Μπορεί τα πράγματα στον κόσμο μας να μοιάζουν να πηγαίνουν ολοένα προς το χειρότερο, αλλά τουλάχιστον υπάρχουν κάποια θέματα που, αν τα δει κανείς με ορίζοντα δεκαετιών ή αιώνων, μας υπενθυμίζουν πως, όχι. Τα πράγματα δεν πηγαίνουν όλα προς το χειρότερο. Κάποια πράγματα στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου μας πηγαίνουν προς το καλύτερο. Το προσδόκιμο ζωής, η παιδική θνησιμότητα, το ποσοστό των παιδιών που πηγαίνουν στο σχολείο, οι θάνατοι από κάποιες μολυσματικές ασθένειες και διάφοροι άλλοι σημαντικοί δείκτες πηγαίνουν ολοένα προς το καλύτερο. Κοιτάζοντάς τους θυμόμαστε ότι στο σχετικά κοντινό παρελθόν η ζωή στη Γη ήταν για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού σκληρή και σύντομη. Κι ένας από τους καλύτερους και πιο φανταχτερούς τέτοιους δείκτες είναι τα ποσοστά της ακραίας φτώχειας.
To 1820 πάνω από τα 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. 135 χρόνια μετά, το 1955, το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας είχε πέσει, αργά αργά, κούτσα κούτσα, στο μισό. Μέσα στα επόμενα 46 χρόνια, όμως, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο μισό. Είχαμε φτάσει στο 2001 πια. Και μέσα στα επόμενα μόλις 13 χρόνια ξέρετε τι άλλο έγινε; Το ποσοστό μειώθηκε στο μισό, πάλι. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε ακραία φτώχεια στον κόσμο μας έχει πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό.
Σε ένα πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού Economist έμαθα ότι, πλέον, αυτή η διαρκής, υπέροχη, αέναη καταπολέμηση της φτώχειας είναι μια μάχη που μοιάζει να έχει κολλήσει. Η πρόοδος που γινόταν, σταμάτησε. Κάποια στιγμή κάτι έγινε, και την τελευταία δεκαετία η φτώχεια στα εναπομείναντα πολύ φτωχά μέρη του πλανήτη έπαψε να μειώνεται. Και δεν είναι μόνο η φτώχεια –όλοι οι δείκτες προόδου των φτωχότερων χωρών του κόσμου κόλλησαν.
To 2000 στις φτωχές χώρες του κόσμου μόνο το 56% των παιδιών πήγαινε σχολείο. Το 2015 το ποσοστό είχε εκτοξευτεί στο 81%. Εκτοτε, όμως, έχει μείνει στάσιμο. Εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια δεν αυξάνεται. Και για πολλούς άλλους δείκτες τα αποτελέσματα είναι παρόμοια. Από το 1995 μέχρι το 2015 οι φτωχότερες χώρες του κόσμου αναπτύσσονταν με υπερδιπλάσιους ρυθμούς από ό,τι οι χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου. Την τελευταία δεκαετία, αντί να συνεχίσουν να συγκλίνουν, ο ρυθμός έχει επιβραδυνθεί. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί έχει σταματήσει να μειώνεται η φτώχεια;
Στο αφιέρωμα του Economist διατυπώνεται η θεωρία πως μια από τις αιτίες είναι η δραματική μείωση των χρημάτων που φτάνουν στις πιο φτωχές χώρες του κόσμου με τη μορφή βοήθειας από τις πλούσιες. Μολονότι τα χρήματα που οι πλούσιες χώρες δίνουν γενικά για βοήθεια σε ευάλωτους πληθυσμούς και κοινωφελείς σκοπούς αυξάνονται (λίγο), το πού πηγαίνουν αυτά τα χρήματα αλλάζει. Πλέον τα δυτικά κράτη δαπανούν πολύ περισσότερα χρήματα για τους πρόσφυγες στο δικό τους έδαφος και για στόχους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, μειώνοντας τις συνεισφορές τους σε θέματα υγείας, παιδείας ή ανάπτυξης στον επονομαζόμενο «τρίτο κόσμο». Ακόμα και η Κίνα, που επένδυε τεράστια ποσά για επενδύσεις σε υποδομές και δάνεια σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας (για γεωπολιτικούς λόγους), έχει μειώσει πολύ αυτά τα ποσά. Τα 30 δισ. σε δάνεια που έδωσε το 2012, έγιναν 4 δισ. το 2021.
