Η UEFA αποφάσισε να αλλάξει το format της πρώτης φάσης του Champions League για να κάνει πιο ελκυστική τη διοργάνωση, για να αυξήσει τα ματς μεταξύ των μεγάλων (ελέω και του φόβου για την εισβολή της European Super League στο σκηνικό), αλλά και για να αποφύγει τα αδιάφορα παιχνίδια των τελευταίων αγωνιστικών, όταν πολλές ομάδες είχαν αποκλειστεί και άλλες που είχαν ήδη προκριθεί έπαιζαν με αναπληρωματικούς.
Πλέον, το βασικό κριτήριο σε περίπτωση ισοβαθμίας μεταξύ δύο ή περισσότερων ομάδων είναι η καλύτερη επίθεση και η συνολική διαφορά τερμάτων, δίνοντας (στη θεωρία) κίνητρο στις ομάδες για να κυνηγούν, εκτός από τη νίκη, και τα πολλά γκολ.
Αποτέλεσμα αυτής της διαφοροποίησης και με δεδομένη τη διαφορά δυναμικότητας μεταξύ των μεγάλων και των μικρών; Την πρώτη αγωνιστική, η Μπάγερν Μονάχου… κονιορτοποίησε την Ντιναμό Ζάγκρεμπ (9-2) και, τη δεύτερη, η Μπορούσια Ντόρτμουντ έκανε κάτι ανάλογο με τη Σέλτικ (7-1).
Τα μεγάλα έως ταπεινωτικά σκορ θα κάνουν όλο και πιο συχνά την εμφάνισή τους και θα επιβεβαιώνουν τον νόμο του ισχυρού και τον κανόνα που θέλει τα μεγάλα ψάρια να τρώνε, με λύσσα μάλιστα, τα μικρά.
Οπως κάθε κανόνας, βεβαίως, έχει και αυτός τη λαμπερή εξαίρεσή του. Η γαλλική Μπρεστ παίζει για πρώτη φορά στα 121 χρόνια ιστορίας της σε ευρωπαϊκή διοργάνωση και, μάλιστα, το κάνει στην κορυφαία όλων.
Και αν η νίκη της πρεμιέρας επί της αυστριακής Στουρμ Γκρατς (2-1) μπορεί εσφαλμένα να αποδοθεί και στην τύχη της πρωτάρας, ο θρίαμβος επί της έτερης αυστριακής (Ζάλτσμπουργκ), και μάλιστα μέσα στην έδρα της (4-0), αποτελεί μια ανάσα ανάμεσα στις πεντάρες, τις εφτάρες και τις εννιάρες των μεγάλων.
Η Μπρεστ έγινε η πρώτη ομάδα στην ιστορία των ευρωπαϊκών κυπέλλων που στα δύο πρώτα διεθνή παιχνίδια της σημειώνει ισάριθμες νίκες και το καταφέρνει αυτό στο Champions League, το όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή που έχει φιλοδοξίες.
Στο Ντακάρ, την πρωτεύουσα της Σενεγάλης, ο Αμπντάλα Ντίπο Σιμά μεγάλωσε με το όνειρο να γίνει επαγγελματίας μπαλαδόρος, ματώνοντας τα πόδια του με το να παίζει ξυπόλυτος και για ώρες στους δρόμους της πόλης.
Παιδί φτωχής οικογένειας, έχασε πολύ μικρός τον πατέρα του και τον μεγάλωσε, όπως και τα άλλα εννέα (!) αδέλφια του (πέντε κορίτσια και τέσσερα αγόρια), η ηρωίδα μητέρα του, μαζί με την πολύτιμη βοήθεια συγγενών και φίλων.
Από τη μητέρα του και τους αδελφούς του, οι οποίοι έπαιζαν μπάλα στην ίδια ομάδα και αποτέλεσαν τα πρώτα ινδάλματά του, έμαθε ότι η σκληρή δουλειά πάντα αποδίδει. Και αυτή τον έφερε να καμαρώνει πλέον ως πρωταγωνιστής στο Champions League, έχοντας πετύχει τρία γκολ στα δύο πρώτα παιχνίδια της Μπρεστ.
Ο δρόμος του μέχρι τα αστέρια, όμως, δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Σε ηλικία 17 ετών πήρε τη μεγάλη απόφαση να μεταναστεύσει στη Γαλλία για λογαριασμό της Εβιάν, ομάδας πέμπτης κατηγορίας, η οποία συνεργάζεται με την ομάδα του στη Σενεγάλη, τη Μεδίνα, για να προωθεί ταλέντα από την αφρικανική χώρα.
Δύο χρόνια μετά και ύστερα από προτροπή του μάνατζέρ του, Ντάνιελ Χρισόστομ, αποφάσισε να πάει στην Τσεχία και στην άσημη Ταμπόρσκο, ώστε να συνεχίσει την εξέλιξή του. Αυτό το ταξίδι, όμως, συνέπεσε με την πανδημία του κορωνοϊού, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση όλων των αγώνων. Και αυτό μόλις μία εβδομάδα μετά την άφιξή του.
