Χόρχε Λουίς Μπόρχες, πάντα σύγχρονος

5' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«O Μπόρχες είναι κλασικός. M’ άλλα λόγια είναι πάντα σύγχρονος, ακριβώς γιατί δεν ήταν ποτέ». M’ αυτή τη φράση απαντάει ο συγγραφέας και μεταφραστής Αχιλλέας Κυριακίδης, στην ερώτηση κατά πόσο είναι σύγχρονος σήμερα ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Και είναι ίσως ο καταλληλότερος να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα, αφού έχει επωμιστεί τη μεταφραστική ευθύνη της οριστικής έκδοσης των έργων του Μπόρχες. O πρώτος τόμος, «Απαντα τα πεζά», κυκλοφορεί από τα «Ελληνικά Γράμματα». Θ’ ακολουθήσουν δύο ακόμα τόμοι: «Απαντα τα δοκίμια» και «Απαντα τα ποιητικά».

Ποια είναι η μεταφραστική διαδρομή του Μπόρχες στην Ελλάδα; «Οπως συμβαίνει σε κάθε ξένο συγγραφέα που ολόκληρο ή ένα μεγάλο μέρος του έργο του επισκέπτεται τη γλώσσα μας, έτσι και ο Μπόρχες πέρασε μέσα από περιπέτειες παρερμηνειών, παρεξηγήσεων και παρανοήσεων ώσπου, τη δεκαετία του ’80, να συναντηθεί με τους ανθρώπους που τον δεξιώθηκαν μετ’ ελέου και φόβου. Ανάμεσά τους, ο Τάσος Δενέγρης, ο Νάσος Βαγενάς, ο Δημήτρης Καλοκύρης».

Μέχρι σήμερα τα έργα του Αργεντινού συγγραφέα ήταν διασκορπισμένα σε επιμέρους εκδόσεις «αρκετές από τις οποίες, έχοντας γίνει με βάση αγγλικές -κυρίως- ή γαλλικές αποδόσεις, παρουσίαζαν όλα τα συμπτώματα του «σπασμένου τηλεφώνου»», λέει ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Και διευκρινίζει: «Επιλογή του εκδότη ήταν κάθε τόμος να φέρει μία υπογραφή μεταφραστή, κάτι που, αν μη τι άλλο, εξασφαλίζει την ενότητα του ύφους και… αποτρέπει τη διασπορά τυχόν ευθυνών. Υπ’ αυτήν την έννοια, η εκ μέρους μου νέα μετάφραση ολόκληρων συλλογών που είχαν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, με την εγκυρότητα της υπογραφής ενός Καλοκύρη ή ενός Τσακνιά, καμία δεν ενέχει αμφισβήτηση ή ακύρωση της δικής τους προσέγγισης».

Ο «μαγικός ρεαλισμός»

Γνώστης -και μεταφραστής- πολλών Λατινοαμερικανών συγγραφέων, ο Αχιλλέας Κυριακίδης είναι ίσως ανάμεσα σ’ εκείνους που μπορούν να αποτιμήσουν τη σύγχρονη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής, την οποία σημαδεύει ο χαρακτηρισμός «μαγικός ρεαλισμός». «Ειλικρινά δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτός ο «μαγικός ρεαλισμός» και πού αποσκοπούν όλες αυτές οι ετικέτες (για τον Μπόρχες, ας πούμε, θα μπορούσαμε να επινοήσουμε τη σφραγίδα-τέρας «μεταφυσικός ρεαλισμός»). Επειτα, πώς είναι δυνατόν η λογοτεχνία μιας χώρας, πόσω μάλλον μιας ολόκληρης, ολοζώντανης και ασπαίρουσας ηπείρου, να έχει (αλίμονο αν είχε…) κοινά χαρακτηριστικά; Ακόμα και μέσα στο ίδιο το μυθοπλαστικό σύμπαν ενός συγγραφέα, του Μπόρχες, εν προκειμένω, βρίσκουμε ιστορίες ωμού ρεαλισμού, διηγήματα του φανταστικού και διανοητικά αραβουργήματα. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι «απογόνους» του βρίσκουμε περισσότερους στην Ευρώπη (Καλβίνο, Εκο, Περέκ) απ’ όσους στη Λατινική Αμερική. Κι όσο και να διατυμπανίζει ο Μάρκες ότι δάσκαλός του ήταν ο Μπόρχες, δεν παύει καλύτερος Λατινοαμερικανός μαθητής του Μπόρχες να υπήρξε ο… Ευρωπαίος Χούλιο Κορτάσαρ. Για να παραφράσω τον Μπρετόν, «η λογοτεχνία ή θα είναι οικουμενική ή δεν θα είναι»».

Ποια είναι η εικόνα του Μπόρχες, για έναν άνθρωπο που τον γνώρισε; «Ενας κομψός γηραιός κύριος, κοσμοπολίτης με όλες τις σημασίες της λέξης, ολιγοδίαιτος αλλά πολυκέλαδος, άοπλος αλλά όχι ανυπεράσπιστος. Ολοι όσοι τον γνωρίσαμε σ’ εκείνη την τελευταία επίσκεψή του στη χώρα μας (Βαγενάς, Δενέγρης, Καλοκύρης…) κρατάμε την ευγενική εικόνα ενός ανθρώπου συμφιλιωμένου με τη σοφία του και τις εμμονές του».

