Το βαρύ παρατσούκλι «Decano» (σημαίνει «κοσμήτορας» στα ισπανικά) ακολουθεί μόνο μια ποδοσφαιρική ομάδα στην Ισπανία. Και όχι άδικα, καθώς η Ρεκρεατίβο Ουέλβα είναι ο αρχαιότερος ποδοσφαιρικός σύλλογος στη χώρα, αφού ιδρύθηκε δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1889.
Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας τα τελευταία χρόνια, η «Ρέκρε», όπως αποκαλείται χαϊδευτικά, συμμετέχει φέτος στην τρίτη κατηγορία, έχοντας παίξει για τελευταία φορά στην πρώτη, στα «σαλόνια» δηλαδή, τη σεζόν 2008-09.
Την τετραετία 2001-2005, όταν είχε στις τάξεις της τον Λόρενθο Μορόν Βιθκαΐνο, κατά κόσμον Λόρεν, πανηγύρισε μια άνοδο στη La Liga, απ’ όπου όμως υποβιβάστηκε την αμέσως επόμενη σεζόν.
Ο Λόρεν, ένας φιλότιμος κεντρικός αμυντικός που έπαιξε σε επτά διαφορετικές ομάδες, στην πλειονότητά τους από την επαρχία της Ανδαλουσίας, είχε τις περισσότερες συμμετοχές στην καριέρα του με τη φανέλα της Ρεκρεατίβο, με την οποία μάλιστα έπαιξε ως βασικός στον (χαμένο) τελικό του Κυπέλλου με αντίπαλο τη Μαγιόρκα, το 2003 στην Ελτσε.
Εκείνη την εποχή ο γιος του, επίσης Λορένθο (χαϊδευτικά Λόρεν), άρχισε σε ηλικία δέκα ετών να ασχολείται σοβαρά με την μπάλα, δείχνοντας να έχει κληρονομήσει τα ποδοσφαιρικά γονίδια του μπαμπά, αλλά με μια σημαντική διαφορά: Σε αντίθεση με τον πατέρα του, εκείνος λάτρευε να πετυχαίνει τα γκολ και όχι να τα αποσοβεί.
Και, παρότι ο μπαμπάς Λόρεν φόρεσε για μία σεζόν τη φανέλα της Σεβίλλης, στη δεύτερη κατηγορία τότε, ο υιός Λόρεν έμελλε να γίνει επαγγελματίας στη μεγάλη αντίπαλο της πόλης, την Μπέτις, της οποίας άλλωστε ήταν φίλαθλος από πιτσιρικάς. Το ήθελε και η μοίρα, αφού, όταν ήταν μια ανάσα από το να μπει στο φυτώριο της Σεβίλλης, ο μπαμπάς υπέγραψε στη Ρεκρεατίβο και πήρε μαζί την οικογένειά του στην Ουέλβα.
Για να καταφέρει να φορέσει την ασπροπράσινη εμφάνιση, μάλιστα, χρειάστηκε ο πατέρας του να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Στα 19 του χρόνια έπαιζε ακόμα στην άσημη Μαρμπέγια, ομάδα της γενέτειράς του στην οποία ο μπαμπάς Λόρεν ήταν βοηθός προπονητή, στα ξεκινήματα μιας καριέρας στους πάγκους που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Η Μπέτις τον είχε προσέξει, την ενδιέφερε, αλλά δεν είχε καμία διάθεση να πληρώσει τη ρήτρα αποδέσμευσης στο συμβόλαιο του νεαρού, υψηλόσωμου (1,88) επιθετικού, παρότι ήταν μόλις τρεις χιλιάδες ευρώ.
Το έκανε ο πατέρας του, ο οποίος ήξερε πόσο είχε δουλέψει ο γιος του για μια τέτοια ευκαιρία. Και, πάνω από δέκα χρόνια αργότερα, ξέρει ότι αυτή ήταν μία από τις καλύτερες επενδύσεις που έκανε στη ζωή του.
Ο υιός Λόρεν έκανε ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα των Βερδιμπλάνκος στις 3 Φεβρουαρίου του 2018 και η πρεμιέρα του ήταν ονειρεμένη, αφού ξεκίνησε βασικός και σκόραρε δις σε νίκη επί της Βιγιαρεάλ στο «Μπενίτο Βιγιαμαρίν», όπου μόλις λίγες ημέρες πριν φώναζε υπέρ της ομάδας του όντας στις εξέδρες ως ένας ακόμα φίλαθλος.
Στα πρώτα δέκα παιχνίδια του είχε έξι γκολ και είχε συμβάλει σε οκτώ νίκες της ομάδας του Κίκε Σετιέν, ο οποίος πόνταρε επάνω του την ώρα που ο αντιπρόεδρος και αθλητικός διευθυντής, Λορένθο Σέρα Φερέρ (άλλοτε προπονητής της ΑΕΚ), δεν έδειχνε να τον πιστεύει τόσο.