Πιτσιρικάς, σε μια ξένη χώρα και χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, ο Σιμά βρήκε πολύτιμο στήριγμα στον προπονητή του, Μίροσλαβ Μπρόζεκ, ο οποίος μιλάει γαλλικά και τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του.
Στη διάρκεια της πανδημίας, ο νεαρός Σενεγαλέζος έμενε σε μια φάρμα στην εξοχή όπου, μάλιστα, δεν δίστασε να κάνει τις σκληρές αγροτικές δουλειές, μεταξύ των οποίων και να κόβει ξύλα. Ηταν και αυτό, άλλωστε, ένα είδος προπόνησης.
«Οταν σκέφτομαι τον Σιμά, μου έρχεται στο νου η ηλιαχτίδα. Η ιστορία του με κάνει να χαμογελώ», λέει συγκινημένος ο Μπρόζεκ, ο οποίος χαρακτηρίζει «θαύμα» την εξέλιξη του Αμπντάλα από την αφάνεια στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική σκηνή.
«Είναι ένας από αυτούς τους ποδοσφαιριστές που συναντάς μια, δύο φορές στη ζωή σου», λέει για τον ψηλόλιγνο επιθετικό, ο οποίος τον άφησε με ανοιχτό το στόμα όταν έβαλε ως άσκηση στους παίκτες να τρέξουν 180 χιλιόμετρα σε βάθος τριών εβδομάδων σε διαφορετικές ταχύτητες και αυτός έτρεξε… 250!
Οταν επιτράπηκαν και πάλι οι αγώνες, ο Σιμά τράβηξε την προσοχή των σκάουτ της Σλάβια Πράγας. Ενσωματώθηκε αρχικά στη δεύτερη ομάδα αντί μόλις 115.000 ευρώ. Σε λίγες εβδομάδες προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα, σύντομα άρχισε να βάζει γκολ στο Europa League και συνέβαλε στο να φτάσει η Σλάβια μέχρι τα προημιτελικά της διοργάνωσης, όπου αποκλείστηκε από την Αρσεναλ.
Οι «κανονιέρηδες», η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Λίβερπουλ, μεταξύ άλλων, έστρεψαν το βλέμμα τους πάνω του, αλλά η Μπράιτον, η οποία φημίζεται για τις έξυπνες επενδύσεις και τις μετέπειτα πολύ προσοδοφόρες πωλήσεις ποδοσφαιριστών, έδωσε οκτώ εκατ. ευρώ για να τον κάνει δικό της.
Οι «γλάροι» έκριναν ότι δεν είναι ακόμα έτοιμος (και σωματικά) για ένα τόσο απαιτητικό και σκληρό πρωτάθλημα όπως η Premier League και τον δάνεισαν διαδοχικά σε Στόουκ, Ανζέ, Ρέιντζερς και, εδώ και λίγους μήνες, στην Μπρεστ.
Οπου και αν πήγε, με εξαίρεση τη Στόουκ, όπου ταλαιπωρήθηκε από έναν τραυματισμό στον αστράγαλο, ο 23χρονος πλέον Σιμά έκανε τη διαφορά με την ταχύτητά του, το διαρκές τρέξιμο, την ικανότητά του στο ψηλό παιχνίδι και, κυρίως, την έφεσή του στο σκοράρισμα, την οποία επιβεβαιώνει σχεδόν σε κάθε αγώνα της ομάδας του.
Μικρός ονειρευόταν να βαδίσει στα χνάρια του Ανρί Καμαρά, του Ελ Χατζί Ντιούφ και του Σαντιό Μανέ, ποδοσφαιρικών θρύλων στη χώρα του που είχαν (και έχουν) χίλιους τρόπους για να βάλουν την μπάλα στα αντίπαλα δίχτυα.
Πλέον ο ίδιος αποδεικνύεται άξιος διάδοχος, η χρηματιστηριακή του αξία αυξάνεται συνεχώς, όπως άλλωστε και οι αποδοχές του, έχοντας τη δυνατότητα να στηρίζει οικονομικά την… πολυπληθή οικογένειά του, η οποία μαζεύεται μπροστά στην τηλεόραση όποτε παίζει ο Αμπντάλα, για να τον στηρίξει και να τον καμαρώσει.
«Είναι όλοι τους περήφανοι για εμένα», εξηγεί ο ποδοσφαιριστής, που δεν ξεχνάει ποτέ από πού ξεκίνησε, πού μεγάλωσε και πόσο σκληρά δούλεψε για να απολαμβάνει πλέον τους πλούσιους καρπούς αυτής της προσπάθειας.
Οταν ήταν πιτσιρικάς, η ομάδα που θαύμαζε και ονειρευόταν να φορέσει τη φανέλα της ήταν η Ρεάλ Μαδρίτης. Λέτε να το καταφέρει κι αυτό; Στην περίπτωση του Αμπντάλα Σιμά, άλλωστε, κανένα όνειρο δεν μοιάζει αδύνατο…