Η οικονομία. Η ακρίβεια. Αυτό φταίει που ξαναβγήκε ο Τραμπ Πρόεδρος στις ΗΠΑ. Αυτές τις ώρες θα διαβάζετε κι άλλες αναλύσεις (ότι φταίει ο Μπάιντεν, ότι η Χάρις δεν μίλησε “στο μέσο Αμερικανό”, ότι οι λατίνοι άνδρες ριζοσπαστικοποιήθηκαν και άλλες βάσιμες ή αβάσιμες θεωρίες) αλλά το πιο συχνό επιχείρημα θα είναι, αναμφίβολα: η ακρίβεια. Η “ακρίβεια” φέτος είναι ό,τι ήταν η “παγκοσμιοποίηση” το 2016. Ένας διαφορετικός τρόπος να πει κανείς ότι, βασικά, ο κόσμος ψήφισε ό,τι ψήφισε κρίνοντας με την τσέπη του. Η παλιά ατάκα του εκλογικού συμβούλου του Κλίντον από το 1992 επιβιώνει μέχρι σήμερα. Τι κρίνει τις εκλογές; “It’s the economy, stupid!”
Αυτό όμως συνέβη και φέτος; Η οικονομία; Για να το σκεφτούμε λίγο.
Από όπου κι αν το πιάσει κανείς, η αμερικανική οικονομία από το τέλος της πανδημίας και μετά, πετάει. Ένα πρόσφατο αφιέρωμα του Economist την αποκαλούσε “the envy of the world”. Η αμερικανική οικονομία έχει φουσκώσει κατά 10% από το 2020 και αναπτύσσεται με τριπλάσιους ρυθμούς από τις ευρωπαϊκές και γρηγορότερα από ό,τι οι άλλες μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου. Η παραγωγικότητα στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί κατά 70% από το 1990 (στην ευρωζώνη: 39%). Το χρηματιστήριο πετάει σε ιστορικά υψηλά. Και, ναι, η χώρα εξακολουθεί να μαστίζεται από μεγάλες ανισότητες και, ναι, οι μεγαλύτεροι οφελούμενοι αυτής της ανάπτυξης είναι οι πολύ πλούσιοι του 1% και πάνω. Αλλά ταυτόχρονα η ανεργία έχει κατακρημνιστεί στο 4% -στα χαμηλότερα επίπεδα εδώ και δεκαετίες. Όποιος θέλει δουλειά σε εκείνη τη χώρα πλέον, πρακτικά, βρίσκει. Οι μεγάλες οικονομικές ανισότητες είναι διαχρονικές, και δεν έχουν χειροτερέψει μετά-Covid. Δεν τις προκάλεσε ο Μπάιντεν. Ο Μπάιντεν, αντίθετα, προκάλεσε όλα τα υπόλοιπα. To 2020 και το 2021 πολλοί ειδικοί συμφωνούσαν ότι η οικονομία πάει κατευθείαν για ύφεση. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το έλεγαν όλοι. Ο Μπάιντεν την απέφυγε. Με τα μεγάλα προγράμματα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων επί Covid αλλά κυρίως με τα γιγάντια προγράμματα κινήτρων για επενδύσεις, για τη βιομηχανία και για την ανάπτυξη υποδομών, κινητοποίησε την οικονομία, έγιναν οι επενδύσεις, φτιάχτηκαν εκατομμύρια δουλειές και έβαλε μπρος την πιο δυναμική επαναφορά από το χάος της Covid στον κόσμο.
