Ο Πεπ Γκουαρδιόλα θεωρείται κατά πολλούς, και όχι άδικα, ως ο κορυφαίος προπονητής στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Δημιούργησε την καλύτερη Μπαρτσελόνα όλων των εποχών, εμπλούτισε το ποδοσφαιρικό DΝA της Μπάγερν Μονάχου και μετέτρεψε τη Μάντσεστερ Σίτι σε μια μηχανή κατάκτησης τίτλων, πάντα με γνώμονα την μπάλα και τον έλεγχο αυτής.
Σε μια πορεία 16 ετών, βεβαίως, ο Καταλανός τεχνικός έχει γευτεί και πολλές ήττες, αλλά και ζόρια, απέναντι σε συναδέλφους που του έβαλαν δυσκολίες με την τακτική τους προσέγγιση και τις ποδοσφαιρικές του ιδέες.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Ρουί Κάρλος Πίνιο ντα Βιτόρια, κατά κόσμον Ρουί Βιτόρια, ο οποίος πρόκειται να διαδεχθεί τον Ντιέγκο Αλόνσο στο τιμόνι του Παναθηναϊκού, όντας ο τέταρτος Πορτογάλος προπονητής στην ιστορία του «τριφυλλιού», μετά τους Φερνάντο Σάντος, Ζοσέ Πεσέιρο και Ζεσουάλντο Φερέιρα.
Γκουαρδιόλα και Ρουί Βιτόρια αντάμωσαν στα προημιτελικά του Champions League της σεζόν 2015-16, ο ένας στον πάγκο της Μπάγερν και ο άλλος σε αυτόν της Μπενφίκα. Ο Πεπ κλείστηκε δώδεκα ολόκληρες ημέρες στο γραφείο του για να μελετήσει τις τακτικές του Βιτόρια μέσα από δέκα παιχνίδια της Μπενφίκα, μην πηγαίνοντας ακόμα και σε προπόνηση της ομάδας του για να μην αποσπαστεί από τη μελέτη του.
Εφτιαξε ένα 45λεπτο βίντεο για να δείξει στους ποδοσφαιριστές του. Το αποτέλεσμα ήταν το επιθυμητό, αφού η Μπάγερν πήρε την πρόκριση στα ημιτελικά, έστω και εάν… έφτυσε αίμα, αφού αυτό έγινε στις λεπτομέρειες και με μόλις ένα γκολ διαφορά.
«Η Μπενφίκα έχει την καλύτερη αμυντική οργάνωση στην Ευρώπη», είχε πει ο Γκουαρδιόλα για τις τακτικές αρετές του Ρουί Βιτόρια, ο οποίος δουλεύει σκληρά για να τιμήσει το επίθετό του (σημαίνει «νίκη» στα πορτογαλικά), έστω και αν του αρέσει πρωτίστως το επιθετικό ποδόσφαιρο.
Από μικρός, άλλωστε, η μπάλα κυριαρχούσε στα όνειρά του, έστω και εάν ως ποδοσφαιριστής δεν ξεχώρισε ποτέ ιδιαίτερα. Επαιξε ως επαγγελματίας, κινούνταν στη μεσαία γραμμή, αλλά ποτέ σε ομάδα πάνω από την τρίτη κατηγορία. Και στα 32 του αποφάσισε να βάλει πρόωρο τέλος σε αυτό το κεφάλαιο της ζωής του, για να αφοσιωθεί σε αυτό που πραγματικά τον συνάρπαζε: την προπονητική.
Την εποχή, μάλιστα, που πήρε αυτή την απόφαση, βίωσε μια ανείπωτη τραγωδία που τον σημάδεψε για πάντα, αλλά ταυτόχρονα τον ατσάλωσε. Τον Σεπτέμβριο του 2002, οι γονείς του, Αβελίνο και Εσμεράλντα, σκοτώθηκαν σε αυτοκινητικό δυστύχημα, στον δρόμο της επιστροφής για την Αλβέρκα, πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο 54χρονος πλέον προπονητής.
«Είναι παράδοξο, αλλά είναι η αλήθεια: Ο θάνατος των γονιών μου ήταν η ενδυνάμωσή μου», εξηγεί. «Είμαι προετοιμασμένος για ό,τι έρθει. Δεν είμαι ήρωας. Εχω πλήρη επίγνωση του τι είναι ζωή. Απλώς νιώθω ότι η τραγική μου απώλεια μου έδωσε μεγάλη ψυχική δύναμη», προσθέτει για την απώλεια που τον έκανε να δίνει σε κάθε πράγμα στη ζωή τη σημασία που πραγματικά έχει.
