Κόντρα σε όλους τους κανόνες και τις οδηγίες
Η τεράστια επιτυχία που γνώρισε φέτος το καλοκαίρι ο Ιρλανδός τραγουδοποιός Χόζιερ, με τη φωνή που μετατρέπει κάθε τραγούδι σε ύμνο, μοιάζει να είναι ένα λάθος του αλγόριθμου ή, αν το προτιμάτε, η ευκαιρία που δίνει το σύστημα σε έναν καλλιτέχνη, ανάμεσα σε εκατοντάδες χιλιάδες, να γνωρίσει την επιτυχία όντας ο εαυτός του. Για τον Χόζιερ ισχύει ότι είναι πολύ αληθινός για να είναι star.
Το τραγούδι που τον έκανε σταρ στο παγκόσμιο κοινό –βρέθηκε στην κορυφή του Global top 50 του Spotify– είναι το «Too Sweet», που, αν είχε γραφτεί στη δεκαετία του ’60 ή του ’70, θα είχε μείνει κλασικό. Είναι ασυνήθιστο τραγούδι για τη σημερινή εποχή, με μια απρόσμενη ακολουθία συγχορδιών, ωραίο ζεστό ήχο, αποτέλεσμα των μουσικών που συμμετέχουν στην ηχογράφηση και όχι προϊόν τεχνητής νοημοσύνης.
Η φωνή του και η ερμηνεία του μοιάζουν ανεπανάληπτες και πατούν σε μια πολύ μεγάλη παράδοση στην Ιρλανδία των σπουδαίων τραγουδιστών και καλλιτεχνών, μια παράδοση που πατάει στα μπλουζ, στη φολκ και τη σόουλ. Ενα τραγούδι που φτιάχτηκε κόντρα σε όλους τους κανόνες και τις οδηγίες που σε πηγαίνουν στο Νο1. Ομως το ίδιο απρόβλεπτο και ασυνήθιστο ήταν και το τραγούδι με το οποίο μας συστήθηκε ο Χόζιερ, το Take Me To Church, το 2013, μια μπλουζ μπαλάντα, ένας ύμνος ενάντια στην ομοφοβία, τραγούδι και βιντεοκλίπ τα ξεχώρισε ο ηθοποιός, ο υπέροχος Στίβεν Φράι, και το μοιράστηκε με το κοινό του στα κοινωνικά μέσα δίνοντάς του την απαραίτητη «σπρωξιά». Η φωνή του μοιάζει με μια φωνή που τα σκεπάζει και τα καλύπτει όλα. Το ίδιο και η αγκαλιά του, είναι ένας καλλιτέχνης με έντονο ακτιβιστικό προφίλ και θέσεις σε όλα τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Παίρνει πάντα θέση υπέρ του αδύναμου, αυτού που δεν έχει κανέναν να τον προστατεύσει, γι’ αυτό και η σχέση του με το κοινό του είναι μια σχέση βαθιά, ειλικρινής και κυρίως σημαντική. Πριν από λίγο καιρό σκεφτόταν ότι ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα από τη μουσική. Σήμερα είναι ένα από τα πρόσωπα του 2024.
Οταν τον συνάντησα για πρώτη φορά το 2019 στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, λίγο πριν εμφανιστεί ως επικεφαλής της έκτης ημέρας του φεστιβάλ Release, με ρώτησε με μια παιδική αφέλεια και αγωνία τι να περιμένει από το ελληνικό κοινό, αφού ήταν τόσο η πρώτη του φορά σε ένα μεγάλο φεστιβάλ όσο και η πρώτη του στην Ελλάδα, για την οποία ήξερε τα καλύτερα από την Ελληνίδα μάνατζέρ του. Η εμφάνισή του εκείνο το βράδυ έδειξε ότι για το ελληνικό κοινό ήταν ακόμα νωρίς.
