Δεν υπάρχει κληρονομικότητα στην ατυχία

Δεν υπάρχει κληρονομικότητα στην ατυχία

7' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενας αγώνας μπάσκετ στην τηλεόραση και ένα κουτάκι μπίρας στο χέρι είναι μια εικόνα που απέχει πολύ απ’ ό,τι θα σκεφτόταν κανείς για την αγαπημένη ασχολία του Γούντι Αλεν. Και όταν δίνει συνέντευξη για να μιλήσει για την τελευταία του ταινία, δίνει την εντύπωση ότι θα προτιμούσε την τηλεόραση και την μπίρα του, παρά να απαντά σε δημοσιογράφους από τις πέντε άκρες του πλανήτη.

Ενας άνθρωπος που δεν ξαναβλέπει τις ταινίες του αφού τις τελειώσει, που δεν ταξίδευε σχεδόν ποτέ μέχρι που παντρεύτηκε την κατά πολύ νεότερη (και πρώην προγονή του) Σουν Γι Πρεβέν και που έχει σχεδόν εμμονοληπτικές συνήθειες, όπως το να παίζει κάθε Δευτέρα βράδυ τζαζ με τους ίδιους μουσικούς στο ίδιο μέρος, είναι φυσικό να μην αισθάνεται άνετα ανάμεσα σε αγνώστους, οι οποίοι επιπλέον έχουν και απορίες.

Ο Γούντι Αλεν μίλησε στην «K» στο Λονδίνο, έχοντας μόλις τελειώσει τα γυρίσματα της επόμενης, μετά το «Match Point», ταινίας του, λίγες εβδομάδες έπειτα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη βρετανική πρωτεύουσα. Οταν ο Αλεν μιλάει, δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου που ενώ θα ήθελε να βρίσκεται αλλού, σε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον, λέει συγκροτημένα και γρήγορα όσα έχει να πει για τη δουλειά του. Αλλωστε, φαίνεται ότι έχει καταλήξει εδώ και πολύ καιρό μέσα του στο τι θέλει από τη ζωή και τη δουλειά του, έχει όμως πάντα το άγχος για το αν τα έχει καταφέρει.

Το «Match Point», που βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 19 Ιανουαρίου, είναι από πολλές απόψεις μια ταινία-ορόσημο στην καριέρα του Αλεν. Είναι το πρώτο καθαρόαιμο δράμα του από το 1999, η πρώτη ταινία που γύρισε μακριά από τη Νέα Υόρκη, το μόνιμο και αδιαπραγμάτευτο -μέχρι σήμερα- σκηνικό για τις ιστορίες του, αλλά και η καλύτερή του δουλειά εδώ και πολύ καιρό. Πρόκειται για την ιστορία ενός καθηγητή τένις, του νεαρού, ωραίου και φιλόδοξου Κρις (Τζόναθαν Ρις Μάγιερς), ο οποίος αφού φροντίσει για την κοινωνική του ανέλιξη με ένα γάμο συμφέροντος, ερωτεύεται τη λάθος γυναίκα. H Νόλα (Σκάρλετ Τζόχανσον) είναι η γυναίκα του αδελφού της γυναίκας του. Πού θα οδηγήσει αυτός ο έρωτας; Στον φόνο, στις τύψεις και στην τιμωρία. Είναι μια εντελώς διαφορετική όψη του ταλέντου του Αλεν, που θυμίζει έντονα το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι ή το «Μια θέση στον ήλιο», την ταινία του Τζορτζ Στίβενς με τον Μοντγκόμερι Κλιφτ, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τη Σέλεϊ Γουίντερς. Και μια άλλη ματιά του στα ανθρώπινα πάθη, τα ίδια με τα οποία έχει φτιάξει τις καλύτερες κωμωδίες του, τις γεμάτες ανασφάλειες, όπως είναι και ο ίδιος.