Οταν γεύεται μια βαριά ήττα, όταν δέχεται σκληρή κριτική για το έργο του ή έρχεται σε ρήξη με κάποιον ποδοσφαιριστή του, το αντιμετωπίζει με την απαραίτητη ψυχραιμία που του δίνει η γνώση του ότι στη ζωή υπάρχουν πολύ, πολύ χειρότερα πράγματα απ’ όλα αυτά.
Με όπλο αυτό το ψυχικό ατσάλωμα, ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα από τα χαμηλά, έκανε το «μπαμ» με την κατάκτηση του Κυπέλλου με την άσημη Βιτόρια Γκιμαράες, για να φτάσει, 13 χρόνια από τη στιγμή που κάθισε για πρώτη φορά στους πάγκους, στη μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του: την Μπενφίκα.
Ο σύλλογος-θρύλος της Λισσαβόνας με 86 τίτλους και πάνω από 200 χιλιάδες φίλαθλα μέλη σε όλο τον κόσμο, του έδωσε τα κλειδιά της πρώτης ομάδας, και καμία από τις δύο πλευρές δεν το μετάνιωσε.
Οπως τα πάντα στη ζωή, όμως, η αρχή ήταν δύσκολη. «Το πλοίο ήταν βαρύ και κανείς δεν πίστευε σε εμένα», θυμάται για τους πρώτους, ζόρικους έξι μήνες, όπου διαδέχθηκε έναν πολύ αγαπητό προπονητή όπως ο Ζόρζε Ζεσούς, ο οποίος είχε αποχωρήσει με προορισμό την άσπονδη συμπολίτισσα Σπόρτινγκ.
Σε τέσσερα χρόνια κατέκτησε δύο (σερί) πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο, ένα Λιγκ Καπ και δύο Σούπερ Καπ, έκανε ρεκόρ συγκομιδής βαθμών σε μια σεζόν (88), έσπασε διάφορα ρεκόρ διαδοχικών νικών και όλα αυτά με επιθετικό, κυριαρχικό ποδόσφαιρο.
Στη διάρκεια της θητείας του, η οποία έληξε όταν τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά, ο Ρουί Βιτόρια συνεργάστηκε άψογα με τρεις Ελληνες ποδοσφαιριστές: Τον Κώστα Μήτρογλου, τον Ανδρέα Σάμαρη και τον Οδυσσέα Βλαχοδήμο.
Ο τερματοφύλακας προερχόταν από τον Παναθηναϊκό, μέσω του οποίου ο Πορτογάλος φιλοδοξεί τώρα να δώσει νέα ώθηση στην καριέρα του, η οποία μετά την Μπενφίκα δεν είχε την ανάλογη πετυχημένη συνέχεια, σε τρεις διαφορετικές γωνιές του πλανήτη: Στη Σαουδική Αραβία (Αλ Νασρ), στη Ρωσία (Σπαρτάκ Μόσχας) και στην Αίγυπτο (εθνική ομάδα).
«Βγήκα από την Πορτογαλία στα 47 μου και ανακάλυψα έναν τελείως νέο κόσμο. Με διαφορετικές πραγματικότητες και αντιλήψεις για τη ζωή. Πρέπει να έχεις τη δυνατότητα της προσαρμογής, να αντιλαμβάνεσαι άμεσα τι συμβαίνει και να προσέχεις πάντα τα πάντα», έχει πει για τις ξεχωριστές του εμπειρίες μακριά από τη σιγουριά της πατρίδας.
Οταν αποχώρησε από τους Φαραώ, τον Φεβρουάριο, o σούπερ σταρ της Λίβερπουλ και αρχηγός της εθνικής ομάδας, Μοχάμεντ Σαλάχ, έκανε μια μικρή, αλλά γεμάτη αγάπη και ευγνωμοσύνη, ανάρτηση στο προφίλ του στα social media: «Σε ευχαριστώ για όλα, κόουτς. Σου εύχομαι τα καλύτερα για το μέλλον».
Το μέλλον επιφυλάσσει Αθήνα και «τριφύλλι», με στόχο την παρουσίαση μιας ομάδας που θα επιβάλει το στυλ παιχνιδιού της, θα κυκλοφορεί με ταχύτητα την μπάλα, αλλά και θα προσέχει ιδιαιτέρως την άμυνά της, όπως έκανε εκείνη η Μπενφίκα που είχε εντυπωσιάσει τον Πεπ Γκουαρδιόλα.
«Είμαι σοκαρισμένος όταν οι ομάδες συμπεριφέρονται άσχημα στην μπάλα», είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές του ατάκες, η οποία καθορίζει τη φιλοσοφία του και το πώς αντιλαμβάνεται το ποδόσφαιρο. Το άθλημα που τον συνοδεύει από μικρό παιδί και του έδωσε δύναμη για να συνεχίσει τη ζωή όταν έχασε τα μεγαλύτερα στηρίγματα και πρότυπά του.