Πέρα από τα χρήματα, όμως, φαίνεται ότι εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα είναι και το ότι, όπως γράφει ο Economist, «έχουν στερέψει οι ιδέες». Οι παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών που, βασικά, ελέγχονται από τις ΗΠΑ και απηχούν τη δυτική προσέγγιση στα οικονομικά και γεωπολιτικά θέματα, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, μοιάζουν να μην μπορούν να αντικαταστήσουν τη μείωση των δυτικών χρηματορροών με καινοτόμα αναπτυξιακά προγράμματα για τα πιο ευάλωτα μέρη του πλανήτη.
Κάποιος άλλος ισχυρίζεται ότι πρέπει γενικότερα να το δούμε αλλιώς το θέμα της φτώχειας. Πρόσφατα ο Μαξ Πόζερ από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης έγραψε στους New York Times ότι το πώς μετράμε την «ακραία φτώχεια» πρέπει να αλλάξει. Προς το παρόν, ο ΟΗΕ μετρά ως «ακραία φτωχούς» τους ανθρώπους που ζουν με λιγότερα από 2,15 δολάρια την ημέρα. Αυτό, για να μην κάνετε την πράξη, σημαίνει λιγότερα από 60 ευρώ τον μήνα. Το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν με τέτοια εισοδήματα έχει κατακρημνιστεί από πάνω από 40% του κόσμου το 1980 σε μόλις 9% του κόσμου σήμερα. Είναι ένα νούμερο που έχει αξία, βεβαίως, καθότι μας επισημαίνει τα σημεία του κόσμου όπου υπάρχει το μεγαλύτερο πρόβλημα: το 73% των ανθρώπων στη Μοζαμβίκη ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Αλλά ο Πόζερ ισχυρίζεται ότι ένα τόσο χαμηλό όριο αφήνει ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος απ’ έξω. Τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι, λέει, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν υγιεινή διατροφή με τα εισοδήματά τους, μολονότι οι περισσότεροι βγάζουν περισσότερα από 60 ευρώ τον μήνα. Τριάμισι δισεκατομμύρια δεν έχουν πρόσβαση σε τουαλέτα. Τι σημαίνει «ακραία φτώχεια», αν δεν περιλαμβάνει μερικές από τις βασικές προϋποθέσεις αυτού που τον 21ο αιώνα αποκαλούμε ζωή;
Οπότε ο Πόζερ προτείνει έναν άλλο, παράλληλο δείκτη για να μετράμε τη φτώχεια: 30 δολάρια την ημέρα. Δηλαδή λίγο περισσότερα από 800 ευρώ τον μήνα (πάντα, λαμβάνοντας υπόψη το διαφορετικό κόστος ζωής σε κάθε χώρα). Ποιο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού ζει με περισσότερα από 800 ευρώ τον μήνα; Μόνο το 17%. Το 83% ζει με λιγότερα. Με ένα τέτοιο, πολύ ανώτερο όριο, το πρόβλημα αλλάζει μορφή. Πλέον δεν βλέπουμε μόνο ποια είναι τα σημεία του πλανήτη όπου ολόκληρος ο πληθυσμός δεν έχει σχεδόν τίποτε, αλλά τις μεγάλες ανισότητες μέσα στις χώρες. Ξαφνικά, διαπιστώνουμε ότι «φτώχεια», με την έννοια που την εννοούμε οι περισσότερες και οι περισσότεροι στην καθημερινότητά μας, υπάρχει παντού. Μόνο οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου, και αυτές με τις λιγότερες ανισότητες, οι Νορβηγίες, οι Δανίες, οι Ολλανδίες κι οι Ελβετίες, έχουν μονοψήφιο ποσοστό του πληθυσμού που ζει με λιγότερα από 800 ευρώ τον μήνα.
Αυτή είναι μια χρήσιμη προσέγγιση στο θέμα. Αλλά μάλλον ούτε αυτή αρκεί από μόνη της για να καταλάβουμε γιατί κολλήσαμε, και τι πρέπει να κάνουμε για να ξεκολλήσουμε. Η εξάλειψη της φτώχειας είναι ο πρώτος πρώτος από τους 17 στόχους για τη βιώσιμη ανάπτυξη του ΟΗΕ. Ο νούμερο 1. Και υποτίθεται ότι πηγαίναμε καλά. Το προχωράγαμε το θέμα. Νομίζαμε ότι το λύναμε. Θεωρούσαμε δεδομένο ότι η ξέφρενη πορεία που είχε ξεκινήσει δεκαετίες πριν θα συνεχιζόταν, νομοτελειακά, μέχρι να χορτάσει κι ο τελευταίος πεινασμένος στον κόσμο μας.
Δυστυχώς, δεν ισχύει.