Με το ένα πόδι στη Δύση και το άλλο στην Ανατολή
Οταν θέλω να ξαναθυμηθώ τι αντιπροσωπεύει για μένα το μεγαλύτερο κομμάτι της Μεταπολίτευσης θυμάμαι τους στίχους του τραγουδιού «Πίσω από τις γρίλιες» των Φατμέ, εκεί που λέει «τα παλιά, καλά τραγούδια μας αφήσαν, θέλει θάρρος να το λες, κι οι παλιές μου θεωρίες δεν μου φτάνουν να σ’ αγγίξω όταν κλαις» από το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος. Αγαπάω τα συγκροτήματα από μικρός γιατί είναι ο τρόπος της ζωής ή του Θεού να μας πουν ότι αν υπάρχει κάτι που να αξίζει στην πορεία μας, είναι η αίσθηση πως ανήκουμε κάπου και πως δημιουργούμε συλλογικά και ταυτόχρονα.
Είδα πρόσφατα το ωραίο ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στους Φατμέ, που μπορεί να βρει κανείς στο ertflix, και αναγνώρισα στα πρόσωπα των τεσσάρων μουσικών του συγκροτήματος το αίσθημα της γιορτής που βρίσκονται και πάλι μαζί. Το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε να γυρίζεται με αφορμή τα 40 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ του γκρουπ, με τίτλο το όνομά του και ίσως ένα από τα πιο εντυπωσιακά και προκλητικά εξώφυλλα της δεκαετίας του ’80. Το ντοκιμαντέρ δεν στέκεται τόσο στην εποχή και στον κοινωνικό περίγυρο που αλλάζουν με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Μέσα από το αρχειακό υλικό και τις αφηγήσεις των μελών του συγκροτήματος βλέπουμε πώς μια μεγάλη παρέα της Νέας Σμύρνης με προσθήκες από την Καλλιθέα –φίλοι οι περισσότεροι από το σχολείο– βρέθηκε να φτιάχνει μια κολεκτίβα στα τέλη της δεκαετίας του ’70, που έγινε η μήτρα από όπου ξεπήδησαν αρκετοί καλλιτέχνες και δημιουργοί.
Οι Φατμέ ήταν ένα από τα συγκροτήματα που από την αρχή βρέθηκαν με το ένα πόδι στη Δύση και το άλλο στην Ανατολή. Δεν διαπραγματεύτηκαν τη δημιουργική ελευθερία τους ποτέ και με κανέναν και υπήρξαν το ίδιο ενοχλητικοί προς τους ροκάδες όσο και προς τους λαϊκούς αφού κανένας δεν τους θεωρούσε δικούς του. Ο ήχος και τα τραγούδια τους ήταν ασυνήθιστα τόσο ηχητικά όσο και στιχουργικά. Αρνήθηκαν πεισματικά να ενταχθούν κάτω από οποιαδήποτε ταμπέλα και ομπρέλα πληρώνοντας φυσικά και το ανάλογο τίμημα. Ακόμα και αν τους αγαπούσες, υπήρχαν στιγμές που σε ξάφνιαζαν. Κάθε άλμπουμ τους είχε κάτι καινούργιο στον ήχο ή στις ενορχηστρώσεις και για αυτό παρέμειναν μέχρι το τέλος δημιουργικοί και ακομπλεξάριστοι. Οι Φατμέ θα είναι ένα από τα ελάχιστα συγκροτήματα που διαλύθηκαν στο απόγειο της καριέρας τους και ένα συγκρότημα που δεν δελεάστηκε ποτέ να γυρίσει πίσω σε εκείνα τα χρόνια. Ο Νίκος Πορτοκάλογλου είναι ένας μουσικός που ενσωματώνει δημιουργικά στο μουσικό του έργο το παρελθόν του αλλά δεν το νοσταλγεί ποτέ. Για μένα όμως, το ντοκιμαντέρ αυτό περιέχει και μια δόση νοσταλγίας, τόσο μικρής αλλά και τόσο απαραίτητης.
