Στην παλιά την εποχή, οι αριθμοί στις ποδοσφαιρικές φανέλες ήταν στάνταρ από το «1» μέχρι το «11» και, επί της ουσίας, ο καθένας καθόριζε και τη θέση του ποδοσφαιριστή στο γήπεδο ανεξαρτήτως ποιος τον φορούσε.
Το «1» ήταν (και κατά 99% παραμένει μέχρι και σήμερα) του τερματοφύλακα, το «2» του δεξιού μπακ, το «9» του σέντερ φορ και το «10» του οργανωτή, του επιτελικού χαφ. Ελάχιστοι ποδοσφαιριστές κατάφεραν να ξεφύγουν από αυτόν τον κανόνα, όπως ο Γιόχαν Κρόιφ με το «14» ή ο Οσβάλντο Αρντίλες με το «1» που φόρεσε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, και αυτό επειδή η Αργεντινή μοίρασε τους αριθμούς στους παίκτες με αλφαβητική σειρά.
Ο Γιοχάνες Γιακόμπους Νέεσκενς φορούσε το «6», γιατί ήταν ο αμυντικός μέσος της ομάδας του, παρότι ξεκίνησε τη σπουδαία καριέρα του ως δεξί μπακ. Θα μπορούσε, όμως, να φοράει άνετα και το «9» ή και το «10», γιατί έκανε τα πάντα μέσα στο γήπεδο: Μάρκαρε, κατάπινε χιλιόμετρα, πάσαρε, σκόραρε και δεν περιοριζόταν στην άμυνα, όπως συνέβαινε μέχρι τη δεκαετία του ’70 με τη θέση του αμυντικού χαφ.
Μέχρι τότε, το «6άρι» μιας ομάδας ήταν συνυφασμένο με τη σκληρή και βρώμικη δουλειά, με τα τάκλιν για αναχαίτιση επιθέσεων του αντιπάλου και… τέλος. Ο Γιόχαν, όμως, πήγε τη θέση –κομβική για την εύρυθμη λειτουργία του συνόλου– πολλά βήματα παραπέρα. Ηταν μπροστά από την εποχή του για μία με δύο δεκαετίες.
Η ζωή του Νέεσκενς, το νήμα της οποίας κόπηκε απροσδόκητα και πρόωρα σε ηλικία 73 ετών ενώ βρισκόταν στην Αλγερία στο πλαίσιο ενός πρότζεκτ της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Ολλανδίας, σημαδεύτηκε από τον Γιόχαν Κρόιφ, την Μπαρτσελόνα και το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Με τον Κρόιφ δημιούργησε ένα καταπληκτικό δίδυμο στον Αγιαξ του «total football», στην Μπάρτσα και στην εθνική Ολλανδίας, η οποία έμεινε στην Ιστορία ως η «βασίλισσα χωρίς στέμμα», αφού έφτασε σε δύο διαδοχικούς τελικούς Μουντιάλ και τους έχασε αμφοτέρους στις λεπτομέρειες. Και, μάλιστα, κόντρα στις διοργανώτριες (το 1974 με τη Δυτική Γερμανία και το 1978 με την Αργεντινή).
Στον πρώτο, ο Νέεσκενς πέτυχε το πιο γρήγορο γκολ σε τελικό, στα 90 δευτερόλεπτα από τη σέντρα και αφού οι Οράνιε ακούμπησαν την μπάλα 18 φορές και αντάλλαξαν 14 πάσες, προτού ο Κρόιφ κερδίσει το πέναλτι που μετέτρεψε σε γκολ ο Νέεσκενς.
Ο Αντρές Ινιέστα Λουχάν μεγάλωσε με φάρο το ποδόσφαιρο που ευαγγελιζόταν ο Κρόιφ, μεγαλούργησε με την κυανέρυθρη φανέλα της Μπαρτσελόνα και το 2010, 36 χρόνια μετά τον Νέεσκενς, σημείωσε το πιο… καθυστερημένο γκολ σε τελικό Μουντιάλ, στο 27ο έβδομο λεπτό της παράτασης (117’), χαρίζοντας το τρόπαιο στην Ισπανία με αντίπαλο την… Ολλανδία.
Και το έκανε φορώντας τη φανέλα με το «6», όπως και ο Νέεσκενς, αφού στην εθνική ομάδα δεν φορούσε το «8» της Μπάρτσα. Ο Διόσκουρός του, Τσάβι, λόγω παλαιότητας, είχε επιλέξει το «8» στους Φούριας Ρόχας, αλλά και το «6» στην Μπαρτσελόνα.
Στην ομάδα της καταλανικής πρωτεύουσας, μαζί με τον Ινιέστα συνεργάστηκαν με τον Νέεσκενς από το 2006 έως το 2008, όταν ο σπουδαίος Ολλανδός ήταν για δύο χρόνια εκ των άμεσων συνεργατών του προπονητή Φρανκ Ράικαρντ, ο οποίος είχε αναλάβει από το 2003 τους «μπλαουγκράνα».