– Είστε ευχαριστημένος από τη δουλειά σας;

– Συνήθως είμαι πάρα πολύ απογοητευμένος. Οταν έχεις κάτι στο μυαλό σου μπορεί να λειτουργεί θαυμάσια, αλλά όλα δοκιμάζονται στο πρώτο μοντάζ. Για παράδειγμα, μπορεί να γυρίζω μια σκηνή ληστείας σε κοσμηματοπωλείο. Σκέφτομαι ότι είναι ωραία η σκηνή με τον ληστή να μπαίνει στο κοσμηματοπωλείο, να κάνει τη ληστεία, να βγαίνει έξω και να τρέχει στο αυτοκίνητό του για να φύγει. Στο γύρισμα όλα είναι καλά και τα πλάνα φαίνονται ωραία και καλοφωτογραφημένα. Ομως, στο μοντάζ ο ληστής μπαίνει… κάνει τη ληστεία… βγαίνει έξω… μπαίνει στο αυτοκίνητο… και όλο αυτό διαρκεί μια αιωνιότητα. Τότε συνειδητοποιείς ότι κάτι δεν λειτουργεί καθόλου, ότι έχεις πρόβλημα και αυτό είναι κάτι φρικτό, επειδή καταλαβαίνεις ότι πρέπει να κόψεις ή να ξαναγυρίσεις σκηνές, να συμπτύξεις.

– Εχετε πει ότι νιώθετε απίστευτα τυχερός, έχοντας ταλέντο και καλά γονίδια μακροζωίας. Πιστεύετε ότι και η ατυχία μπορεί να είναι κληρονομική;

– Δεν πιστεύω στην κληρονομικότητα της ατυχίας, πιστεύω όμως στην έλλειψη τύχης. Στο ότι μπορεί να μη σου πέσουν τα ζάρια ή η σωστή ευκαιρία. Είναι πραγματικά κρίμα και απαίσιο. Οταν ξεκινούσα στη Νέα Υόρκη, ήξερα πολλούς άλλους που είχαν αντίστοιχο ταλέντο. Κι όμως τους συνέβησαν άσχημα πράγματα ή δεν κατάφεραν να προχωρήσουν. Κάποιος ένα πρωί ξύπνησε και έμαθε ότι έχει καρκίνο και ότι πεθαίνει. Δεν θα έλεγα όμως ότι γεννιέσαι με την ατυχία επάνω σου. Απλώς μπορούν να συμβούν καλά ή κακά πράγματα στη ζωή μας.

– Γυρίζοντας τις δύο τελευταίες σας ταινίες στο Λονδίνο κάνατε μια μεγάλη αλλαγή, αφού αφήσατε τη Νέα Υόρκη, όπου κάνατε όλες σας τις προηγούμενες δουλειές. Εχετε μείνει ικανοποιημένος;

– Για να πω την αλήθεια είχα ένα αίσθημα άγχους στην αρχή. Ομως τελικά με βοήθησε στη δουλειά μου η φρέσκια ατμόσφαιρα του Λονδίνου, που λειτούργησε σαν τονωτικό επάνω σε μένα και στις ταινίες μου. Εχω κάνει τόσο πολλές ταινίες στη Νέα Υόρκη, που το να έχω διαφορετικούς δρόμους, εξοχές και πάρκα, ήταν κάτι που μου έδωσε ψυχική ανάταση.

