Τέτοια αναταραχή δεν προκάλεσε καμία παράσταση στην Ελλάδα. Ηταν η πρώτη εμφάνιση του Θεάτρου Τέχνης στο Ηρώδειο με ένα σχήμα βασικών συντελεστών (Κουν, Τσαρούχης, Χατζιδάκις, Ραλλού Μάνου) που θα το ζήλευαν πολλοί στις μέρες μας. Μέχρι τότε, τα πρωτεία στο ρωμαϊκό ωδείο είχε το Εθνικό Θέατρο. Ο Κουν με τους συνεργάτες του πίστεψαν πολύ στους αριστοφανικούς «Ορνιθες» και όταν τελικά ανέβηκαν, Σάββατο 29 Αυγούστου του 1959, αναστάτωσαν τη ζωή της Αθήνας. Η εμφάνιση του ιερέα με καλυμμαύχι σε μια σκηνή θυσίας ήταν η σκηνή που πυροδότησε την αγανάκτηση μερίδας του κοινού, αλλά και ο χορός των πουλιών: «Απαντούσε εις την ευχήν του ιερέως υπέρ «πάντων και πασών», παρηχών το υπό του εκκλησιαστικού χορού λεγόμενον έπειτα από κάθε ευχήν αμήν».
Αυτά τα «ασεβή» έφταναν, όπως αποδείχτηκε, για να φέρουν τα πάνω κατω. Αποδοκιμασίες, «Αίσχος, στραματήστε, ντροπή », από μια πλευρά του κοινού και από την άλλη η παρότρυνση κάποιων άλλων: «Συνεχίστε!».
«Βεβήλωσις»
Για «καλλιτεχνικόν σκάνδαλον εις το Ηρώδειο» έγραφε την επομένη η «Καθημερινή». «Βεβήλωσις» σιγοντάριζε στο πρωτοσέλιδό της η «Βραδυνή», ενώ ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών από νωρίς το πρωί της Κυριακής μετέδιδε την είδηση που συνέβαλε στο να γίνει εκείνη η παράσταση μύθος: «Ανακοινούται από το υπουργείον Προεδρίας της Κυβερνήσεως ότι κατ’ εντολήν του κ. Κωνσταντίνου Τσάτσου ματαιούται η δευτέρα παράστασις των «Ορνίθων» του Αριστοφάνους, η οποία επρόκειτο να δοθεί σήμερον Κυριακή και ώραν 20.30 Το χθες εμφανισθέν έργον ατελέστατα προπαρασκευασμένον απετέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασικού κειμένου, ωρισμέναι δε σκηναί αυτού παρουσιάσθησαν κατά τρόπον προσβάλλοντα το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού ».
Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος γράφει για «απόπειρα κουμμουνιστικοποιήσεως του Αριστοφάνους», ενώ η «Επιθεώρηση Τέχνης» για σατραπική επέμβαση. Ο Μάριος Πλωρίτης στα «Νέα» προτείνει την αφαίρεση της σκηνής που προκάλεσε τέτοια αντίδραση, ο Τάσος Βουρνάς σημειώνει στην «Αυγή» πως «άδικα πασχίζουν οι από καθέδρας να μεταθέσουν το πρόβλημα που δημιούργησε η απαγόρευση των Ορνίθων από την πραγματική του βάση στον εστετισμό». ενώ ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην «Καθημερινή» υπογραμμίζει: «δεν ήταν καν ατυχής δοκιμή».
Εκείνη η ιστορική παράσταση με ένα φρεσκάρισμα φυσικά επιστρέφει και πάλι στο Ηρώδειο στις 20 και 21 Ιουλίου με τη σκηνοθετική επιμέλεια των Διαγόρα Χρονόπουλου, Κωστή Καπελώνη και Θοδωρή Γράμψα. Στους βασικούς ρόλους οι: Νίκος Μποσδούκος, Γιάννης Δεγαΐτης, Γιώργος Παπαδόπουλος, Δημήτρης Δεγαΐτης, Βασίλης Λέμπερος, Κώστας Βαλέντζας, Γιάννης Καρατζογιάννης, Μιχάλης Σαράντης κ.ά. Τα υπόλοιπα παραμένουν ίδια. Η μετάφραση – διασκευή του Βασίλη Ρώτα, τα σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και η χορογραφία της Ζουζού Νικολούδη όπως ήταν στο δεύτερο ανέβασμα.