«Αφέθηκε, απλώς, να ζει…»

«Το τρένο περίμενε στο βάθος, στην προτελευταία πλατφόρμα. O Ντάλμαν διέτρεξε τα βαγόνια και βρήκε ένα μισοάδειο. Βόλεψε τη βαλίτσα στο δίχτυ· όταν οι συρμοί ξεκίνησαν, την άνοιξε κι έβγαλε, με κάποιο δισταγμό, τον πρώτο τόμο των Χιλίων και μιας νυχτών. Το ότι ταξίδευε μ’ αυτό το βιβλίο που είχε συνδεθεί τόσο πολύ με τη δυστυχία του, σήμαινε πως η δυστυχία του είχε πια περάσει, σήμαινε πως προκαλούσε, μυστικά και ευφρόσυνα, τις απογοητευμένες δυνάμεις του Κακού.

Δεξιά κι αριστερά απ’ το τρένο, η πολιτεία διαμελιζόταν σε προάστια· αυτό το θέαμα, αλλά και, πιο κάτω, το θέαμα των περιβολιών και των επαύλεων έκαναν τον Ντάλμαν να ξεχάσει το διάβασμα. H αλήθεια είναι πως πρόλαβε να διαβάσει λίγο· το βουνό με τους μαγνήτες και το τζίνι που ‘χε πάρει όρκο να σκοτώσει τον ευεργέτη του, ήταν θαυμάσια, ποιος λέει όχι, όμως δεν ήταν τίποτα πιο θαυμάσιο από εκείνο το πρωινό, απ’ τη ζωή. H ευτυχία του τον απομάκρυνε από τη Σεχραζάτ και τα πληθωρικά της θαύματα· ο Ντάλμαν έκλεισε το βιβλίο κι αφέθηκε, απλώς, να ζει. Το γεύμα (με το ζωμό σερβιρισμένο σε γυαλιστερά μετάλλινα μπολ, όπως στα κιόλας μακρινά παιδικά καλοκαίρια του) στάθηκε άλλη μια ήρεμη και ευεργετική απόλαυση. «Αύριο θα ξυπνήσω στο κτήμα» σκεφτόταν, κι ήταν φορές που ‘νιωθε σαν να ‘χε γίνει δύο άνθρωποι: ο ένας Ντάλμαν διέσχιζε τη φθινοπωρινή μέρα και τη γεωγραφία της πατρίδας του, κι ο άλλος, εγκάθειρκτος σε μια κλινική, ζούσε μια μεθοδική υποτέλεια».

(Απόσπασμα από το διήγημα «O Νότος», που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Τεχνάσματα», 1944).

Το πρώτο διήγημα στα 13 του χρόνια

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε το 1899 στο Μπουένος Αϊρες. Σε ηλικία δεκατριών ετών δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα: «O βασιλιάς της ζούγκλας». Με την οικογένειά του περιπλανήθηκε για χρόνια στην Ευρώπη και επέστρεψε οριστικά στην Αργεντινή το 1924. Επί προεδρίας Περόν, το 1946, χάνει τη θέση του από μια συνοικιακή Βιβλιοθήκη, όπου εργαζόταν, και τοποθετείται… επιθεωρητής πουλερικών, θέση την οποία δεν αποδέχεται. Αρχίζει να διδάσκει και να δίνει διαλέξεις. Το 1951 μεταφράζονται για πρώτη φορά έργα του σε άλλη χώρα, τη Γαλλία. Το 1955 τοποθετείται διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Αϊρες, ενώ κοντεύει να τυλφωθεί εντελώς. Το 1957 εκλέγεται καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες. Το 1961 μοιράζεται με τον Σάμουελ Μπέκετ το διεθνές βραβείο Ευρωπαίων και Αμερικανών εκδοτών. Το 1967-68 διδάσκει στην έδρα ποίησης Τσαρλς Ελιοτ Νόρτον στο Χάρβαρντ. Το 1971 αναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ στην Οξφόρδη και στο Κολούμπια. Το 1979 παρασημοφορείται από τη Γαλλική Ακαδημία, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και την κυβέρνηση της Ισλανδίας. Το 1980 του απονέμεται, στην Ισπανία, το βραβείο Θερβάντες και το 1981, στη Ρώμη, το βραβείο Μπαλτσάν και το βραβείο Ογίν Γιολίστλι. Το 1984 ταξιδεύει στην Ιαπωνία και στην Ελλάδα, όπου αναγορεύεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το 1985 εγκαθίσταται μόνιμα στη Γενεύη, όπου πεθαίνει το 1986 από καρκίνο του ήπατος.

Οι συλλογές με διηγήματα που περιλαμβάνονται και στα «Απαντα» είναι: «Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας» (1935), «Ιστορία της αιωνιότητας» (1936), «O κήπος με τα διακλαδωτά μονοπάτια» (1941), «Τεχνάσματα» (1944), «Το Αλεφ» (1949), «H αναφορά του Μπρόουντι» (1970), «Το βιβλίο από άμμο» (1975), «H μνήμη του Σαίξπηρ» (1977-1983), «O ποιητής» (1960), «Εγκώμιο της σκιάς» (1969), «Το χρυσάφι των τίγρεων» (1972), «Το σιδερένιο νόμισμα» (1976), «Ιστορία της νύχτας» (1977), «O αριθμός» (1981), «Οι συνωμότες» (1985).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT