Για κάποιον που δεν τον γνωρίζει, ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς μπορεί να δώσει την εντύπωση απρόσιτου ανθρώπου, κλειστού. Οταν όμως ο Μιχάλης Γκανάς καθήσει απέναντί σου, σκέφτεται φωναχτά. Για όλα. Κάνει αυτοκριτική, αναρωτιέται, θυμάται ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια, από τα πρώτα του βιβλία, έχει χιούμορ, έχει αμφιβολίες. Αμφιβάλλει για τον τρόπο που γράφει, για το αν είναι καλός ο τίτλος που διάλεξε για το επόμενο βιβλίο του. Για τα νέα του ταξίδια στον πεζό και τον ποιητικό λόγο. Με την ίδια πάντα έγνοια: «Στόχος μου είναι η αμεσότητα και η προφορικότητα».
Ξεκίνησε από ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, κατέβηκε στην Αθήνα, σπούδασε Νομικά, αλλά ακολούθησε γρήγορα άλλους δρόμους. Εργοστάσιο, βιβλιοπώλης, στο «Δέντρο» πρώτα και μετά στη «Δωδώνη» της οδού Ασκληπιού -«θεωρώ τον εαυτό μου βιβλιοπώλη»-, διαφημιστής, στιχουργός. Αυτά για βιοπορισμό. Εκανε οικογένεια, με την εκδότρια Πόπη Γκανά, έχει δυο παιδιά και περιμένει το πρώτο του εγγόνι.
Η συζήτηση με τον Μιχάλη Γκανά είναι γοητευτική. Μια ερώτηση οδηγεί σε άλλα μονοπάτια, σε ιστορίες και αναμνήσεις και ύστερα από ώρα επιστρέφουμε στην αρχική συζήτηση. Είναι ανθρώπινη και ζεστή, όπως ο ίδιος και οι στίχοι του. Αυτή την περίοδο ο Μιχάλης Γκανάς γράφει τρία βιβλία. Από κει ξεκινήσαμε, και στην πορεία ξεδιπλώθηκαν πολλά.
Τρία νέα βιβλία
Μ. Γ.: Το πρώτο βιβλίο είναι στη σειρά «Η κουζίνα του συγγραφέα» που επιμελείται ο Μισέλ Φάις, και θα έχει τίτλο «Οσο κρατούν τα μάτια μου νερό». Είναι το δεύτερο πεζό, μετά τη «Μητριά πατρίδα». Προέκυψε μετά το ντοκιμαντέρ που έκανα με τον Στέλιο Χαραλαμπόπουλο. Είχα σκάψει τότε μέσα μου, και είπα το «ναι» πολύ εύκολα. Για ένα τέτοιο κείμενο όμως, πρέπει κανείς να επινοήσει τον εαυτό του, δηλαδή να γίνει ήρωας μιας μυθοπλασίας, και να μην είναι ένας τύπος, ο οποίος αυτοβιογραφείται ναρκισσευόμενος.
Αυτά με απασχόλησαν, αλλά τώρα έχει πάρει τον δρόμο του. Το δεύτερο είναι μια ποιητική σύνθεση, λίγο πολύ σαν την «Παραλογή», που θα ‘θελα να διαβάζεται σαν ένα ποίημα. Αυτό είχε ξεκινήσει το 2005 – θα μου πεις γιατί δεν τέλειωσε ακόμα; Μυθιστόρημα είναι; Ετσι γράφω, πολύ αργά. Γιατί πρέπει να μαζευτεί πράμα μέσα μου. Και κυρίως δεν κάνω αυτό που κάνουν οι περισσότεροι πεζογράφοι: για να κρατιέσαι στον αφρό, πρέπει να έχεις συνεχή επαφή με τη γλώσσα, με την έκφραση. Να γράφεις κάθε μέρα, έχεις δεν έχεις έμπνευση. Και τι είναι η έμπνευση; Την εκβιάζεις, τη βγάζεις εσύ από κει που είναι κρυμμένη. Δεν είμαι αυτής της σχολής, δεν μπορώ, δεν το αντέχω να κάθομαι μπροστά στο άσπρο χαρτί και να χτυπιέμαι έτσι. Τ’ αφήνω, μαζεύονται, μαζεύονται. Καμιά φορά οι παραγγελίες μου βγάζουν τέτοια πράγματα. Ο τίτλος αυτής της συλλογής είναι «Αψινθος», δηλαδή η αψιθιά, το φυτό απ’ όπου έβγαινε το αψέντι, αλλά είναι και το αστέρι που πέφτει κατά την Αποκάλυψη του Ιωάννη και δηλητηριάζει τα νερά και τις πηγές. Το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί οικολογικό. Είναι η ανησυχία μου για όσα γίνονται στον πλανήτη, όπως όλων μας. Κι αυτή η συλλογή βρίσκεται εν προόδω. Το τρίτο είναι κάτι περίεργα μικρά πεζά, και θα έχει τίτλο «Γυναικών».