Η συνέχεια, δυστυχώς για τον Λόρεν, δικαίωσε τον έμπειρο παράγοντα. Τα γκολ δεν έμπαιναν πλέον με την ίδια συχνότητα, και ο ποδοσφαιριστής που είχε απασχολήσει ομάδες όπως η Μπαρτσελόνα (είχε βρεθεί μια ανάσα από το να ντυθεί στα μπλαουγκράνα), η Νάπολι, η Νιούκαστλ ή η Γουέστ Χαμ, δεν κρινόταν πλέον απαραίτητος στην Μπέτις.
Οι δανεισμοί του σε Εσπανιόλ και Λας Πάλμας δεν πήγαν καλά γιατί, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Λόρεν, ο ίδιος δεν ήταν καλά. Σε σημείο, μάλιστα, που κατέφυγε σε ψυχολόγο για να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του, μέσα και έξω από το γήπεδο.
«Ηταν πολλά μαζεμένα. Και προσωπικά και επαγγελματικά δεν πήγε το πράγμα όπως θα ήθελα. Ημουν πολύ άσχημα από πλευράς ψυχολογίας και μυαλού, και αυτό φαινόταν και στο γήπεδο», θυμάται για τη ζόρικη διετία μακριά από την ομάδα της καρδιάς του και την πόλη όπου λάτρευε να ζει.
Στην πανέμορφη Σεβίλλη, όμως, το κλίμα δεν τον σήκωνε. Και, παρότι άρχισαν να έρχονται προτάσεις από το εξωτερικό, ο Λόρεν δεν πειθόταν να δοκιμάσει την τύχη του μακριά από τα ισπανικά σύνορα.
«Φοβόμουν να φύγω από την Ισπανία», παραδέχεται. Μίλησε, όμως, με τον προπονητή του στην Μπέτις, Μανουέλ Πελεγκρίνι, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι ο Αρης και η Ελλάδα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να βρει και πάλι ρόλο πρωταγωνιστή και να αρχίσει να κάνει αυτό που αγαπάει περισσότερο: Να σκοράρει.
Στην πρώτη του σεζόν με τους «κίτρινους» της Θεσσαλονίκης αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ με είκοσι γκολ σε 35 παιχνίδια και φέτος, παρότι το καλοκαίρι φλέρταρε με την επιστροφή του στην Ισπανία, μετράει ήδη έξι τέρματα σε επτά παιχνίδια.
Εβλεπε τον Αρη και την Ελλάδα ως εφαλτήριο για να δώσει εκ νέου ώθηση στην καριέρα του, αλλά νιώθει ότι στα πέριξ του Θερμαϊκού Κόλπου είναι και πάλι ο «καρχαρίας», όπως του αρέσει να τον φωνάζουν, αφού αυτό είναι το παρατσούκλι του.
Για τον λόγο αυτόν, μάλιστα, συμφώνησε για νέο συμβόλαιο έως το 2027, με συνολικές αποδοχές που ξεπερνούν τα 2,4 εκατ. ευρώ και με πολύ υψηλά μπόνους που μπορούν να τον κάνουν τον πρώτο ποδοσφαιριστή στην ιστορία του Αρη με ετήσιες απολαβές άνω του ενός εκατ. ευρώ.
«Η Θεσσαλονίκη είναι μια καταπληκτική πόλη που δεν γνώριζα και με εξέπληξε πολύ», λέει για το νέο του σπίτι ο 30χρονος επιθετικός, ο οποίος δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του έναν αγώνα του ελληνικού πρωταθλήματος, αλλά πλέον νιώθει δικαιωμένος για την επιλογή του να παίξει στη Super League.
«Ολα συμβαίνουν για κάποιο λόγο», αναφέρει ένα από τα τατουάζ που έχει «χτυπήσει» στο σώμα του. Και θεωρεί ότι τα δύο χρόνια που «έχασε» με τους δανεισμούς του τον έκαναν πιο δυνατό και έτοιμο να αποχωριστεί την ασφάλεια της οικογένειας για να δοκιμάσει την τύχη του σε έναν άγνωστο τόπο.
Εναν τόπο, όμως, που του άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά του και στον οποίο ονειρεύονται να σηκώσουν επιτέλους έναν τίτλο, αφού ο Αρης έχει 54 χρόνια να τα καταφέρει. Ο Λόρεν Μορόν, ο οποίος δεν έχει κάποιο τρόπαιο στο παλμαρέ του, υπόσχεται πως θα κάνει ό,τι περνάει από τα πόδια του για να τα καταφέρει. Και, το πιο σημαντικό, το κάνει με πράξεις, όχι με λόγια…