Αναμέτρηση ακαδημαϊσμού και μοντερνισμού
Τώρα πια οι «Ορνιθες» δεν προκαλούν τα ίδια συναισθήματα. Ο συνδυασμός μπορεί να είναι πετυχημένος, ωστόσο η παράσταση δεν σηματοδοτεί ό,τι τόλμησε στον καιρό της: «Την ουσιαστική αναμέτρηση μεταξύ του ακαδημαϊσμού και μοντερνισμού», η οποία μάλιστα πήρε πολιτικές διαστάσεις. Ακόμη όμως και για εκείνη την εποχή, η λογοκρισία και ο θόρυβος λειτούργησαν ως η καλύτερη διαφήμιση για το μέλλον της. Η γελοιογραφία του Φωκίωνα Δημητριάδη που σατίριζε τον Κ. Τσάτσο (η γνωστή κότα με το λουρί) ήταν η πιο πετυχημένη της εποχής, ενώ με κάποιες διορθωτικές κινήσεις η παράσταση στην τελική της μορφή το 1962 βραβεύτηκε στο παρισινό Φεστιβάλ των Εθνών. Οι εφημερίδες του εξωτερικού -αντίθετα από τι δικές μας- έγραφαν ύμνους. «Τι ευτυχισμένο σύνολο, τι ελαφράδα σ’ αυτή την παράσταση, πόση χαρά στη σκηνοθεσία του Κ. Κουν» (Figaro – 5/7/62). «Το έργο ξανάρχεται σε μας όπως ήταν άλλοτε: Ενα υπαίθριο πανηγύρι, στο βασίλειο του γήινου χρώματος και της παιδικής χαράς. Ο Κ. Κουν, εμψυχωτής και σκηνοθέτης, έχει δίκιο να πιστεύει στις αιώνιες δυνάμεις της Φύσης» (Le Monde 4/7/62), ενώ το 1964 στο Φεστιβάλ Σαίξπηρ η Daily Mail τονίζει: «Θεσπέσιο θέαμα και μια απολύτως αντάξια αναβίωση ενός μεγάλου έργου».
Στην αναβίωση που επιχείρησε το 1997 το Θέατρο Τέχνης, με υπεύθυνους για τη σκηνοθετική επιμέλεια των «Ορνίθων» τον Γ. Λαζάνη και τον Μ. Κουγιουμτζή, ο τελευταίος μας είχε πει για το «καλλιτεχνικό σκάνδαλο» του 1959: «Η παράσταση έμεινε ιστορική για τους εξής λόγους: Κατ’ αρχάς ήταν μια συγκυρία πραγμάτων. Τάραξε τα λιμνάζοντα νερά ως προς το αρχαίο δράμα όπως έκανε και με το σύγχρονο θέατρο ο δημιουργός της. Ο Κουν έδωσε άλλη χροιά και φόρμα, εντελώς αντίθετη με την ακαδημαϊκή νοοτροπία του Εθνικού».