Οι τρεις ζωές (της Μαρίας Παπαγεωργίου)
Η αλλαγή σκυτάλης ή, αν θέλετε, η αλλαγή φρουράς είναι μια από τις πιο επώδυνες διαδικασίες στο ελληνικό τραγούδι. Αν στη Μεγάλη Βρετανία ισχύει ότι η καλλιτεχνική νεότητα ενός καλλιτέχνη κορυφώνεται περίπου στην ηλικία των 27 ετών, στην Ελλάδα ο καλλιτέχνης παραμένει νέος μέχρι τα 50 του. Η άνοδος, η επιτυχία, η αποδοχή εντέλει είναι επίπονες και δύσκολες. Η Μαρία Παπαγεωργίου, νέα καλλιτέχνις, ετών 39, έχει μια βάση και μια ποιότητα που την κάνουν να ξεχωρίζει μέσα από τους νέους τραγουδιστές. Ποιητικά πατάει με σιγουριά στην αισθητική του έντεχνου τραγουδιού, ιδιαίτερα του πολιτικού τραγουδιού των δεκαετιών του ’70 και του ’80, ενώ μουσικά φλερτάρει και με τον ηλεκτρικό ήχο του ροκ αλλά και με την ακουστική αίσθηση της παραδοσιακής μουσικής, και φορές φορές και με την ηλεκτρονική μουσική.
Στις αναφορές της θα βρει κανείς και τον Μίκη Θοδωράκη και τη Φλόρενς Γουέλτς, τον Νικ Κέιβ και τον Θάνο Μικρούτσικο, τους Portishead αλλά και τα παραδοσιακά τραγούδια. Αυτό το χαρμάνι σήμερα είναι φυσιολογικό. Την έχω παρακολουθήσει σε αρκετά της projects και νομίζω ότι στα καλύτερά της είναι όταν όλες οι επιρροές της ισορροπούν αρμονικά και καμιά δεν ξεχωρίζει ή δεν επιβάλλεται στις άλλες. Εκεί βρίσκεται και ο χαρακτήρας της. Μια φωνή που γοητεύεται από τον λόγο των μεγάλων ποιητών και τον μεταφέρει με πάθος στη γενιά της. Η ώρα της αλλαγής σκυτάλης πλησιάζει, και η Μαρία Παπαγεωργίου είναι εδώ.
Το μονοπάτι για την κινεζική φιλοσοφία
ΔΙΑΒΑΖΩ: Μία από τις πλέον ανατρεπτικές ιδέες του κινεζικού τρόπου σκέψης είναι ότι η καλλιέργεια και η μεταμόρφωση του ατόμου δεν προκύπτουν από την εσωτερική αναζήτηση ενός κρυμμένου «αληθινού εαυτού», αλλά από την καλλιέργεια του νου και των συναισθηματικών μας αντιδράσεων στα απρόβλεπτα γεγονότα του κόσμου. Αυτό είναι ένα δείγμα των πρωτοποριακών και ασυνήθιστων για τον δυτικό τρόπο σκέψης ιδεών που θα βρει κανείς στο συναρπαστικό βιβλίο «Το Μονοπάτι», που είναι ο τίτλος του βιβλίου που διαβάζω των Μάικλ Πιούιτ και Κρίστεν Γκρος Λο, καθηγητών ανάμεσα σε πολλά στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και είναι ένα από τα κορυφαία εισαγωγικά κείμενα στην κινεζική φιλοσοφία. «Εάν ο κόσμος είναι θρυμματισμένος, τότε μας προσφέρει συνεχώς ευκαιρίες να κατασκευάσουμε τα πράγματα εκ νέου. Ξεκινάμε με τα πιο μικρά πράγματα στην καθημερινή ζωή μας, από τα οποία αλλάζουμε τα πάντα». Είναι ένα βιβλίο που σε καλεί να ανατρέψεις τις πεποιθήσεις σου και πολλά από αυτά που έχεις διδαχτεί και έχεις μάθει στον δυτικό κόσμο.
