Μια υποθετική ερώτηση για τους άρρενες αναγνώστες: φανταστείτε ότι ένας από τους καλούς σας (άνδρες) φίλους, από αυτούς που ξέρετε καλά εδώ και δεκαετίες, που έχετε κάνει πράγματα μαζί, που γνωρίζεστε οικογενειακά, που θεωρείτε έναν από τους πιο κοντινούς σας ανθρώπους, μια ημέρα σάς στέλνει ένα email και σας ανακοινώνει ότι στο εξής θα ζει τη ζωή του ως γυναίκα. Πώς θα αντιδρούσατε;
Ενα τέτοιο email έλαβε το 2022 ο Αμερικανός ηθοποιός Γουίλ Φέρελ. Ο φίλος του ήταν ο βραβευμένος κωμικός και σεναριογράφος Αντριου Στιλ, με τον οποίο δούλευαν για πολλά χρόνια μαζί στην εκπομπή Saturday Night Live και σε διάφορες ταινίες αργότερα. Στο εξής ο 61χρονος Αντριου θα λεγόταν Χάρπερ και θα ξεκινούσε τη μακρόχρονη και από πολλές απόψεις επίπονη διαδικασία αλλαγής φύλου. Η Χάρπερ, πια, ζητούσε από τους φίλους της κατανόηση, αποδοχή και όση υποστήριξη μπορούσαν και ήθελαν να της προσφέρουν. Πολλές και πολλοί από τους φίλους της, βεβαίως, είχαν απορίες. Κι ο Γουίλ Φέρελ είχε απορίες. Εδώ επιτρέψτε μου να κάνω ένα διάλειμμα για να σας θυμίσω ποιος είναι ο Γουίλ Φέρελ, για την περίπτωση που το έχετε ξεχάσει.
Αυτός ο τύπος, λοιπόν, είχε πολλές απορίες. Οπως και εγώ και όπως πιθανότατα και εσείς, δεν ήξερε πολλά πράγματα για τα τρανς άτομα, για τη διαδικασία της φυλομετάβασης ή και για το πώς θα πρέπει στο εξής να μιλάει ή να φέρεται στη φίλη του. Τι επιτρέπεται να τη ρωτάει; Πώς πρέπει να αλλάξει τη συμπεριφορά του απέναντί της σε σχέση με πριν; Και κάτι άλλο που θα έπρεπε να απαντήσει στον εαυτό του: πόσο διαφορετικά θα την βλέπει ο ίδιος τώρα, που ένα σχετικά θεμελιώδες χαρακτηριστικό της είχε απότομα και αναπάντεχα αλλάξει; Οπότε οι δυο τους αποφάσισαν το εξής: να πάνε ένα ταξίδι. Για δεκαεπτά ημέρες θα διασχίσουν τις ΗΠΑ με ένα αυτοκίνητο. Θα μένουν σε μοτέλ, θα επισκέπτονται αξιοθέατα, θα κάνουν τα πράγματα που κάνουν οι τουρίστες που εξερευνούν αυτή την τεράστια και συναρπαστική χώρα, μαζί. Και, μάλιστα, θα το κάνουν με τον τρόπο που η Χάρπερ επέλεγε να εξερευνά αυτή τη χώρα στην προηγούμενη ζωή της. Γιατί ήταν ο τύπος του ανθρώπου που προτιμούσε τα καταγώγια, τις λαϊκές διασκεδάσεις και τα λαϊκά μέρη, από ακριβά ξενοδοχεία και καλά εστιατόρια. Κακόφημα μπαρ, φτηνή μπίρα, λαϊκή μουσική και φτωχοί, αυθεντικοί άνθρωποι – αυτή ήταν η Αμερική που γούσταρε η Χάρπερ όταν ακόμα ήταν Αντριου. Και τώρα είχε τον μεγάλο φόβο και την τρομερή ανησυχία ότι αυτή η Αμερική, που ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Αντριου, δεν θα γούσταρε καθόλου τη Χάρπερ. Οπότε αποφάσισαν να εξερευνήσουν αυτή την Αμερική μαζί, για να το διαπιστώσουν. Το αποτέλεσμα είναι ένα ντοκιμαντέρ που προβάλλεται εδώ και λίγες ημέρες στο Netflix.