Ενας κύκλος έκλεισε
– Κι άλλα πεζά; Τι γίνεται;
– Εχω την εντύπωση ότι έκλεισα έναν κύκλο με τον «Καπνιστή». Ολα τα θέματά μου ανακυκλώθηκαν εκεί, με όλους τους τρόπους και με τα πεζά και με τραγουδάκια και με ελεύθερο στίχο. Επειτα η υποδοχή αυτού του βιβλίου ήταν περίεργη, από την κριτική περισσότερο. Δεν γράφτηκαν πολλά πράγματα. Ερχόμουνα εν τω μεταξύ από μια σιωπή δέκα ετών, είχαν μεσολαβήσει τα τραγούδια, δηλαδή «μεροδούλι μεροφάι στιχουργική». Και σκέφτομαι εκ των υστέρων, τότε δεν το πολυένιωθα, ότι μία είναι η δεξαμενή, από την ίδια βγαίνουν όλα και τα τραγούδια και τα ποιήματα. Μπορεί να έγινε υπεράντληση, κυρίως από τα τραγούδια.
– Πού αισθάνεσθε πιο στέρεα;
– Ε, στα ποιήματα φυσικά. Είναι ένας χώρος που ευκολότερα μπορώ να δω το σάπιο σανίδι. Αυτό είναι το θέμα. Τα πεζά είναι ένα καινούργιο πεδίο και κυρίως πρέπει να σπάσω το χέρι μου, να κάνω αυτό που δεν κάνω. Είναι χειροναξία αυτό.
– Ποια στιγμή καταλάβατε ότι είχατε κοινή γλώσσα με κάποιους ομοτέχνους σας;
– Συγγένεια ένιωσα, αρκετά νωρίς, με τον Μάρκο το Μέσκο. Ενιωθα ότι ήμουνα εκτός του γενικού κλίματος, έβραζε ο τόπος από αμφισβήτηση. Εγώ έψαχνα άλλα. Οταν είδα τα ποιήματα του Μέσκου σκέφτηκα: να αυτό είσαι βρε παιδί μου, βγες και πες το. Νιώθω να του χρωστάω γι’ αυτό του Μάρκου.
Ο χρόνος της επώασης
– Πιστέψατε ποτέ ότι η θεματολογία σας ήταν ένα βαρίδι για την αποδοχή των ποιημάτων σας;
– Βαρίδι, όχι ποτέ. Εφόδιο ήταν. Οτι μπορεί να φαλτσάρει σε κάποιους, αυτό το αποδέχομαι. Δεν πιστεύω ότι είναι όλα για όλους. Μέσα μου, εγώ είμαι περισσότερο με τον Παλαμά και λιγότερο με τον Καβάφη. Είναι τι σου πάει. Κι έτσι δημιουργείται η ποικιλία της πανίδας και της χλωρίδας στη δημιουργία. Μπορούμε όλοι να συγκινούμαστε λιγότερο ή περισσότερο. Δεν μπορούμε να συγκινούμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Αυτό καταντάει και ύποπτο κάποια στιγμή.
– Με ποιες λέξεις θα περιγράφατε τη σκευή που κουβαλάτε και βγαίνει στην ποίησή σας;
– Δεν μπορώ να το περιγράψω με λίγες λέξεις. Είναι μια κατάσταση που παλιότερα θα έλεγα ότι με εκφράζει πάρα πολύ: «Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει ν’ αλλάζει το πετσί του, γι’ αυτό του περισσεύει το φαρμάκι». Είναι μια τέτοια ιστορία. Εχεις μαζέψει πράγμα, και μετά από φαρμάκι θέλεις να το κάνεις φάρμακο. Θέλεις την πίκρα να την κάνεις βάλσαμο. Νομίζω ότι είναι ο βασικός πυρήνας της δουλειάς μου. Τα ποιήματά μου είναι παραμυθητικά, δημιουργούν ευφορία, αλλά απ’ την άλλη είναι βαριά πράγματα. Αυτό πώς συνδυάζεται; Γιατί η πίκρα αλλάζει και γίνεται βάλσαμο. Αυτό που κουβαλάω είναι οι δυσκολίες κι αυτά που έζησα, η πίκρα που μάζεψα και η διάθεσή μου όλο αυτό να το κάνω κάτι άλλο.
– Αισθάνεστε να ανοίγεστε σε κάτι καινούργιο; Σε θέματα και εμπειρίες από τη ζωή σας στην πόλη;
– Ναι, θυμάμαι μου έλεγε παλιά ο Γιάννης ο Βαρβέρης, στα πρώτα μου βιβλία, «ωραία μωρέ Μιχάλη μου, αλλά θέλω να ξέρω πώς σου φαίνεται εσένα το μπαρ, πώς σου φαίνεται η Πανεπιστημίου; Δεν είναι δυνατόν, τόσα χρόνια εδώ είσαι…». Αργότερα μου είπε, ότι «σου το ζητούσα νωρίτερα απ’ ό,τι μπορούσες να το κάνεις». Θα βγουν αυτά τα πράγματα δεν μπορεί. Αλλά για μένα ο χρόνος της επώασης είναι πολύ μεγάλος.