Αυτή είναι μια ιστορία που δεν θα την ακούσεις
ΒΛΕΠΩ: Το «Hold on, I’m Coming» είναι μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Stax Records, ένα από τα κλασικά τραγούδια της δεκαετίας του ’60, και γράφτηκε ενώ ο Αϊζακ Χέιζ και ο Ντέιβιντ Πόρτερ, ο στιχουργός, βρίσκονταν μαζί με την ομάδα των μουσικών στο στούντιο ηχογραφήσεων της Stax. Κάποια στιγμή ο Αϊζακ Χέιζ έφυγε από την ηχογράφηση για να πεταχτεί μέχρι το μπάνιο και γυρίζοντας προς τον Ντέιβιντ Πόρτερ τού είπε: hold on, I’m coming. Αυτή την ατάκα την πήρε ο Ντέιβιντ Πόρτερ, την έκανε στίχο, ένα από τα πιο διάσημα ρεφρέν στην Ιστορία της μουσικής και μία από τις πολύ μεγάλες επιτυχίες της εταιρείας στη δεκαετία του ’60.
Αυτή είναι μια ιστορία που δεν θα την ακούσεις να την αφηγούνται στο ντοκιμαντέρ τεσσάρων επεισοδίων που στριμάρει στο Vodafone TV, Stax: Soulsville, U.S.A, το οποίο αφηγείται την ιστορία της Stax Records. Δεν θα την ακούσεις, γιατί είναι μια ιστορία που μου την αφηγήθηκε ο ίδιος ο Ντέιβιντ Πόρτερ το 1992, όταν είχα την ευτυχία να βρεθώ στο Μέμφις, να περπατήσω στους δρόμους της πόλης με τη μεγάλη μουσική ιστορία, να δω από κοντά την περίφημη Μπιλ Στριτ, όπου ο Ελβις μάθαινε και κοπιάριζε τα μπλουζ και το ροκ εν ρολ των μαύρων. Επίσης, είχα την τύχη να βρεθώ στο στούντιο του θρυλικού ραδιοφώνου της πόλης, του WDIA, και να γνωρίσω όλα τα μεγάλα ονόματα που συμμετέχουν σε αυτό το ντοκιμαντέρ, τον Ρούφους Τόμας, την Κάρλα Τόμας, την Εστέλ Αξτον.
Θα ακούσεις όμως πολλές άλλες ενδιαφέρουσες ιστορίες, άλλες σοβαρές και άλλες διασκεδαστικές. Και φυσικά θα ακούσεις τη μία μεγάλη ιστορία, αυτήν που μιλάει για το πώς μια εταιρεία που φτιάχτηκε εκτός Νέας Υόρκης και Λος Αντζελες, στον αγροτικό Νότο, στην πόλη του Μέμφις του Τενεσί, έγινε η φωνή της μαύρης μουσικής και της μαύρης ταυτότητας τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Και πώς μια εταιρεία, κόντρα σε προκαταλήψεις και στερεότυπα κοινωνικά και φυλετικά, διοχέτευσε το τεράστιο ταλέντο της κοινότητας των μαύρων μουσικών της πόλης, έφτιαξε το μοντέλο της συνεργασίας λευκών και μαύρων μουσικών και άφησε μια σπουδαία κοινωνική και πολιτιστική κληρονομιά. Μαζί και ορισμένους από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες, αλλά και τα ωραιότερα και διασημότερα τραγούδια εκείνης εποχής.
7+1 τραγούδια για να γνωρίσεις καλύτερα τον Χόζιερ
Η λίστα του blender στο Spotify αυτή την εβδομάδα σε προσκαλεί να γνωρίσεις τον Χόζιερ καλύτερα και εστιάζει σε ορισμένα από τα πιο ξεχωριστά τραγούδια του μέσα από τα τρία άλμπουμ που κυκλοφόρησαν τα τελευταία 10 χρόνια. Πιστεύω πως το αξίζει και το δικαιούται. Για ευνόητους λόγους δεν συμπεριλαμβάνεται το μέχρι πρότινος διασημότερο τραγούδι του, το Take Me To Church. Το ξέρετε ήδη.