Εγινε είδηση σε εθνικό επίπεδο προτού καν μάθει να μιλάει, να περπατάει. Οταν γεννήθηκε, το 1998, ο νόμος στην Ισπανία όριζε ότι το παιδί έπρεπε απαραιτήτως να πάρει ως πρώτο το επίθετο του πατέρα και δεύτερο αυτό της μητέρας.
Οι γονείς της, Βινσέντ και Ρόσα, δεν το θεώρησαν σωστό και αποφάσισαν από κοινού να τη δηλώσουν στο ληξιαρχείο με τα επίθετα της μαμάς, Μπονματί Γκιδονέτ. Ο νόμος άλλαξε 16 μήνες αργότερα και τότε μπόρεσαν να προσθέσουν και το επίθετο του μπαμπά, Κόνκα.
Η Αϊτάνα Μπονματί Κόνκα είχε στο DΝA της το μαχητικό πνεύμα, το οποίο ενίσχυσε μέσα από το συνεχές διάβασμα και τη διεύρυνση οριζόντων που της έδωσε η γνώση. Κόρη δύο καθηγητών γλώσσας, δεν ήξερε αν το πατρικό της ήταν σπίτι ή βιβλιοθήκη από τα τόσα βιβλία που το κατακλύζουν.
Εμαθε να τα αγαπάει και να τα μελετάει με τις ώρες, προτού την κερδίσει η μπάλα. Πρώτα εμφανίστηκε αυτή του μπάσκετ, αλλά γρήγορα πήρε τη θέση της αυτή του ποδοσφαίρου. Οταν ήταν μικρή, βεβαίως, ο όρος «γυναίκα ποδοσφαιριστής» παρέπεμπε περισσότερο σε ανέκδοτο, σε κάτι απίθανο. Γι’ αυτό, άλλωστε, και τα ινδάλματά της ήταν άνδρες ποδοσφαιριστές, όπως ο Τσάβι και ο Αντρές Ινιέστα.
Στα 26 της, η χαρισματική μέσος από τη Σαν Πέρε ντε Ρίμπας, μια κωμόπολη της Καταλωνίας που βρίσκεται σαράντα λεπτά με το αυτοκίνητο από τη Βαρκελώνη και καμαρώνει για εκείνη, έχει στη συλλογή της ήδη δύο Χρυσές Μπάλες, διάκριση που δεν έλαβαν ποτέ τα δύο είδωλά της.
Για να φτάσει, βεβαίως, μέχρι το γκαλά του θεάτρου «Σατελέ» του Παρισιού, όπου τη Δευτέρα (28/10) αποθεώθηκε για την επιτυχία της, η Αϊτάνα χρειάστηκε να ξεπεράσει πολλές δυσκολίες.
Μεγαλύτερη όλων ο σεξισμός που αντιμετώπισε όταν, ούσα πιτσιρίκα, έπρεπε να παίζει μπάλα μόνο με αγόρια, αφού δεν υπήρχαν γυναικείες ομάδες στην ηλικία της. Τώρα, στη γενέτειρά της, υπάρχουν επτά με οκτώ ομάδες γυναικών.
«Επαιζε καλύτερα από πολλούς συμπαίκτες της και αυτό προκαλούσε τα σχόλια πολλών πατεράδων, τόσο αντίπαλων παικτών, όσο και συμπαικτών της», θυμάται ο Τίνο Ερέρο, ο πρόεδρος της πρώτης ομάδας στην οποία έπαιξε η θεωρούμενη αυτή τη στιγμή καλύτερη ποδοσφαιριστής στον κόσμο.
«Πώς μπορεί να σου κάνει μια ποδιά ένα κορίτσι; Πώς μπορεί να σε ντριμπλάρει ένα κορίτσι; Πώς δεν μπορείς να σταματήσεις ένα κορίτσι;», ήταν μερικά από τα σχόλια γονιών που δεν άκουγαν μόνο τα παιδιά τους, αλλά και η ίδια η Αϊτάνα. Την ενοχλούσαν, την πλήγωναν και, όταν ήταν μόνη της σπίτι, έκλαιγε, αφού δεν κατανοούσε γιατί υπήρχε τόση κακία απέναντί της.
Εκείνα τα δάκρυα, όμως, την ατσάλωσαν, την έκαναν δυνατή για να αντιμετωπίζει τον σεξισμό. Σκέφτηκε πολλές φορές να παρατήσει το ποδόσφαιρο, το οποίο τότε δεν ήταν καν επαγγελματικό, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Στα 13 της, σκάουτ της Μπαρτσελόνα την εντόπισαν και την πήραν στα τμήματα υποδομής του συλλόγου.
Η Αϊτάνα έπαιζε πλέον με κορίτσια και έβαζε τις σωστές ποδοσφαιρικές βάσεις στην ομάδα που αγαπούσε από μικρό παιδί, αν και ούτε εκεί το ξεκίνημα ήταν εύκολο. Επειδή δεν υπήρχαν κενά γήπεδα, τα κορίτσια προπονούνταν πολύ αργά. Εφευγε από το σπίτι στις έξι το απόγευμα και επέστρεφε στη μία το πρωί.
