Μετά την περίπτωση του Τόμας Πίντσον, ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ (1919-2010) είναι η δεύτερη πιο μυστηριώδης, αινιγματική φιγούρα στην ιστορία της σύγχρονης λογοτεχνίας. Από τον πρώτο δεν έχει δημοσιοποιηθεί παρά μόνον μία σχολική φωτογραφία, όταν ήταν δεκαεπτά χρόνων. Σε αντίθεση όμως με τον κυριολεκτικά άφαντο Πίντσον, ο Σάλιντζερ είχε, ώς ένα σημείο της ζωής του, φωτογραφηθεί, είχε δώσει συνεντεύξεις, έμοιαζε πιο γήινος. Ομως και αυτός, πάνω ακριβώς στο αποκορύφωμα της συγγραφικής του καριέρας, αποφάσισε να εξαφανιστεί. Οταν το έκανε, ήταν ήδη διάσημος για το θρυλικό μυθιστόρημά του «Ο φύλακας στη σίκαλη» (1951 στα ελληνικά τον μετέφρασε η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη το 1978), είχε φιγουράρει στο εξώφυλλο του περιοδικού Time το 1961 και είχε δημοσιεύσει διηγήματα και νουβέλες η τελευταία ήταν στο περιοδικό The New Yorker, το 1965. Εκτοτε, σιωπή.
Μία νέα βιογραφία και ένα ντοκιμαντέρ, που αμφότερα κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ την εβδομάδα που μας πέρασε, ρίχνουν φως σε αυτό το λογοτεχνικό μυστήριο. Τόσο το βιβλίο όσο και την ταινία (που έχουν τον ίδιο τίτλο: «Σάλιντζερ») υπογράφει ένα πρόσωπο: ο Σέιν Σαλέρνο (Shane Salerno), ο οποίος αφιέρωσε εννέα χρόνια από τη ζωή του στον Σάλιντζερ. Για την ακρίβεια, ο Σαλέρνο υπογράφει τη σκηνοθεσία του ντοκιμαντέρ, αλλά συνυπογράφει τη βιογραφία με τον γνωστό στην Αμερική συγγραφέα Ντέιβιντ Σιλντς (David Shields). Κανένας από τους δύο δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με τον Σάλιντζερ στο παρελθόν, ενώ ειδικά ο Σαλέρνο έκανε έως τώρα καριέρα σεναριογράφου εμπορικών ταινιών στο Χόλιγουντ.
Κι όμως, κρίνοντας από το τρέιλερ, το ντοκιμαντέρ «Σάλιντζερ» δείχνει πολύ ενδιαφέρον και όχι μόνον λόγω θέματος. Φαίνεται πως η πολυετής έρευνα απέδωσε καρπούς και το συμπέρασμα που βγαίνει, τόσο από το ντοκιμαντέρ όσο και από τη βιογραφία, είναι ότι ναι μεν ο Σάλιντζερ σταμάτησε να εκδίδει το 1965, δεν σταμάτησε όμως ποτέ να γράφει, καθημερινά και συστηματικά, στο καταφύγιό του στο Κόρνις του Νιου Χάμσαϊρ, στο οποίο κατέφυγε τη δεκαετία του 50, τρομαγμένος από τη δημοσιότητα που πήρε η έκδοση του «Φύλακα». Μάλιστα, όταν το Τime τον έκανε εξώφυλλο, το 1961, ήδη έκανε λόγο για «τον μεγάλο ερημίτη».
Σύμφωνα λοιπόν με τους Σαλέρνο – Σιλντς, ο Σάλιντζερ θεωρούσε μεγάλο πρόβλημα την έκδοση ενός βιβλίου, εμπόδιο στην αυτοσυγκέντρωσή του και απλώς ενόχληση. Απεναντίας, λάτρευε το γράψιμο από μικρό παιδί και συνέχισε να το υπηρετεί πιστά ώς το τέλος της ζωής του. Απομονωμένος στο καταφύγιό του, δεν επέτρεπε σε καμία από τις συζύγους και τις ερωμένες που διαδέχονταν κατά καιρούς η μία την άλλη, αλλά και στα δύο του παιδιά, να τον ενοχλούν παρά μόνον «αν το σπίτι έπιανε φωτιά». Κατά τους Σαλέρνο – Σιλντς, μάλιστα, ο Σάλιντζερ έχει αφήσει λεπτομερείς οδηγίες για την έκδοση όσων έγραψε από το 1965 έως τον θάνατό του, αρχής γενομένης από το 2015. Οταν τίποτα και κανένας δεν θα μπορεί να τον ενοχλήσει…
Υπήρχε ένας ακόμα λόγος για την απομόνωση του Σάλιντζερ: ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 40 είχε έρθει σε επαφή με τον βουδισμό και διάφορες ινδουιστικές σέκτες. Κατά καιρούς μετατοπιζόταν («ερωτοτρόπησε» και με τη σαϊεντολογία του Ρον Χάμπαρντ), οι θρησκείες της Ινδίας και της Απω Ανατολής, όμως, ήταν το σταθερό σημείο του. Ολα συνέκλιναν σε μιαν αρχή: στην αποφυγή κάθε ανθρώπινης επαφής, στην άρνηση των εγκοσμίων. Στο ντοκιμαντέρ γίνεται λόγος, μάλιστα, για τον «Χάουαρντ Χιουζ της λογοτεχνίας» (καθ ότι ο Σάλιντζερ είχε, φαίνεται, και ορισμένα ζητήματα με εναλλακτικά φάρμακα και θεραπείες…). Πραγματικά, όσες προσπάθειες έγιναν στα κατοπινά χρόνια κάποιος να δημοσιοποιήσει κάτι γύρω από τον Σάλιντζερ, δεχόταν πολύ γρήγορα τηλεφώνημα από τους δικηγόρους του ακόμα κι όταν αυτό το πρόσωπο ήταν δικός του άνθρωπος (όπως η σύντροφός του, Τζόις Μέιναρντ, επίσης συγγραφέας).
«Τον κατέτρυχαν δαίμονες»
Στη βιογραφία και την ταινία αναπτύσσεται μία ακόμα θεωρία γύρω από την απόφαση αυτού του ανθρώπου που ήταν γέννημα-θρέμμα του Μανχάταν, να ζήσει σαν ερημίτης: ο Σάλιντζερ είχε υπηρετήσει ως τυφεκιοφόρος πεζικού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε μερικά από τα πιο σκληρά πεδία μάχης: στην ακτή «Γιούτα» της Νορμανδίας στις 6 Ιουνίου του 1944, στη Μάχη των Αρδενών, καθώς και στην αιματηρή (και αποτυχημένη) εκστρατεία στο δάσος Χούρτγκεν, στα σύνορα Βελγίου και Γερμανίας. Επιπλέον, φαίνεται πως ήταν μεταξύ των απελευθερωτών ενός στρατοπέδου εξόντωσης των ναζί και σύμφωνα με μαρτυρίες, «η δυσωδία της καρβουνιασμένης σάρκας» δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Μαρτυρίες
Εν ολίγοις, οι Σαλέρνο – Σιλντς ισχυρίζονται ότι τον Σάλιντζερ «κατέτρυχαν δαίμονες», πάσχοντας από «καραμπινάτο» Μετατραυματικό Σύνδρομο Αγχους. Αλλες μαρτυρίες, πάλι, θέλουν τον Σάλιντζερ να είναι υπερήφανος για την πολεμική του δράση, να κυκλοφορεί με στρατιωτικό τζιπ, να φοράει το στρατιωτικό του χιτώνιο και να διατηρεί ένα στρατιωτικό κούρεμα ώς το τέλος της ζωής του (πράγμα, όμως, που μάλλον επιβεβαιώνει ότι ο πόλεμος κάποιο κουσούρι του άφησε…)
Αναχωρητισμός, άρνηση του κόσμου, ένας κάποιος μυστικισμός. Ισως δεν θα έπρεπε να μας ξαφνιάζουν όλ αυτά. Στην εξαιρετική συλλογή δοκιμίων «Forty-One False Starts. Essays on Artists and Writers» (Farrar, Straus and Giroux, NY, 2013), η Τζάνετ Μάλκολμ παρατηρεί ότι «στην πεζογραφία του Σάλιντζερ, δεν είμαστε ποτέ σίγουροι πού βρισκόμαστε, ακόμα κι όταν συναντάμε οικείες τοποθεσίες. Ο Φύλακας στη σίκαλη, μολονότι διαδραματίζεται σε μία ανοίκεια, νυχτερινή Νέα Υόρκη, θυμίζει τα οικεία αλλά τρομακτικά, σκοτεινά δάση των παραμυθιών, στα οποία περιπλανιέται σαν χαμένος ο κεντρικός ήρωας μέχρι να έρθει η αυγή».
«Κάλπικος» κόσμος
Με άλλα λόγια, ο Σάλιντζερ είχε μια ροπή προς το απόκοσμο προτού αποσυρθεί στις ερημιές του Νιου Χάμσαϊρ. Ο εξωτερικός κόσμος ήταν εκ φύσεως ξένος, εχθρικός και το μόνο που είχε ένας άνθρωπος να κάνει για να παραμείνει αγνός ήταν να τον αρνηθεί. Ενας κόσμος «κάλπικος», όπως θα έλεγε και ο Χόλντεν στον «Φύλακα», ο οποίος φαντάζεται τον εαυτό του να στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού, εκεί όπου καταλήγει ένα χωράφι με σίκαλη, και να προστατεύει τα παιδιά που παίζουν από το να πέσουν στο κενό. Οπως γράφει η Μάλκολμ, κάπως έτσι έβλεπε και ο Σάλιντζερ τον εαυτό του, σε όλη του τη ζωή.