Ναι, αλλά θα πει κάποιος, αυτά δεν είναι πράγματα που τα αντιλαμβάνεται άμεσα ο ψηφοφόρος στην τσέπη του. Τι τον νοιάζει το χρηματιστήριο και η παραγωγικότητα το μισθωτό, το μεροκαματιάρη; Αφενός, τον νοιάζει, επειδή τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα στα οποία συμμετέχουν 70 εκατομμύρια εργαζόμενοι ουσιαστικά είναι funds που επενδύουν και στο χρηματιστήριο -οπότε η σύνταξη δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών εξαρτάται από το πώς πάει το χρηματιστήριο. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη. Σωστά, θα κοιτάξουν πρώτα την τσέπη τους. Κι όταν οι περισσότεροι άνθρωποι για οποιουσδήποτε λόγους νιώθουν ότι τα πράγματα στην οικονομία δεν πάνε καλά (ακόμα και αν, σε ευρύτερο επίπεδο, πάνε μια χαρά), θέλουν μια αλλαγή. Έτσι λέει η θεωρία, έτσι λέει ο κανόνας. Μόνο που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η “αλλαγή” ήταν η Κάμαλα Χάρις. Ο Τραμπ είχε ξαναβγεί Πρόεδρος. Δεν είναι καινούργια επιλογή. Και την προηγούμενη φορά, άφησε την οικονομία σμπαράλια, μαγαρισμένος ο ίδιος κι από την τραγική διαχείριση της πανδημίας.
Μήπως όμως το πρόβλημα δεν είναι γενικά η οικονομία αλλά ειδικά η ακρίβεια; Μήπως αυτό ήταν το κριτήριο; Ο πληθωρισμός; Μπορεί. Ας κάνουμε στην άκρη το ότι στις ΗΠΑ επί Μπάιντεν ο πληθωρισμός έπεσε ταχύτερα και περισσότερο από ό,τι στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, ας παραγνωρίσουμε ότι αυτή τη στιγμή είναι κοντά στο 2%, από 9% πρόπερσι. Ας το αφήσουμε αυτό. Αν το βασικό πρόβλημα των ψηφοφόρων είναι ακρίβεια, ας δούμε: τι πρότειναν οι υποψήφιοι για την ακρίβεια; Η Χάρις πρότεινε μεταξύ άλλων κίνητρα για την κατασκευή σπιτιών για να πέσει το κόστος της κατοικίας, αυστηρότερους κανόνες και ελέγχους για υπερτιμολογήσεις και καρτέλ στα τρόφιμα και φοροαπαλλαγές για οικογένειες με μικρά παιδιά. Καλά; Κακά; Ποιος ξέρει. Είναι, όμως, κάτι. Ο Τραμπ τι πρότεινε; Δεν είχε “κανονικό” οικονομικό πρόγραμμα, βεβαίως, καταλάβαμε τι υπόσχεται να κάνει από τις σκόρπιες υποσχέσεις στο ντιμπέιτ, σε συνεντεύξεις και σε προεκλογικές ομιλίες, ανάμεσα στις πολυάριθμες αναφορές σε καρχαρίες, φονικές ανεμογεννήτριες και το Χάνιμπαλ Λέκτερ. Τι είπε; Δασμούς στις εισαγωγές (το ποσοστό αλλάζει ανάλογα με την ομιλία). Δηλαδή ένας φόρος στα εισαγόμενα προϊόντα, για να ενθαρρύνει την τοπική παραγωγή. Αφήστε τα υπόλοιπα που υποσχόταν, την απέλαση 10 εκατομμυρίων μεταναστών (ένα μέτρο που από μόνο του, αν ήταν εφικτό να υλοποιηθεί, θα γονάτιζε μονομιάς την οικονομία), την αύξηση στις δαπάνες για εξοπλισμούς, την μείωση των φόρων των πλούσιων και των μεγάλων επιχειρήσεων, μέτρα που θα αυξήσουν το χρέος των ΗΠΑ κατά 7,5 τρισ. (υποτίθεται ότι αυτός είναι Ρεπουμπλικανός τώρα), αφήστε τα αυτά στην άκρη. Τι σημαίνει δασμοί στις εισαγωγές; Σημαίνει αυτόματα, ακαριαία, ακριβότερα προϊόντα στα μαγαζιά και στα σούπερ μάρκετ. Σημαίνει πληθωρισμός. Σημαίνει ακρίβεια. Ο Τραμπ υπόσχεται περισσότερη ακρίβεια.