«Η ποίηση μ’ έριχνε συνεχώς έξω από το σκάμμα»
«Η λογοτεχνία μ’ έχει σώσει. Τελείωσα τη Νομική δεν μου άρεσε, ουσιαστικά ήμουν ανεπάγγελτος. Αν δεν μου καθόταν αυτό το χαρτί, τι θα έκανα; Ενιωθα πάρα πολύ άσχημα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τι κάνεις; Αρπάζεσαι από αυτό που σου δίνει είτε χαρά είτε αναγνώριση. Από νωρίς είχα μια προίκα: τις καλές εκθέσεις. Ενα το κρατούμενο. Μετά είχα τη διάθεση να στρώνομαι, να διαβάζω και μετά να μουντζουρώνω χαρτάκια. Δεν μπορώ να πω πότε αρχίζει ακριβώς. Οι πρώτες απόπειρες γίνονται στο Δημοτικό, μετά στο Γυμνάσιο, ένας καθηγητής ήξερε ότι γράφω και μου ζητούσε να τα πάω στην τάξη να τα διαβάσω. Δεν το ήθελα αυτό, αισθανόμουν άσχημα. Ακόμα και τώρα, δεν μπορώ να καθίσω με φίλους ν’ ακούω δικά μου τραγούδια. Αισθάνομαι αμήχανα. Ασε που δεν μου αρέσουν. Πώς το λέει ο Σαββόπουλος «τα τραγούδια που μ’ αρέσουν είναι αλλονών»;
Οταν λοιπόν ήρθα στην Αθήνα, το 1962, μ’ έναν φίλο μου που μπάρκαρε αλληλογραφούσαμε με στίχους, έμμετρα. Μόνο που την έχασε αυτή την αλληλογραφία. Το «Σουμιτζού» είναι αφιερωμένο σ’ εκείνον. Στην Αθήνα πια ήθελα να γνωρίσω τον Σεφέρη, και άλλους ποιητές της εποχής εκείνης. Δεν τολμούσα, όμως, δεν πήγαινα. Ουσιαστική ενθάρρυνση είχα όταν εκτέθηκα πια, και δεν μιλάω για το πρώτο μου βιβλίο, γιατί είχα και μια αμαρτία πιο πριν. Βγάλαμε ένα συλλογικό τόμο τρία χρόνια πριν τον «Ακάθιστο Δείπνο», ο τίτλος του ήταν «Ποίηση επτά». Ιδίοις αναλώμασι βγήκε, και το στέγασε ο Θανάσης Καστανιώτης. Ημασταν οι Πάνος Κυπαρρίσης, Μαρία Λάζου, Νίκος Μοσχοβάκος, Αντεια Φραντζή, Ερση Λάγκε, Κούλης Κάσσης κι εγώ. Τότε ένιωσα μια αυτοπεποίθηση, έγραψε ο Λειβαδίτης στην «Αυγή», είχα τις πρώτες παρατηρήσεις από ανθρώπους του συναφιού.
Και πολύ περισσότερο βέβαια μετά, με τον «Ακάθιστο Δείπνο», που υπάρχει μια ωραία ιστορία με τον Φίλιππο Βλάχο. Είχαμε τότε με την Πόπη (σ.σ. Γκανά, η γυναίκα του, σήμερα έχει τις εκδόσεις «Μελάνι») το βιβλιοπωλείο «Δέντρο», Χαριλάου Τρικούπη 13. Το βούλιαξα εγώ, γιατί είχα φοβερό εμπορικό δαιμόνιο. Είχα δώσει λοιπόν τα χειρόγραφα σε μια φίλη, η οποία ήρθε μια μέρα να μου τα δώσει πίσω. Ηταν κι ο Φίλιππος εκεί. Εγώ δεν είχα πει ποτέ στον Φίλιππο ότι γράφω. Ανάσα, κρυψίνους, Ηπειρώτης. Με ζώσαν τα φίδια τότε. Ακούω τον Φίλιππο να λέει «λάχτιζα ένα ωραίο ποίημα». «Ποιος είναι αυτός;» ρωτάει τη φίλη μας. «Αυτός απέναντι», του απαντάει. Και βγήκαν τα πρώτα μου βιβλία στα «Κείμενα».
Ετσι μπήκα σ’ αυτή την ιστορία και σ’ αυτό το σινάφι, ξεφεύγοντας από τα οικογενειακά όνειρα που υπήρχαν για μένα. Και πάντα έχω την αίσθηση του ανθρώπου που δεν ήταν γι’ αυτό φτιαγμένος. Η ποίηση απ’ τη μια ήταν ευλογία κι απ’ την άλλη ήταν βάσανο μεγάλο, γιατί μ’ έριχνε έξω απ’ το σκάμμα συνεχώς. Δεν μπήκα ποτέ στις παρέες αυτές. Γενικά δεν μου πάει το συλλογικό πουθενά. Ούτε στην πολιτική, δεν μπήκα ποτέ σε κανένα κόμμα, δεν το μπορούσα αυτό. Είμαι μονιάς, βρε παιδί μου. Μονιάδες λένε τ’ αγρίμια που ζούνε μόνα τους. Δυστυχώς ή ευτυχώς, έτσι λειτουργώ».