Θα ήθελα εδώ να σας πω ότι πρόκειται για ένα συγκινητικό ταξίδι στο τέλος του οποίου θα έχετε μάθει όσα θέλατε να γνωρίζετε (αλλά δεν έχετε ποια ή ποιον να ρωτήσετε) για τη φυλομετάβαση, τη ζωή των τρανς ατόμων και τη δύναμη της φιλίας, αλλά αυτό δεν ισχύει και τόσο. Το ντοκιμαντέρ, εξαιρετικά καλοφτιαγμένο και με ωραίο ρυθμό, ωστόσο είναι περισσότερο μια καταγραφή του προσωπικού ταξιδιού ενός ατόμου που, μετά από μια δύσκολη ζωή, κερδίζει με μεγάλη προσπάθεια μια δύσκολη κι επίπονη ελευθερία, παρά ένα εγχειρίδιο της τρανς ζωής εν γένει για άσχετους. Είναι πολύ ενδιαφέρον να προσπαθεί κανείς να μπει στη θέση αυτού του ατόμου, έστω και για λίγο, να προσπαθήσει να φανταστεί τα ζόρια, τις προκλήσεις, τον φόβο, θεμελιώδεις δυσκολίες σε πράγματα που για τη συντριπτική πλειοψηφία μοιάζουν αυτονόητα. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εικόνα δεν είναι απόλυτα ρεαλιστική. Η Χάρπερ Στιλ είναι μεν σε μια δύσκολη και ευάλωτη κατάσταση μιας θεμελιώδους μετάβασης, αλλά είναι και λευκή, ευκατάστατη, με μια λαμπρή καριέρα, παιδιά που την αγαπάνε και, όπως αποδεικνύεται και στο ντοκιμαντέρ, με μια ατέλειωτη σειρά πλούσιων και διάσημων φίλων που τρέχουν να την αγκαλιάσουν και να την αποδεχτούν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας. Και, βεβαίως, έχει τον Γουίλ Φέρελ. Που πηγαίνει (σχεδόν) παντού μαζί της, αποφορτίζει κάθε δύσκολη ή περίεργη κατάσταση, βοηθώντας την καλοσύνη και την αποδοχή που υπάρχουν κρυμμένες σε κάθε κοινωνική κατάσταση και συνθήκη να έρθουν στην επιφάνεια – κάτι που, αν η Χάρπερ έκανε το ταξίδι μόνη της, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα συνέβαινε. Ακόμα και cis-άσχετοι όπως εγώ καταλαβαίνουν ότι αυτή η εξιστόρηση δεν είναι αντιπροσωπευτική της μέσης τρανς εμπειρίας στον κόσμο μας σήμερα.
Υπάρχουν όμως άλλα ενδιαφέροντα πράγματα που παρατηρεί κανείς σε αυτό το ντοκιμαντέρ. Ενα πράγμα που παρατήρησα είναι η πολύ μεγάλη δυσκολία να ταυτιστώ εγώ, ένας cis-ανδρας τηλεθεατής, με τον συμπρωταγωνιστή, παρ’ όλο που αυτή ήταν ξεκάθαρα η πρόθεση του ντοκιμαντέρ. Πέραν όλων των άλλων, ένα πράγμα που μου έλειπε ήταν μια αποτύπωση του διαστήματος της αρχικής αμηχανίας που θα περίμενε κανείς να υπάρχει ανάμεσα στους δύο φίλους, έστω και πρόσκαιρα. Πώς ξεπεράστηκε; Μου ήταν πολύ δύσκολο να μπω στη θέση του φίλου που βλέπει την αδελφική του φίλη ριζικά και αναπάντεχα αλλαγμένη –αλλά ολόιδια– και ακαριαία προχωρά μαζί της λες και δεν έγινε τίποτε. Γίνεται τόσο εύκολα και ανώδυνα αυτό το κλικ; Αυτή η μετάβαση από το «ο φίλος μου» στο «η φίλη μου»; Είμαι σχεδόν σίγουρος πως στην πραγματικότητα, αν είναι μια βαθιά και στέρεη φιλία, όντως, σχεδόν αυτόματα πρέπει να γίνεται. Αλλά δεν το κατάλαβα. Δεν κουβεντιάστηκε όσο θα έπρεπε. Και είναι κρίμα.
Κάτι άλλο που μου έκανε επίσης εντύπωση είναι η αντίδρασή μου στη θέα της Χάρπερ. Οχι στο ότι είναι μια τρανς γυναίκα 60+ ετών, αλλά για το ότι την περίοδο που γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ δεν είχε «φτιαγμένα» τα γκρίζα, μακριά μαλλιά της. Αυτή είναι μια παρατήρηση, βεβαίως, που λέει περισσότερα πράγματα για εμένα και τον τρόπο με τον οποίο το δικό μου male gaze πέφτει απάνω στην στερεοτυπική εικόνα της γυναίκας και τις δικές μου προσδοκίες από το πώς «πρέπει να είναι» τα γυναικεία μαλλιά, παρά για τη Χάρπερ Στιλ. «Γιατί δεν πάει σε ένα κομμωτήριο να τα στρώσει», σκέφτηκα αυθόρμητα. Επειδή δεν είναι όλος ο κόσμος υποχρεωμένος να ακολουθεί τα στερεότυπα του μεσήλικου σεξιστικού μυαλού μου, είναι η απάντηση.
Αυτά όμως είναι περιφερειακά, ατομικά συμπεράσματα μιας ιστορίας που έχει περισσότερο οικουμενικό χαρακτήρα και στόχευση. Εμένα αυτό το ντοκιμαντέρ δεν με ταρακούνησε όπως με είχε ταρακουνήσει το «Disclosure», ένα άλλο ντοκιμαντέρ, επίσης από το Netflix, στο οποίο άτομα κυρίως από τον χώρο του θεάματος μιλούσαν για το πώς τα media και οι διάφορες μορφές τέχνης αποτυπώνουν τα τρανς άτομα ιστορικά. Εκείνο ήταν συγκλονιστικό. Αυτό, όχι και τόσο.
Οπως και να ’χει, στο τέλος του ταξιδιού, με τον Γουίλ και τη Χάρπερ να κάθονται στην παραλία της Σάντα Μόνικα και να κοιτάζουν τον Ειρηνικό Ωκεανό, ο τηλεθεατής ή η τηλεθεάτρια νιώθουν ότι έχουν μείνει με μια ημιτελή, ελαφρώς ωραιοποιημένη εικόνα του πώς μοιάζει η ζωή ενός τρανς ατόμου που ψάχνει να βρει τη θέση του στον κόσμο. Που δεν είναι μηδέν. Δεν είναι τίποτε. Είναι, ίσως, μια αρχή.