Ο Ινιέστα, ο οποίος καθιερώθηκε στην ομάδα της καρδιάς του επί εποχής Ράικαρντ (και Νέεσκενς), επέλεξε την ογδόη Οκτωβρίου (λόγω, βεβαίως, του αριθμού) για να ανακοινώσει και επίσημα το «αντίο» του στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο που με τόση τέχνη υπηρέτησε πάνω από είκοσι χρόνια.
Τα περισσότερα, βεβαίως, τα πέρασε στην Μπάρτσα, όπου ενσωματώθηκε (με πολύ βαριά καρδιά τότε) σε ηλικία δώδεκα ετών, για να αποχωρήσει στα 34 του, δοκιμάζοντας ακόμα την εμπειρία της ζωής και μπάλας σε Ιαπωνία (Βίσελ Κόμπε) και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (Emirates).
Σε όποιο γήπεδο της Ισπανίας και αν αγωνιζόταν, ειδικά μετά το ιστορικό γκολ του Μουντιάλ, γνώριζε την αποθέωση. Μια ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης για εκείνη την αξέχαστη στιγμή, αλλά και αναγνώρισης για μια καριέρα στην οποία ο Ινιέστα δεν αποβλήθηκε ποτέ σε πάνω από χίλια παιχνίδια, επιδεικνύοντας πάντα μια άψογη συμπεριφορά.
Εξαιρετικός άνθρωπος μέσα και έξω από το γήπεδο, όπως δηλαδή ήταν και ο Νέεσκενς, όπως λένε όσοι τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του. Εξαιρετικός, αλλά και ίσως υπερβολικά σοβαρός, αφού δεν του άρεσαν καθόλου οι πλάκες. Ούτε, όμως, και του Ινιέστα.
«Τι σήμαινε το ποδόσφαιρο για εσένα;» τον ρωτούν στο βίντεο όπου προαναγγέλλει το «αντίο» του και, συμπτωματικά, ανέβηκε στο Διαδίκτυο την ίδια ημέρα που έγινε γνωστή η θλιβερή είδηση του θανάτου του Νέεσκενς.
«Τα πάντα» απαντάει βουρκωμένος, αφήνοντας να μιλήσουν αντ’ αυτού οι προπονητές που σημάδεψαν την καριέρα του: Ο Λορένθο Σέρα Φερέρ, άλλοτε τεχνικός της ΑΕΚ, ο οποίος του έδωσε την ευκαιρία να προπονηθεί με την πρώτη ομάδα της Μπαρτσελόνα όταν ήταν ακόμα 16 ετών.
Ο Λουίς φαν Χάαλ, υπό τις οδηγίες του οποίου έκανε το ντεμπούτο του με την Μπάρτσα, ο Πεπ Γκουαρδιόλα και ο Λουίς Ενρίκε, με τους οποίους έπαιξε την καλύτερή του μπάλα στο «Καμπ Νόου», και ο Βιθέντε ντελ Μπόσκε, με τον οποίο αναδείχθηκε πρωταθλητής Ευρώπης και κόσμου με το εθνόσημο στο στήθος.
Ο Ινιέστα φεύγει από τα γήπεδα (ως παίκτης τουλάχιστον) όντας πλήρης (ποδοσφαιρικών) ημερών, έχοντας δημιουργήσει σε Μπαρτσελόνα και εθνική Ισπανίας ένα άτυπο δίδυμο με τον Τσάβι, όπως αυτό που είχαν δημιουργήσει οι δύο Γιόχαν (Κρόιφ και Νέεσκενς) σε Αγιαξ, Μπάρτσα και εθνική Ολλανδίας.
Και αν ο ένας Γιόχαν (Νέεσκενς) ήταν πάντα στην σκιά του άλλου Γιόχαν (Κρόιφ), έτσι και ο Αντρές με τον Τσάβι ήταν στη σκιά του Λιονέλ Μέσι. Οι τρεις τους, το 2010, καπάρωσαν όλες τις θέσεις του βάθρου της «Χρυσής Μπάλας». Πρώτος ο Λέο, δεύτερος ο «Αντρεσίτο» και τρίτος ο Τσάβι.
Στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον έκτοτε, άλλη μια φορά έχει συμβεί η πρώτη τριάδα του Οσκαρ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου να αποτελείται αποκλειστικά από παίκτες της ίδιας ομάδας. Πριν από τους τρεις άσους της Μπάρτσα, τα είχαν καταφέρει το 1988 οι τρεις Ολλανδοί της Μίλαν: Ο νικητής Μάρκο φαν Μπάστεν, ο δεύτερος Ρούουντ Γκούλιτ και ο τρίτος Φρανκ Ράικαρντ.
Ο φίλος, δηλαδή, και άλλοτε συνεργάτης του Νέεσκενς σε Μπαρτσελόνα και Γαλατάσαραϊ, σε δύο από τις πιο ξεχωριστές προπονητικές εμπειρίες του δεύτερου μεγαλύτερου Γιόχαν στην Ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, ο οποίος εδώ και λίγα 24ωρα ανταλλάσσει πασούλες με τον «ιπτάμενο Ολλανδό» κάπου εκεί ψηλά στον ουρανό…