίο κατηγορεί ότι τον «πρόδωσε» με τον τρόπο που τον διαχειρίστηκε, αφού ποτέ δεν τον υπερασπίστηκε δημοσίως και με πράξεις, παρότι μαζί του έκανε την πιο παραγωγική σεζόν του στην ομάδα.
Εφτασε να παίρνει ετησίως περί τα 12 εκατ. ευρώ τον χρόνο μόνο από το συμβόλαιό του και πλέον το κασέ του έπεσε κατά 3/4, αφού δεν μπόρεσε να δώσει νέα ώθηση στην καριέρα του ούτε στο εξάμηνο όπου αγωνίστηκε ως δανεικός στην Σεβίλλη.
Κατά σύμπτωση, η ομάδα της Ανδαλουσίας ήταν η πρώτη επί ευρωπαϊκού εδάφους για τον ποδοσφαιριστή Ματίας Αλμέιδα, ο οποίος δεν στέριωσε στις όχθες του ποταμού Γουαδαλκιβίρ, γιατί στη Σεβίλλη περίμεναν έναν νέο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα και ο «Πελάδο» ήταν ένας τελείως διαφορετικός παίκτης.
Δύο δεκαετίες (παρά κάτι) αργότερα, ο προπονητής πλέον Αλμέιδα θα συνεργαστεί με τον Μαρσιάλ, με αποστολή να του δώσει κίνητρο για να βγάλει ξανά τον καλό του εαυτό, να υπενθυμίσει στον ποδοσφαιρικό πλανήτη ποιος ήταν και –γιατί όχι;– ποιος μπορούσε να είχε γίνει. Ο Γάλλος, άλλωστε, είναι ακόμη 28 ετών.