Ο Μπρους Σπρινγκστιν σε 57 κεφάλαια
ΔΙΑΒΑΖΩ: «Κάποιος να του πει ότι αν συνεχίσει να γράφει τόσους πολλούς στίχους στο τέλος θα εξαντλήσει την αγγλική γλώσσα», είπε ο Μπομπ Ντίλαν όταν άκουσε ένα demo με τραγούδια του Μπρους Σπρίνγκστιν, τα οποία αργότερα συμπεριελήφθησαν στον πρώτο δίσκο του Μπρους και της E Street Band το 1974. Ο Μπομπ Ντίλαν βρισκόταν τότε στα γραφεία της δισκογραφικής εταιρείας Κολούμπια και ο παραγωγός Τζον Χάμοντ, ένα από τα κορυφαία πρόσωπα στη δισκογραφία του ροκ του ’60 και του ’70, του ζήτησε τη γνώμη του για τα τραγούδια του Μπρους. Η γνώμη του Ντίλαν ήταν φυσικά θετική. Αυτές τις μέρες διαβάζω την ογκώδη αυτοβιογραφία του Μπρους Σπρινγκστιν, με τίτλο “Born To Run”, που κυκλοφόρησε επιτέλους και στα ελληνικά πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Key Books. Η ελληνική έκδοση κρατάει, όπως είναι φυσιολογικό, αμετάφραστο τον τίτλο από το τραγούδι του Μπρους, που για πολλούς είναι το κορυφαίο και το πιο αυτοβιογραφικό του. Στις 575 σελίδες του βιβλίου, που σύμφωνα με τον ίδιο χρειάστηκαν εφτά χρόνια για να το γράψει, ο σημαντικότερος εν ζωή μουσικός της γενιάς του περιγράφει με τον γνωστό του λυρισμό, σε 57 μικρά αλλά και πολύ αναλυτικά κεφάλαια, κάθε πτυχή της συναρπαστικής αλλά και δύσκολης ζωής που έζησε. Για την ακρίβεια, η ζωή του μοιάζει συναρπαστική γιατί βουτάει μέσα στην κάθε λεπτομέρειά της με τον απαράμιλλο ρομαντισμό του, τον αγνό ιδεαλισμό του, την καθαρή καρδιά του αλλά και την ξεροκεφαλιά που τον διακρίνουν. Το πάθος με το οποίο εμφανίζεται στη σκηνή και τραγουδάει το βρίσκει κανείς και στον τρόπο που αφηγείται τη ζωή του και τις εμπειρίες του. Η μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά πετυχαίνει το πιο δύσκολο έργο απ’ όλα: να μεταφέρει τη φωνή του, τη γλώσσα του που ρέει και ταυτόχρονα ονειρεύεται, στη γλώσσα μας.
Πολύ εύστοχη και η δουλειά του επιμελητή της έκδοσης, του Γιώργου Τσελώνη, που εξηγεί και αναλύει ό,τι είναι δύσκολο να γνωρίζει ο Ελληνας αναγνώστης.
Σύγχρονες μουσικές ιστορίες
1.The Cure: “Alone”
Οι Cure ήταν για τη δεκαετία του ’80 και τη Μεγάλη Βρετανία ό,τι ήταν οι Beatles για τη δεκαετία του ’60. Ηταν έντονη η επιδραστικότητά τους στον ήχο αυτής της δεκαετίας και ταυτόχρονα ήταν δύσκολο να βρει μιμητές και συνοδοιπόρους. Είχαν δηλαδή μερικά ιδιοφυή χαρακτηριστικά. Οι Cure δεν ταίριαζαν με κανέναν και το απολάμβαναν. Ακόμα και σήμερα το καινούργιο τραγούδι, που κυκλοφόρησαν 16 χρόνια μετά την τελευταία τους ηχογράφηση, αποθεώνει τον χαρακτηριστικό ήχο τους και τη sui generis αισθητική τους. Προηγείται μια πολύ μεγάλη ορχηστρική εισαγωγή που διαρκεί περίπου 4 λεπτά για να μπει η αναλλοίωτη φωνή του Ρόμπερτ Σμιθ που θρηνεί ενώ τραγουδάει “This is the end of every song we sing”.
«Ημουν πολύ αισιόδοξος όταν ήμουν νέος, τώρα είμαι το αντίθετο» δήλωνε πριν από λίγα χρόνια στους δημοσιογράφους ο Ρόμπερτ Σμιθ. Το άλμπουμ τους κυκλοφορεί την πρώτη Νοεμβρίου και αυτή είναι η δισκογραφική επιστροφή της χρονιάς.
2.Lady Gaga: “Happy Mistake”
Η Lady Gaga δεν είναι σπουδαία ηθοποιός όπως επιβεβαιώνεται και στην καινούργια ταινία του Τοντ Φίλιπς Joker: Folie A Deux που βγήκε στους κινηματογράφους. Ομως, κάθε φορά που τη βλέπω στο σινεμά, τη λατρεύω. Μ’ αρέσει ο τρόπος που μεταμορφώνεται για χάρη της κάμερας και μ’ αρέσει να την παρακολουθώ. Γεμίζει με το αίσθημα και το πάθος της την ταινία. Η κάμερα τη θέλει και την αγαπάει. Πριν από λίγες μέρες, και ενόσω οι οπαδοί της περιμένουν ένα καινούργιο άλμπουμ, κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ-έκπληξη με τίτλο “Harlequin”. Mοιάζει να είναι συμπλήρωμα της ταινίας, με διασκευές σε τζαζ στάνταρντ, ορισμένα από αυτά που ανήκουν στο “The Great American Songbook”. Η ίδια απολαμβάνει τόσο πολύ το project που μοιάζει σαν να έψαχνε αφορμή να τα ηχογραφήσει. Εχει όμως και μερικά καινούργια δικά της τραγούδια. Ενα από αυτά είναι το “Happy Mistake”, μια υπέροχη μπαλάντα, μια βουτιά στον συναισθηματικό κόσμο της διασκέδασης και της αληθινής ζωής. Αυτό που είναι και το νόημα της ταινίας του Φίλιπς.
Blender #48
Εκτός από αυτά τα δύο τραγούδια που είναι ό,τι καλύτερο άκουσα αυτήν την περίοδο, οι νέες κυκλοφορίες αυξάνονται βδομάδα με τη βδομάδα. Ακολουθούν στη λίστα του Blender μερικά από αυτά που ξεχώρισα αυτήν την περίοδο.