Τώρα, θα μπορούσαμε να καθόμαστε να συζητάμε με τις ώρες για το αν το ελεύθερο εμπόριο ανάμεσα στις χώρες είναι καλό ή καλό πράγμα, και πότε είναι σκόπιμοι οι δασμοί σε κάποια προϊόντα, αλλά εν προκειμένω το συμπέρασμα που θέλουμε να καταλήξουμε είναι άλλο:
Δεν είναι η οικονομία. Αν ήταν η οικονομία, θα ψήφιζαν το κόμμα που πήρε την οικονομία από τα τάρταρα του Covid και την εκτόξευσε. Δεν είναι η ακρίβεια. Αν ήταν η ακρίβεια θα ψήφιζαν αυτή που υπόχεται να καταπολεμήσει την ακρίβεια, όχι αυτόν που υπόσχεται περισσότερη ακρίβεια. Δεν είναι η εγκληματικότητα. Αν ήταν η εγκληματικότητα θα ψήφιζαν την εισαγγελέα που σε ολόκληρη την καριέρα της έβαζε εγκληματίες στη φυλακή, όχι τον καταδικασμένο εγκληματία. Δεν είναι η “κρίση στα σύνορα”. Αν ήταν η κρίση στα σύνορα, θα ψήφιζαν το κόμμα που κατέθεσε νομοθετικές πρωτοβουλίες για την επίλυση της κρίσης στα σύνορα την τελευταία τετραετία (τους Δημοκρατικούς), και όχι το κόμμα που τις εμπόδιζε λυσσαλέα στο Κογκρέσο, ώστε να μη λυθεί το πρόβλημα, για να συνεχίζουν να κάνουν αντιπολίτευση για την “κρίση στα σύνορα”. Όχι. Οι άνθρωποι λένε ότι παίρνουν τις αποφάσεις τους χρησιμοποιώντας αυτά τα λογικά και σοβαρά κριτήρια. Η πραγματικότητα, τα αποτελέσματα, τα στοιχεία και η πολύχρονη, πια, εμπειρία, δείχνουν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις λένε ψέματα. Σχεδόν σίγουρα ακόμα και στους εαυτούς τους. Δεν είναι αυτά τα αληθινά κριτήρια που χρησιμοποιούν. Τα τελευταία χρόνια -και όχι μόνο στις ΗΠΑ- φαίνεται ότι οι πολίτες ψηφίζουν ολοένα και περισσότερο ανάλογα με τα vibes. Για το πώς ο ένας ή ο άλλος υποψήφιος τους κάνουν να νιώθουν. Για τα κουμπιά που τους πατάει όταν τον ακούνε να μιλάει. Κουμπιά που, συχνά, δεν είναι πράγματα που παραδέχεται κανείς σ’ αυτούς που κάνουν γκάλοπ. Πιστεύει κανείς ακόμα ότι στα αλήθεια οι Βρετανοί ψήφισαν για το Brexit για “την οικονομία” ή την ενδυνάμωση του NHS; Όχι. Επειδή γούσταραν ψήφισαν. Επειδή το κίνημα των ριζοσπαστικών αντιδραστικών brexiteers, αυτών των λαϊκιστών γνώριμης κοπής, τους έκανε να νιώθουν καλύτερα. Εξέφραζε τη διάθεση μια θολής αντίδρασης -σε κάτι, σε οτιδήποτε- όχι μια ορθολογική απόφαση με οικονομικά ή κοινωνικά κίνητρα. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τις εκλογές στη Γαλλία. Για το δημοψήφισμα του 2015. Για τις εσωκομματικές εκλογές στο ΣΥΡΙΖΑ πέρυσι. Και, βέβαια, για τις εκλογές στις ΗΠΑ, τόσο το 2016, όσο και εχτές.
Δεν είναι η οικονομία. Όχι πια.