Ανέτοιμοι
Μας είχε μιλήσει όμως και για τις ατέλειες του πρώτου ανεβάσματος στο οποίο συμμετείχε τόσο ο ίδιος όσο και ο Γ. Λαζάνης. Αυτές ενόχλησαν μεταξύ άλλων. «Η παράσταση εκείνη ήταν ανέτοιμη και δεν ήταν απόλυτο φταίξιμο δικό μας αλλά και του Ηρωδείου που δεν μας παραχωρήθηκε έγκαιρα. Ο Τσαρούχης, θυμάμαι, την τελευταία στιγμή κάλυψε το δάπεδο του θεάτρου – για να μη φαίνονται τα πλακάκια- με χαρτί σε παλ μπλε χρώμα, σαν ουρανός, για να πατάνε πάνω τα πουλιά. Δεν είχε χρόνο να κάνει κάτι πιο στέρεο». Βέβαια όταν άρχισαν να χορεύουν πάνω του οι «Ορνιθες» έγινε το κακό. Το χαρτί σχίστηκε, ενώ φάνηκαν κι άλλα. «Και στα κοστούμια τα φτερά ήταν πιασμένα με παραμάνες Ο Μάνος πάλι είναι γνωστό ότι δούλευε μέχρι την τελευταία στιγμή. Εφερνε τις παρτιτούρες στο παρά πέντε. Βέβαια θεσπέσια μουσική, μεγαλοφυής, που ακόμη και σήμερα θεωρείται πρωτότυπη. Αλλά η προετοιμασία ήταν ελλιπής. Στην πρεμιέρα άλλα έπαιζε ο Μάνος, άλλα τραγουδούσε ο χορός. Και όμως, αυτές οι ατέλειες είχαν μεγάλη γοητεία». Σε εκείνο το ανέβασμα που έγινε το 1997 ο Μ. Κουγιουμτζής ήταν σαφής: «Προσπαθούμε να αναβιώσουμε την παράσταση όχι με τη μουσειακή έννοια. Κρατάμε την αισθητική και τους ρυθμούς, αλλά με μία σύγχρονη υποκριτική αντιμετώπιση».
«Κουβαλάει μύθο βαρύ»
Κάτι ανάλογο λέει στην «Κ» σήμερα και ο Διαγόρας Χρονόπουλος. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από την αρχική παράσταση. Αλλωστε η Ζουζού άφησε και στα χαρτιά τη χορογραφία της. Τα βασικά στοιχεία που ήθελε ο Κουν τα κρατάμε. Δεν είναι αναβίωση με την έννοια της μίμησης. Νομίζω πως η παράσταση βγήκε φρέσκια, ζωντανή, στο ύφος του Θεάτρου Τέχνης. Βέβαια, κουβαλάει μύθο βαρύ. Εγώ έζησα τις πρώτες επεισοδιακές στιγμές της. Ημουν στο δεύτερο προς το τρίτο έτος της σχολής και συμμετείχα στην παράσταση εκείνη. Μάλιστα πριν από λίγους μήνες συνέβη κάτι που με συγκίνησε. Ημουν στο υπόγειο της σχολής όπου είχαμε μεταφέρει όλα τα σκηνικά των «Ορνίθων» λίγο πριν ταξιδέψουμε στο Πεκίνο, για τις απαραίτητες διορθώσεις στα κοστούμια. Εκεί λοιπόν η ενδυματολόγος με φώναξε να δω κάτι που βρήκε. Οταν κατέβηκα στο υπόγειο και αντίκρισα ένα κοστούμι με φτερά και το όνομα Διαγόρας Χρονόπουλος που έγραψα ο ίδιος πριν από 49 χρόνια, καταλαβαίνετε πώς ένιωσα. Ηταν το ίδιο κοστούμι που ζωγράφισε επάνω μου ο Τσαρούχης».
Ο θόρυβος από εκείνη την παράσταση; «Υπερβολές. Τρία τέσσερα άτομα προκάλεσαν τον θόρυβο, φωνάζοντας «αίσχος» στο Ηρώδειο και, όπως είπαν μετά, ήταν βαλτοί. Οσο για τις ατέλειες, κανείς δεν στεκόταν σε αυτές. Ο Χατζιδάκις για παράδειγμα στις πρόβες έγραφε τη μουσική. Δεν τον ένοιαζε η τραγουδιστική τελειότητα των ηθοποιών όσο το πάθος και η ένταση. Εγώ πιστεύω στο ανέβασμα αυτών των παραστάσεων που άφησαν εποχή. Δεν αναφέρμαι μόνο σε αυτές του Θ. Τέχνης. Μακάρι να δούμε πάλι από το Εθνικό Θέατρο τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Μινωτή. Παραστάσεις του Βολανάκη, τους «Πέρσες» του Κουν…».