Η λέξη «chouchou» κουβαλάει μαζί της μια γλύκα, μια τρυφερότητα. Κυριολεκτικά, είναι ένα γλυκό που αποτελείται από καραμελωμένα φιστίκια. Μεταφορικά, όμως, χρησιμοποιείται στη γαλλική γλώσσα ως χαϊδευτικό παρατσούκλι για έναν σύντροφο, έναν καλό φίλο ή έναν αγαπημένο συγγενή.
Επίσης, περιγράφει ένα πρόσωπο στο οποίο έχει αδυναμία το αφεντικό, ο δάσκαλος και, εν προκειμένω, ο προπονητής της πιο πετυχημένης εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στον κόσμο την τελευταία δεκαετία.
Ο Αντουάν Γκριεζμάν δεν επεδίωξε ποτέ να είναι ο «chouchou» του Ντιντιέ Ντεσάν, αλλά έγινε. Οχι γιατί ήταν αυλοκόλακας ή δημοσιοσχετίστας, όπως πολλοί συνάδελφοί του. Αλλά επειδή υπήρξε ένας πιστός στρατιώτης της εθνικής Γαλλίας, την οποία υπηρέτησε με συνέπεια και αποτελεσματικότητα, όντας κομβικός με την παρουσία του στις επιτυχίες της.
Ο «Γκρίζι» υπήρξε παίκτης-κλειδί για τους Τρικολόρ αγωνιζόμενος ως επιθετικός, ως εξτρέμ, ως μεσοεπιθετικός ή ακόμα και ως μέσος, κάνοντας πολλές, βρώμικες και πολύτιμες δουλειές μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου.
Μαζί με τον τερματοφύλακα Ουγκό Γιορίς, τους κεντρικούς αμυντικούς Ραφαέλ Βαράν – Σαμουέλ Ουμτιτί, τους μέσους Ενγκολό Καντέ – Πολ Πογκμπά και τους επιθετικούς Ολιβιέ Ζιρού – Κιλιάν Εμπαπέ οδήγησαν το 2018 τη Γαλλία στο δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο μετά από είκοσι χρόνια και τη «χρυσή» γενιά των Ζινεντίν Ζιντάν και Τιερί Ανρί. Και, βεβαίως, του ίδιου του Ντεσάν.
«Πολύ συχνά ειπώθηκε ότι ο Γκριεζμάν ήταν ο “chouchou” μου. Είχαμε χτίσει πράγματι μια πολύ δυνατή σχέση, που θα παραμείνει άθικτη. Από τα βάθη της καρδιάς μου, σε ευχαριστώ για όλα, Γκρίζι μου», ανέφερε συγκινημένος ο «Ντεντέ» στο αποχαιρετιστήριο μήνυμά του μέσω της γαλλικής ομοσπονδίας προς τον επιθετικό της Ατλέτικο Μαδρίτης, ο οποίος αποφάσισε να βάλει πρόωρο τέλος στην καριέρα του με την εθνική ομάδα.
Πριν από αυτόν, το είχαν κάνει ο Γιορίς με τον Ζιρού, ο Βαράν σταμάτησε εντελώς το ποδόσφαιρο μόλις στα 31 του νικημένος από τους τραυματισμούς, ο τιμωρημένος λόγω ντόπινγκ Πογκμπά βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, και την παγκόσμια πρωταθλήτρια του 2018 έχουν απομείνει να εκπροσωπούν (από τα αστέρια εννοείται) ο Καντέ με τον Εμπαπέ.
Ο Γκριεζμάν ρίχνει επί της ουσίας την αυλαία σε μια γενιά που χάρισε μια μαγική δεκαετία στο ποδόσφαιρο της χώρας, με ένα Μουντιάλ, έναν ακόμα τελικό που χάθηκε στα πέναλτι κόντρα στην Αργεντινή του Λιονέλ Μέσι, έναν τελικό Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος που χάθηκε στην παράταση από την Πορτογαλία των Κριστιάνο Ρονάλντο και Φερνάντο Σάντος, και ένα Νations League.
Ο Γκριεζμάν, όπως επισήμανε ο Ντεσάν στο «αντίο» του, δεν εξαπάτησε ποτέ, δεν κορόιδεψε ποτέ. Εβαζε πάντα την ομάδα πάνω απ’ όλα και όλους, σε 137 συμμετοχές (τρίτος όλων των εποχών, με 92 εκ των οποίων διαδοχικές!) πρόσφερε 44 γκολ (τέταρτος όλων των εποχών) και 38 ασίστ (πρώτος όλων των εποχών).
Πάνω απ’ όλα, όμως, ο 33χρονος πρόσφερε ατελείωτα τρεξίματα και πρωτοφανή αλτρουισμό που δεν συναντάς εύκολα σε επιθετικογενείς ποδοσφαιριστές που είναι, που πρέπει ενδεχομένως να είναι από τη φύση και τη θέση τους εγωιστές.
«Βαριά καρδιά» ήταν ο τίτλος που επέλεξε η γαλλική εφημερίδα «L’Equipe» για να αποδώσει ανάγλυφα το συναίσθημα που διακατέχει την πλειονότητα των Γάλλων φιλάθλων για την αποχώρηση «ενός μνημείου του γαλλικού ποδοσφαίρου», όπως τον χαρακτήρισε ο Ντεσάν, επί εποχής του οποίου ο Γκριεζμάν έκανε το ντεμπούτο του τον Μάρτιο του 2014, αλλά και κρέμασε τα παπούτσια του ως διεθνής.
Γιατί, όμως, το έκανε όντας ακόμα ενεργός, χρήσιμος και ενίοτε κομβικός για την ομάδα; Ο μικρός πρίγκιπας, όπως ήταν το παρατσούκλι του, διαπίστωσε στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του καλοκαιριού στη Γερμανία ότι έχει χάσει μεγάλο από το ειδικό του βάρος στους Τρικολόρ, αφού πλέον δεν είναι εξίσου πρωταγωνιστής και σημείο αναφοράς με το πρόσφατο παρελθόν.
Για πρώτη φορά σε μεγάλη διοργάνωση ο Ντεσάν τον κάθισε στον πάγκο και, μάλιστα, έδωσε το περιβραχιόνιο του πρώτου αρχηγού στον Εμπαπέ, παρότι αυτός είναι οκτώ χρόνια μεγαλύτερος από τον σούπερ σταρ της Ρεάλ Μαδρίτης και, βεβαίως, παλαιότερος στην εθνική ομάδα.
Συν τοις άλλοις, στη φιναλίστ του Μουντιάλ του Κατάρ επιχειρείται μια ριζική ανανέωση, η οποία επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι επτά (οκτώ, αν συνυπολογιστεί και ο Πογκμπά) από τους έντεκα βασικούς στον τελικό του Μουντιάλ της Ρωσίας έχουν σταματήσει το ποδόσφαιρο ή έχουν βάλει τίτλους τέλους στην καριέρα τους σε εθνικό επίπεδο.
«Μετά από δέκα απίστευτα χρόνια, σημαδεμένα από προκλήσεις, επιτυχίες και αξέχαστες στιγμές, είναι ώρα να γυρίσω σελίδα και να αφήσω να περάσει η νέα γενιά», ανέφερε χαρακτηριστικά στην αποχαιρετιστήρια ανάρτηση για την απόφασή του. Τη γνώριζαν μόνο η οικογένειά του και πολύ στενοί του άνθρωποι, αφού ο Ντεσάν την πληροφορήθηκε μόλις λίγες ώρες προτού δημοσιοποιηθεί.
Η φετινή σεζόν, από κάθε άποψη, είναι μεταβατική για τον Γκριεζμάν. Στην Ατλέτικο Μαδρίτης, στην οποία επέστρεψε ύστερα από μια διετία στην Μπαρτσελόνα, που τον έκανε για ένα διάστημα persona non grata για τους φίλους των «ροχιμπλάνκος», κέρδισε και πάλι την αγάπη του κόσμου, είναι πλέον πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου και ένας θρύλος που έχει πετύχει σχεδόν τα πάντα, εκτός από έναν μεγάλο τίτλο, όπως το πρωτάθλημα ή το πολυπόθητο Champions League.
Παρότι το συμβόλαιό του λήγει το 2026, από το περασμένο καλοκαίρι κιόλας φλέρταρε έντονα με την ιδέα της μετακόμισης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Φαν του ΝΒΑ αλλά και του αμερικανικού τρόπου ζωής, θέλει να δοκιμάσει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπως κάνουν ήδη δύο παλιόφιλοι όπως ο Γιορίς και ο Ζιρού, αμφότεροι στο Λος Αντζελες.
Με προσωπική περιουσία που ξεπερνάει τα εκατό εκατ. ευρώ, ο Γκριεζμάν έχει εξασφαλίσει το μέλλον της οικογένειας που έχει δημιουργήσει με την Ισπανίδα Ερικα Τσοπερένα, με την οποία έχουν τρία παιδιά, τη Μία, τον Αμάρο και την Αλμπα, τα οποία μάλιστα έχουν γενέθλια την ίδια ημέρα (!), στις 8 Απριλίου, με πέντε χρόνια διαφορά η πρώτη από την τρίτη.
Στα επόμενα γενέθλια των παιδιών του είναι πιθανό ο Γκριεζμάν να έχει πάρει ήδη την απόφασή του για το επαγγελματικό του μέλλον. Και αυτό όλα δείχνουν ότι θα είναι μακριά από την Ευρώπη.
Εδώ όπου ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει στο επίπεδο των Λιονέλ Μέσι και Κριστιάνο Ρονάλντο, έστω και αν δύο φορές ήταν τρίτος στην ψηφοφορία της «Χρυσής Μπάλας», το 2016 και το 2018. Με την πολύτιμη δουλειά και την αυταπάρνηση μέσα στο γήπεδο, όμως, έγινε με το σπαθί του ο «chouchou», όχι μόνο του Ντεσάν, αλλά και των φίλων της Ρεάλ Σοσιεδάδ, της Ατλέτικο και της εθνικής Γαλλίας.