Στα 17 της ήταν αποφασισμένη να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο του Ορεγκον και, ταυτόχρονα, να παίξει μπάλα, αφού στην άλλη άκρη του Ατλαντικού οι γυναίκες ήταν επαγγελματίες. Τότε, όμως, η πρώτη ομάδα της Μπάρτσα έγινε επαγγελματική και λίγους μήνες αργότερα ήταν πλέον μέλος της.
Πολλή ταλαιπωρία, πολλές αναποδιές, πολλή αμφισβήτηση… Ολα πλέον είχαν μείνει πίσω. Κατάφερε τελικά να βαδίσει στα χνάρια του Τσάβι, του Ινιέστα, αλλά και του Πεπ Γκουαρδιόλα, ο οποίος τη συναρπάζει ως προπονητής.
«Θα γίνω πρόεδρος (σ.σ. εννοεί της Μπαρτσελόνα) και θα σε προσλάβω ως αθλητική διευθύντρια», της είχε πει ο Πεπ σε μια πολύ ξεχωριστή κουβέντα που είχαν οι δυο τους στο πλαίσιο ενός ντοκιμαντέρ για τη ζωή της Αϊτάνα, όπου μιλούν για μπάλα, Μπάρτσα, πνευματική υγεία, ακόμα και την υπεράσπιση της καταλανικής γλώσσας.
«Είμαι ερωτευμένος με τον τρόπο που παίζει. Θα έλεγα ότι είναι ο Ινιέστα του ποδοσφαίρου γυναικών», λέει ο κατά πολλούς κορυφαίος προπονητής του κόσμου για την Μπονματί, η κοφτή ντρίμπλα της οποίας θυμίζει όντως τον «Αντρεσίτο», ο οποίος πριν από λίγες εβδομάδες ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τα γήπεδα, σε ηλικία σαράντα ετών.
Η Αϊτάνα δεν κάνει ακόμα τέτοιες σκέψεις, αφού βρίσκεται στην πιο παραγωγική ποδοσφαιρικά ηλικία και δεν κουράζεται να σηκώνει τίτλους, τόσο με την Μπαρτσελόνα (έχει 19, μεταξύ των οποίων τρία Champions League) όσο και με την εθνική Ισπανίας.
Με τη φανέλα με το εθνόσημο αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης Κ17 και 19 και, με την πρώτη ομάδα, κατάφερε το 2023 ό,τι η ανδρική το 2010, με «χρυσό» σκόρερ τον Ινιέστα: Να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Στην απονομή των παγκοσμίων πρωταθλητριών, ο τότε πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, Λουίς Ρουμπιάλες, υπερέβη τα εσκαμμένα, φιλώντας στο στόμα την Τζένι Ερμόσο, χωρίς τη συναίνεσή της.
Από εκείνη τη στιγμή, τόσο η Τζένι όσο και οι συμπαίκτριές της έκαναν αγώνα κατά του σεξισμού που ακόμα υπάρχει στο ισπανικό ποδόσφαιρο, ο Ρουμπιάλες αποπέμφθηκε από τη θέση του και η Αϊτάνα της αφιέρωσε την πρώτη «Χρυσή Μπάλα» που πήρε, για να τιμήσει τη μάχη που έδωσε και τη χλεύη που αντιμετώπισε μέχρι να βγει νικήτρια.
Την περασμένη Δευτέρα, λίγο προτού η Αϊτάνα πάρει τη δεύτερη «Χρυσή Μπάλα» της, η Τζένι Ερμόσο τιμήθηκε με το βραβείο «Σόκρατες», το οποίο απονέμεται στον/στην ποδοσφαιριστή που ξεχωρίζει για την αφοσίωσή του στην κοινωνία και την προώθηση ενός πιο ίσου και δίκαιου κόσμου.
Σε αυτόν νιώθει πλέον πως ζει η Αϊτάνα, η οποία άφησε πίσω της όλα όσα άσχημα έζησε ως πιτσιρίκα και είναι εκείνη πια το ίνδαλμα για τα κορίτσια, αλλά πιστεύει και για πολλά αγόρια. «Οταν έπαιζα στο φυτώριο της Μπαρτσελόνα, δεν έβλεπα μέλλον, γιατί η πρώτη ομάδα δεν ήταν επαγγελματική. Πλέον, τα κορίτσια που ξεκινούν να ασχολούνται ξέρουν ότι το πράγμα έχει σοβαρέψει», εξηγεί για την ανάπτυξη και την εξέλιξη του ποδοσφαίρου και για τις γυναίκες.
Πτυχιούχος στη Φυσική Αγωγή και με master αθλητικής διοίκησης στο Johan Cruyff Institute, ξέρει ότι θα ασχοληθεί με τον αθλητισμό και όταν κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά της παπούτσια. Οταν το κάνει, όμως, η Αϊτάνα Μπονματί Κόνκα θα ξέρει ότι έβαλε το δικό της, μεγάλο λιθαράκι, ώστε οι γυναίκες να έχουν κερδίσει ένα πολύ μεγαλύτερο και λαμπερό κομμάτι στον ανδροκρατούμενο κόσμο του ποδοσφαίρου.