«Η μεγαλύτερη, η ανεξάντλητη γοητεία της Ελλάδας όλων των εποχών βρίσκεται στην απλότητά της. Αν επιδιώκει να αρέσει, είναι μόνο με την απουσία κάθε γοητείας: να γοητεύεις σημαίνει να οδηγείς κάποιον έξω από τον ίσιο δρόμο, και η Ελλάδα πασχίζει να μας βάλει στο δρόμο αυτόν». Σχεδόν ένας αιώνας μας χωρίζει απ’ αυτήν την Ελλάδα και απ’ αυτή τη λιτή ομορφιά, για την οποία μιλάει με τρόπο σχεδόν απόλυτο ο Γάλλος στοχαστής Ζαν Γκρενιέ σε ένα ταξιδιωτικό κείμενό του δημοσιευμένο στην εξαιρετική συλλογή: «Σελίδες για την Ελλάδα του 20ού αιώνα – κείμενα Γάλλων ταξιδιωτών» (από τις εκδόσεις Ολκός). Αυτή η εικόνα, από ένα ταξίδι σε μια Ελλάδα φαντασιακή, στις δικές μου μνήμες είναι ταυτισμένη με το ελληνικό καλοκαίρι.
Αυτήν την εικόνα, απατηλή κι επίμονη, αναζήτησα επί τέσσερις εβδομάδες στην Κεφαλονιά κατά την πρόσφατη φυγή μου από την Αθήνα. Την ρευστή αίσθηση της ομορφιάς ανάμεσα στο δυνατό φως του ουρανού και στο σκληρό λευκό τοπίο των κομμένων βράχων, που κάθε χρόνο χάνεται πίσω από ένα κακόγουστο σκηνικό, που διαφέρει ελάχιστα από αυτό των διαφημιστικών σποτ για παγωτά και αναψυκτικά με βιταμίνες.
Η ανεξάντλητη γοητεία της Ελλάδας που στοίχειωσε τις λέξεις του Γκρενιέ είναι στοιχείο ενός πολιτισμού που χάνεται πίσω από την ομοιομορφία της ξαπλώστρας, ή γίνεται καπνός από τα ντεσιμπέλ των ηχείων της καντίνας (που έχουν χτυπήσει κόκκινο από τις 10 το πρωί σε τόπους μοναδικούς, όπως η παραλία στους Πετανούς). Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς, και να γίνει κοινότοπος, για τους τσιμεντένιους όγκους που χρόνο με τον χρόνο κάνουν μετάσταση ακόμη και στα πιο παρθένα σημεία του νησιού.
Ο επισκέπτης στην Κεφαλονιά τον Ιούλιο -και πιο σίγουρα τον Σεπτέμβρη- θα μπορέσει να νιώσει την ανεξάντλητη γοητεία για την οποία γράφει ο Γκρενιέ σε γωνιές όπου ο τουρισμός είναι ακόμη μια δεύτερη ασχολία. Στο λιμανάκι της Αγίας Κυριακής, στις ορεινές διαδρομές στον Αίνο, στους Αγίους Φανέντες, στα ερείπια του παλιού μοναστηριού στα Σίσια, στην εικόνα της Αντίσαμου από μακριά. Στο σπιτικό κρασί που οι ντόπιοι συνεχίζουν να φτιάχνουν με μεράκι…
Εικόνες αντιφατικές όλα τούτα από μια Ελλάδα αισθησιακή, που χάνεται σαν μια λευκή γραμμή στον ορίζοντα.