Η ζωή συνεχίζεται

– Τελειώνοντας τα γυρίσματα της δεύτερης ταινίας, συνέβησαν τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Λονδίνο. Σας επηρέασαν καθόλου;

– Οχι σε σχέση με το γύρισμα. Εκείνη τη μέρα γύριζα λίγο πιο έξω από το Λονδίνο. Ηταν όμως κάτι απαίσιο, όπως και ό,τι συνέβη στη Νέα Υόρκη, όπου επίσης βρισκόμουν όταν έγιναν οι επιθέσεις. Και πάντα είχα μαζί μου την οικογένειά μου. Το πιο φρικτό είναι ότι εκείνη τη στιγμή δεν ξέρεις αν τα χτυπήματα θα είναι δύο, επτά ή είκοσι επτά, τι θα συμβεί μετά. Η πόλη όμως, όπως έγινε και στη Νέα Υόρκη, συνήλθε σύντομα. Τρεις-τέσσερις ημέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου ταξίδεψα στην Ευρώπη και ξαφνικά οι πάντες με αντιμετώπιζαν σαν ειδικό στην τρομοκρατία. Απλώς και μόνο επειδή ήμουν Νεοϋορκέζος. Και μου έκαναν σαρωτικές ερωτήσεις του τύπου: «Κύριε Αλεν είναι το τέλος της Νέας Υόρκης; Θα είναι ποτέ πια η ίδια πόλη;». Φυσικά δεν ήταν το τέλος της Νέας Υόρκης. Αν γνωρίζατε τη Νέα Υόρκη από παλιά και σας έριχνα εκεί σήμερα, δεν θα βρίσκατε διαφορά. Θα πηγαίνατε στο θέατρο και θα τρώγατε στα ίδια εστιατόρια. Δεν κυκλοφορεί κόσμος με όπλα και δεν είναι αστυνομικό κράτος. Η ζωή συνεχίζεται. Στο Λονδίνο συνήλθαν ακόμη πιο γρήγορα, αφού απορρόφησαν την τραγωδία που συνέβη. Μετά προσπάθησαν να δουν πώς θα αντιμετωπίσουν όχι τα συμπτώματα, αλλά τις ρίζες του προβλήματος. Οση αστυνόμευση κι αν υπάρξει, δεν μπορεί να αποτρέψει ένα τέτοιο γεγονός, αν κάποιοι θελήσουν να το κάνουν. Πιο σημαντικό είναι να κατανοήσουμε γιατί είναι τόσο σημαντικό γι’ αυτούς να πράξουν με τέτοιο τρόπο. Να φτάσουμε δηλαδή στα κίνητρά τους.

– Θα σας ενδιέφερε να ασχοληθείτε κινηματογραφικά με ένα τέτοιο θέμα;

– Οχι. Δεν είμαι πολιτικός σκηνοθέτης. Υπάρχουν άλλοι που θα το έκαναν πολύ καλύτερα. Με ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο τα ψυχολογικά και φιλοσοφικά προβλήματα.

Ενας Νεοϋορκέζος στο Λονδίνο

Το «Match point» και το «Scoop» που το ακολουθεί, είναι οι πρώτες ταινίες που ο Αλεν γυρίζει εκτός του Μανχάταν, ενώ και η επόμενη -ατιτλοφόρητη ακόμη- ταινία του, δεν θα γυριστεί στη Νέα Υόρκη, αλλά στην Ισπανία. Είναι ένα πρωτοφανές βήμα στην καριέρα του Γούντι Αλεν, που από την ανώτερη αστική τάξη της Νέας Υόρκης, ασχολήθηκε με τη βρετανική αριστοκρατία.

– Πώς εσείς, ένας Νεοϋορκέζος, μπήκατε στην αντίληψη της βρετανικής ανώτερης τάξης;

– Πιστεύω ότι ακριβώς τα ίδια πράγματα, το ίδιο σύστημα, υπάρχουν και στην Αμερική. Ισως το γλωσσικό ιδίωμα να είναι διαφορετικό. Ομως η ιστορία θα λειτουργούσε και εκεί το ίδιο καλά, αν ο νεαρός φιλόδοξος δάσκαλος τένις εργαζόταν σε ένα κλαμπ πλουσίων, που μπορεί να μην έχουν επαύλεις στη βρετανική εξοχή, έχουν όμως βίλες στα Χάμπτονς. Η εξίσωση λειτουργεί. Οι πλούσιοι Αμερικανοί δεν πυροβολούν για χόμπι, όπως στην Αγγλία, όμως στην Αμερική μπορείς να βρεις όπλο πολύ ευκολότερα. Μη γελάτε. Ηταν ένα σοβαρό πρόβλημα για μένα στην ταινία. Ερχόμενος στο Λονδίνο από την Αμερική υπέθεσα ότι είναι το ίδιο εύκολο να βρεις όπλο, όπως αγοράζει κανείς γάλα ή ψωμί. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο.

– Ποιες άλλες διαφορές υπήρξαν στα γυρίσματα στο Λονδίνο σε σχέση με τη Νέα Υόρκη;

– Ηταν μεγάλη χαρά τα γυρίσματα και γι’ αυτόν τον λόγο επέστρεψα και για την επόμενη ταινία. Για μένα ήταν σαν να σπουδάζω ξανά σινεμά με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Γυρίζω εδώ και δεκαετίες στη Νέα Υόρκη και πραγματικά μ’ αρέσει, όμως οι συνθήκες είναι άκαμπτες εξαιτίας των σωματείων. Κι εγώ προέρχομαι από εργατική οικογένεια και φυσικά ήμουν πάντα υπέρ των σωματείων, η ακαμψία τους κάνει τα γυρίσματα πολύ πιο δύσκολα και ακριβότερα στη Νέα Υόρκη. Στο Λονδίνο όλοι κάνουν λίγο απ’ όλα και είμαστε σαν φοιτητές. Στη Νέα Υόρκη, αν μετακινήσω ένα περιοδικό από ένα τραπεζάκι, θα έρθει κάποιος και θα μου πει: «Δεν μπορείς να το αγγίξεις, είναι δουλειά μου».

Η σκοτεινή πλευρά του κωμικού

Αν και ο πρώτος χαρακτηρισμός που έρχεται στο μυαλό για τον Γούντι Αλεν είναι «κωμικός», στην πραγματικότητα, ο 70χρονος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, φαίνεται ότι αγαπά περισσότερο το δράμα. Εστω κι αν οι επίμονες προσπάθειές του δεν έχουν εκτιμηθεί όσο οι κωμωδίες του, στις οποίες έτσι κι αλλιώς τα δραματικά στοιχεία είναι συχνά. Ο αγαπημένος του σκηνοθέτης, όπως έχει δηλώσει πολλές φορές είναι ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ενώ λατρεύει τον Τσέχοφ και τον Ντοστογιέφσκι. Οι επιρροές και των τριών είναι εμφανέστατες σε όλες τις δραματικές ταινίες του Γούντι Αλεν. Το 1978, αμέσως μετά από τον θρίαμβο του «Νευρικού εραστή», ο Αλεν επέλεξε να κάνει όχι ακόμη μια κωμωδία, αλλά ένα εξαιρετικά βαρύ δράμα, τις «Εσωτερικές σχέσεις», που φάνηκε σαν ξένο σώμα στην μέχρι τότε φιλμογραφία του, παρ’ ότι κέρδισε αρκετές υποψηφιότητες για Οσκαρ, μεταξύ των οποίων για τη σκηνοθεσία και το σενάριο. Παρόμοια αντιμετώπιση είχαν και τα άλλα καθαρόαιμα δράματά του, ο «Σεπτέμβρης» του 1987, το «Μια άλλη γυναίκα» του 1988 και το «Σκιές και ομίχλη» του 1992.

Το «Match Point» έχει κερδίσει σαφώς τις πιο κολακευτικές κριτικές για δραματική ταινία του Γούντι Αλεν και τις καλύτερες εδώ και αρκετά χρόνια. Επειτα από πολλές προσπάθειες, ο Αλεν απέδειξε ότι και το δράμα τού ταιριάζει. Ομως, η επόμενη ταινία του, το «Scoop», είναι και πάλι κωμωδία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT