«Μην υποτιμάς τον χουλιγκάνο στην κερκίδα»

«Μην υποτιμάς τον χουλιγκάνο στην κερκίδα»

6' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Προβλήθηκε σε μεταμεσονύκτια ζώνη στο 46ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τον περασμένο Νοέμβριο, σε μια κατάμεστη αίθουσα. Μετά την πρώτη ώρα, κάποιοι δεν άντεξαν και βγήκαν να πάρουν αέρα. Αλλοι επέστρεψαν, άλλοι όχι. Οσοι έμειναν μέχρι το τέλος μιλούν για μια «κινηματογραφική εμπειρία», για την ελληνική ταινία που δικαιώνει τον τίτλο της: «H ψυχή στο στόμα». Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Γιάννης Οικονομίδης οδηγεί τους ηθοποιούς του και τους θεατές του σε σημείο βρασμού. Είχε προηγηθεί το «Σπιρτόκουτο» (2003), ακραίο, βίαιο, τολμηρό, εύφλεκτο. H καθημερινότητα που καταγράφει ο Γ. Οικονομίδης είναι ένα συνεχές σφυροκόπημα, χωρίς έλεος ή επιείκεια, είναι η ζωή χωρίς τα φίλτρα που την κάνουν υποφερτή. Και εδώ (όπως στο «Σπιρτόκουτο») οι ήρωές του, που εργάζονται σε μια βιοτεχνία φωτιστικών, αλληλοσπαράσσονται, απογυμνωμένοι από κάθε σύμβαση ή ωραιοποίηση. Επικοινωνούν με τον τρόπο που ο σκηνοθέτης αποκαλεί «πορνογραφία της γλώσσας». Οι διάλογοι δύσκολα εκστομίζονται και ακόμη δυσκολότερα επαναλαμβάνονται. Ενα σαρκοφαγικό, βίαιο, διαστροφικό, εξουθενωτικό λεξιλόγιο, το οποίο μόνο «λερώνει» και «δηλητηριάζει». Αυτήν την Ελλάδα, που ασφυκτιά, πιέζεται και νοσεί βαθύτατα θα μεταφέρει στο ερχόμενο Φεστιβάλ Καννών ο Γιάννης Οικονομίδης. «H ψυχή στο στόμα» επελέγη να συμμετάσχει στην «Εβδομάδα κριτικής», παράλληλο πρόγραμμα με παράδοση στην καθιέρωση νέων ταλέντων, που προτείνει δημιουργούς με τόλμη, άποψη και βλέμμα. Με αφορμή αυτήν τη διεθνή έξοδο της ταινίας, η «K» μίλησε με τον σκηνοθέτη:

– Τί δεν είπατε στο «Σπιρτόκουτο» και επανήλθατε, με ένα παρόμοιο θέμα, στην «Ψυχή στο στόμα»;

– Υπάρχουν διαφορές από τη μια ταινία στην άλλη. Καινούργια στοιχήματα τα οποία έβαλα εγώ στον εαυτό μου, καινούργια μονοπάτια που ήθελα να διερευνήσω και δεν θα τα χαρακτήριζα επιστροφή αλλά διεύρυνση, επέκταση. Μεγαλύτερη εμβάθυνση στην ψυχολογία, στη χαρακτηρολογία αλλά και διαστροφή της ανθρώπινης ψυχής. Ηθελα να κάνω μια ταινία πιο ζοφερή, πιο σκοτεινή, πιο επικίνδυνη, πιο δηλητηριώδη. Το «Σπιρτόκουτο», παρά την ένταση και τη βία που περιέχει, έχει και χιούμορ και τρυφερότητα. «Η ψυχή στο στόμα» είναι πιο ντοστογιεφσκική.

– Παρατηρείτε κοινωνικές αλλαγές, στην τριετία που μεσολάβησε από τη μία ταινία στην άλλη;

– Ζούμε το ίδιο νέφος, απλώς όσο περνούν τα χρόνια η ατμόσφαιρα γίνεται πιο αποπνικτική. Προχωράμε προς το ξέσπασμα της βίας, κάθε μορφής: σχέσεων, οικογενειακής, ταξικής, πολιτισμικής. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι θα είναι αφασική. Ξέσπασμα χωρίς λόγο. Σου λέει κάτι, κάποιος, στον δρόμο και κατεβαίνεις με τον λοστό και του ανοίγεις το κεφάλι. Θα φοβόμαστε σε λίγο να κοιτάξουμε τον άλλον στα μάτια…

– Αναφέρεστε στην ελληνική πραγματικότητα;

– Οχι καθόλου. Είναι το αδιέξοδο του καπιταλισμού, του πολιτισμού. Και στην Ελλάδα νομίζω ότι δεν έχουμε φτάσει τον βαθμό της κακότητας και του κυνισμού άλλων κοινωνιών.

Ο θεατής να νιώσει

– Γιατί επιμένετε στην ταινία σε αυτό το συνεχές σφυροκόπημα των επαναλαμβανόμενων «διαλόγων»; Με τη δεύτερη, τρίτη φορά, έχει γίνει κατανοητό το πλαίσιο της ζωής των ηρώων.

– Υπάρχουν δύο τρόποι να πεις μια ιστορία ή να κινηματογραφήσεις μια ταινία ή να γράψεις ένα βιβλίο. Ο ένας είναι να μένει ο δέκτης απ’ έξω, χωρίς βιολογική εμπλοκή. Ομως εγώ δεν κάνω ένα συναισθηματικό, ψυχολογικό σινεμά, αλλά ένα βιολογικό σινεμά. Αυτό σημαίνει ότι όσοι βλέπουν τις ταινίες μου κάτι «παθαίνουν». Με τους παλμούς τους, τα νεύρα τους, τον ιδρώτα τους, τη θερμοκρασία τους. «Παθαίνουν» ό,τι και οι ήρωες. Η ατμόσφαιρα που τους υποβάλλει και καταβάλλει είναι η ατμόσφαιρα της ταινίας. Και καταλαβαίνω ότι αυτό είναι δυσάρεστο και πολλές φορές ενοχλητικό. Αλλά ας έρθει κάποιος να μου πει ότι δεν κατάλαβε στο πετσί του τι θέλω να πω, για ποιο πράγμα θέλω να μιλήσω, τι συμβαίνει στην οθόνη. Για μένα αυτό έχει σημασία: να κοινωνήσω μια πραγματικότητα με έναν τρόπο αιμάτινο. Οχι εγκεφαλικά. Δεν θέλω ο θεατής να πει «το κατάλαβα», αλλά «το ένιωσα». Αυτό αναζητάω κι εγώ ως θεατής από την τέχνη. Στην αντίδραση κρύβεται ένας μεγάλος εγωισμός. Εχουμε γίνει πολύ αλαζόνες. Δεν επιτρέπει πια κανένας σε κανέναν, ούτε καν στην τέχνη, να τον συγχύσει. Κι όμως. Πρέπει να νιώσεις τι σημαίνει γλωσσική κλειστοφοβία, βία της γλώσσας. Πρέπει να τη βιώσεις στο πετσί σου. Οπως συμβαίνει στον στρατό.

– Υπάρχει κάποια κοινή λογική ανάμεσα στην καθημερινότητα του στρατού και τις σκηνές στη βιοτεχνία;

– Η έλλειψη λογικής, η έλλειψη λόγου, η στασιμότητα, το άχρονο που υφίστασαι όταν είσαι φαντάρος. Αυτή η τρέλα υπάρχει στις σκηνές της βιοτεχνίας. Ανθρωποι που μοιάζουν βιδωμένοι πίσω από τους πάγκους, τα χέρια δουλεύουν μηχανικά, λένε, λένε, λένε, απίστευτα πράγματα, γιατί πρέπει να υπάρξει και μια «δραματουργία» μεταξύ τους, να εκτονωθούν, να τσακωθούν. Η διαρκής επανάληψη των ίδιων πραγμάτων είναι νεύρωση.

– Το συναισθηματικό αδιέξοδο των ηρώων εκφράζει και το αδιέξοδο της σκέψης τους;

– Στην πραγματικότητα, ναι. Παρ’ ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες στη βιοτεχνία είναι απολίτιστοι, ζουν στην εποχή του πιθήκου, αυτό δεν εμποδίζει το μυαλό τους να πάρει διαστροφικές στροφές. Με ενδιέφερε να δω πώς οδηγείται το μυαλό στη διαστροφή. Οπως το μυαλό του χουλιγκάνου, του τραμπούκου, που μπορεί να ξεδιπλώσει εικόνες από την Κόλαση του Δάντη. Ποτέ μην υποτιμάς τον χουλιγκάνο στην κερκίδα. H συμπεριφορά του οδηγεί στον φασισμό. Είναι εύκολο να τους μανιπουλάρει κάποιος αν χειριστεί το κουμπί της βίας. Οι αναφορές μου δεν ήταν μόνο ο στρατός και πόσο μπορεί να ξεφύγει το μυαλό, αλλά και η κερκίδα. Είναι ασύλληπτο τι ακούς. Πόσο ευφάνταστη γίνεται ξαφνικά η γλώσσα ανθρώπων που έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο. Φτιάχνουν απίστευτες εικόνες, που οδηγούν κατευθείαν στον ολοκληρωτισμό.

– Τα πρόσωπα της ταινίας δεν ανήκουν σε ένα κοινωνικό περιθώριο;

– Θα διαφωνήσω. Δεν είναι ούτε λούμπεν ούτε περιθώριο. Είναι αναγνωρίσιμοι, λαϊκοί τύποι, της σύγχρονης εργατικής τάξης των πόλεων. Ανήκουν στο σύγχρονο προλεταριάτο των πόλεων, το οποίο αντιστοιχεί στην Ελλάδα σε ένα 30 – 40%. Εάν κάνετε μια βόλτα στα δυτικά προάστια θα δείτε μπροστά σας όλους τους ήρωες της ταινίας. Στη βιοτεχνία που κάναμε τα γυρίσματα, στην Αμφιάλη, μία εβδομάδα πριν ξεκινήσουμε, είχε συμβεί ένα περιστατικό: κάποιος από τους εργαζόμενους είχε κυνηγήσει τη γυναίκα του με τσεκούρι να τη σκοτώσει γιατί την έπιασε να τον απατάει. Κι όλοι ήταν έκπληκτοι. Αναρωτιόντουσαν πώς αυτό το καλό παιδί αντέδρασε έτσι. Πραγματικότητα δεν είναι αυτή που ζούμε εμείς στους καναπέδες μας, στα σινεμά μας, στα βιβλία μας. Είναι άλλη. Τα περισσότερα συγχαρητήρια τα πήρα από λαϊκούς ανθρώπους. «Διάβασαν» σωστά την ταινία.

Ο «κάτω κόσμος»

– Οι ήρωές σας είναι συνεχώς στην εμπόλεμη ζώνη. Δεν πρόκειται για ρεαλιστική απεικόνιση. Κανένας δεν αντέχει να ζει έτσι.

– Στην ουσία η ταινία παρακολουθεί τις τελευταίες δέκα ημέρες από τη ζωή του ήρωα, πριν από την τελική έκρηξη. Δεν θα μπορούσε να είναι παρά μια ζοφερή ταινία. Η μόνη ελπίδα που έχει η ταινία είναι η αισθητική της. Η αισθητική είναι τοποθέτηση. Αν ο πεσιμισμός μεταμορφωθεί σε αισθητική και πετύχει, αυτό από μόνο του είναι ελπιδοφόρο.

– Οι ήρωές σας έχουν ελπίδα και, αν ναι, από πού έρχεται;

– Το κεντρικό πρόσωπο, ο Τάκης, έχει τρία κουσούρια: είναι φτωχός, αμόρφωτος και ευαίσθητος. Αν σήμερα είσαι φτωχός, αμόρφωτος και παχύδερμο, ανήκεις στο περιβάλλον του Τάκη. Και στις δύο περιπτώσεις -έχει φτιαχτεί έτσι το μοντέλο- είσαι αποκλεισμένος από την όποια προοπτική. Αν δεν έχεις μια στοιχειώδη οικονομική δυνατότητα, είσαι στον «κάτω κόσμο» Υπάρχει πλέον ένας κόσμος που από την ώρα που γεννιέται είναι χωρίς ελπίδα, αποκλεισμένος από το όποιο μέλλον. Οι κοινωνικές τάξεις είναι «χτισμένες», χωρίς καμία σχεδόν κινητικότητα. Η συντριβή της μεσαίας τάξης είναι απαρχή πολλών δεινών. Οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε μερίδες για την κρεατομηχανή. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτό. Με απασχολεί πολύ το θέμα.

Υπερ-ρεαλιστική ταινία

– Η κορύφωση στο τέλος είναι δραματουργικό εύρημα ή ρεαλιστική αποτύπωση;

– Και τα δυο. O ήρωας προκαλεί κακό στους άλλους αλλά και στον εαυτό του. Καίγεται. Εχει καταστραφεί. Μεταμορφώνεται και ο ίδιος σε τέρας, όπως οι δυνάστες του. Αλλά τον βλέπω στην κανονική του διάσταση. Δεν τον ωραιοποιώ. Τον αποκαλούν διαρκώς «μαλάκα» και είναι· ένας αυτάρεσκος μπουνταλάς που δεν επικοινωνεί.

– «Η ψυχή στο στόμα» δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρεαλιστική ταινία.

– Η ταινία ξεπερνάει τον ρεαλισμό, οδηγείται στον υπερ-ρεαλισμό. Εχει ένα δικό της κόσμο, ένα δικό της σύμπαν, φτιαγμένο όμως από πραγματικά υλικά. Κομμάτια της μπορεί να αναγνωρίσουμε όλοι στις ζωές μας.

Οι συντελεστές της ταινίας

Στο σενάριο συνεργάστηκαν μαζί με τον σκηνοθέτη ο Ερρίκος Λίτσης και η Λένια Σπυροπούλου. Στη διαμόρφωση των διαλόγων συνέβαλαν όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας. H παραγωγή είναι του Πάνου Παπαχατζή, με τη συνδρομή της EPT, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και άλλων φορέων. Πρωταγωνιστούν: Ερρ. Λίτσης, B. Μουρίκης, M. Κεχαγιόγλου, M. Ναυπλιώτου, Γ. Βουλγαράκης, K. Ξυκομηνός και Σ. Κρίτση. H φωτογραφία είναι του Δ. Κατσαΐτη, τα σκηνικά – κοστούμια της I. Σταυρίδου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT