Οταν η ιστορικός τέχνης Serena D’Italia εντόπισε, τον Σεπτέμβριο του 2019, το έργο του Guglielmo Caccia (Moncalvo) «Ο Αγιος Diego de Alcala σε έκσταση με την Αγία Τριάδα και Σύμβολα του Πάθους» (αρχές 17ου αιώνα) σε ηλεκτρονικό κατάλογο γνωστού οίκου δημοπρασιών με έδρα τη Φλωρεντία, ξόδεψε αρκετή ώρα συγκρίνοντάς το με αυτό που είχε κλαπεί το 2012 από την Εθνική Πινακοθήκη μαζί με τα έργα των Πάμπλο Πικάσο και Πιετ Μοντριάν. «Το σχέδιο έχει κάπως “διορθωθεί”, έχει προστεθεί μια κακής ποιότητας υπογραφή και σφραγίδα», λέει σήμερα στην «Κ», «αλλά πολλές λεπτομέρειες, σκούρες κηλίδες λ.χ., είναι τόσο όμοιες, που είμαι σχεδόν βέβαιη ότι πρόκειται για το ίδιο έργο».
Η πρώτη που ενημέρωσε ήταν η Μαριλένα Κασιμάτη, ιστορικός τέχνης και πρώην επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης (1984-2017), η οποία την είχε βοηθήσει παλαιότερα στέλνοντάς της φωτογραφία του έργου σε υψηλή ανάλυση, για να το συμπεριλάβει σε επιστημονική δημοσίευση σχετική με τη σχολή των Old Masters της Βόρειας Ιταλίας, πεδίο άλλωστε στο οποίο η Serena D’Italia ειδικεύεται. Η κ. Κασιμάτη ήταν μία εκ των επιμελητών της περιοδικής έκθεσης «Στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης. Αγνωστοι θησαυροί από τις συλλογές της». Αυτή η έκθεση, με το έργο του Moncalvo –δωρεά το 1907 του Γρηγορίου Μαρασλή–, μεταξύ άλλων αριστουργημάτων, «έτρεχε» την ημέρα της κλοπής, 9 Ιανουαρίου 2012, όταν η Πινακοθήκη έχασε και το δώρο που έκανε ο Πικάσο το 1949 στον ελληνικό λαό για την προσφορά του στην Αντίσταση. Το έργο με τίτλο «Γυναικείο κεφάλι» (1939).
«Τον Σεπτέμβριο του ’19 ενημερώθηκα από την Ιταλίδα συνάδελφο και στη συνέχεια από τον αρμόδιο του υπουργείου Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο Τορίνο (Soprintendenza) ότι το κλεμμένο σχέδιο του Moncalvo εμφανίστηκε στον κατάλογο δημοπρασιών του οίκου Pandolfini της Φλωρεντίας της 1.10.2019, με αριθμό λαχνού 96, χωρίς αναγραφή προέλευσης, διαστάσεων 340×216 mm και με την πληροφορία ότι “μπορεί να συσχετισθεί με την παραγωγή σχεδίων του ζωγράφου Guglielmo Caccia, γνωστού ως Moncalvo (1568-1625)”. Προφανώς η ταύτιση και το όνομα του καλλιτέχνη ήταν γνώριμα στους δημοπράτες από τον κατάλογο έκθεσης της Εθνικής Πινακοθήκης, διαφορετικά θα ήταν σχεδόν αδύνατον να γίνει», εξηγεί στην «Κ» η κ. Κασιμάτη.
Και συνεχίζει: «Στη φωτογραφία του καταλόγου διακρινόταν ξεκάθαρα ότι είχε όχι μόνον επανασχεδιαστεί το εξωτερικό περίγραμμα που αρχικά είχε φθορές, αλλά και ότι στο κάτω δεξιό άκρο του σχεδίου είχε γίνει προσθήκη ενός (φανταστικού) αριθμού 3Β και μιας δήθεν υπογραφής Μ… με μαύρο μαρκαδόρο, στη θέση ακριβώς όπου παλαιότερα υπήρχε κενό στο χαρτί. Η πλαστογράφηση είναι φανερό πως έγινε με τη συνδρομή συντηρητή/τριας χάρτου μετά την κλοπή. Δεν αποκλείεται μάλιστα να ήταν ελληνικά τα χέρια αυτά. Θεωρώ κι εγώ σχεδόν σίγουρο ότι το έργο της δημοπρασίας είναι το ίδιο και το αυτό έργο της Εθνικής Πινακοθήκης, το οποίο, μετά την κλοπή, υπέστη πλαστογράφηση, πιθανώς ακόμη και πλύση για εξάλειψη φθορών της χάρτινης επιφάνειας και με σκοπό τη σύγχυση. Είναι εντελώς αδύνατον, ένα χειροποίητο σχέδιο να επαναληφθεί με ακριβώς τον ίδιο τρόπο δύο φορές, χωρίς την παραμικρή γραμμική παρέκκλιση».
Η κ. Κασιμάτη ενημέρωσε αμέσως την ηγεσία του ΥΠΠΟ. «Ηρθα σε επικοινωνία με τη Βάσω Παπαγωργίου, προϊσταμένη Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού. Προθυμοποιήθηκα μάλιστα να ταξιδέψω η ίδια στην Ιταλία. Ισως μέσω του σχεδίου του Moncalvo άνοιγε ο δρόμος για τον εντοπισμό των άλλων δύο σπουδαίων έργων, του Πικάσο και του Μοντριάν. Ηταν άλλωστε το πρώτο απτό στοιχείο από το μακρινό 2012».
Τι απαντάει το ΥΠΠΟ
«Η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, σε συνεργασία με την Εθνική Πινακοθήκη, προχώρησε άμεσα σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες μέσω των αρμοδίων αστυνομικών αρχών (Interpol) προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης τεκμηρίωση του έργου, ενώ παράλληλα έχει ζητηθεί και η συνδρομή της εισαγγελικής αρχής στην εν λόγω υπόθεση», απαντάει η κυρία Βάσω Παπαγεωργίου σε ερώτηση της «Κ», διευκρινίζοντας ότι «οι υποθέσεις διεκδίκησης παρανόμως διακινηθέντων πολιτιστικών αγαθών απαιτούν χρόνο και επιμονή μέχρι να τελεσφορήσουν, όλοι οι χειρισμοί γίνονται μέσω διαβαθμισμένων εγγράφων και μέχρι την τελική έκβαση των υποθέσεων τηρείται η αρχή της εμπιστευτικότητας».
Εξηγεί επίσης ότι «το έργο φαίνεται κατ’ αρχήν όμοιο με εκείνο που είχε κλαπεί στις 9.1.2012 από την Εθνική Πινακοθήκη και είχε αναρτηθεί στη βάση κλαπέντων της Interpol “P.sy.c.he”, παρουσιάζει ωστόσο ορισμένες μικρές διαφορές». Μαζί της συμφωνεί και η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. «Εχουμε σοβαρές αμφιβολίες, κυρίως επειδή υπάρχει μια μικρή διαφορά στο μέγεθος, αλλά και κάποιες διαφορετικές κηλίδες», λέει στην «Κ». Εντούτοις, παραδέχεται ότι η Εθνική Πινακοθήκη δεν έστειλε κάποιον ειδικό να εξετάσει από κοντά το έργο. «Εθεσα το ζήτημα στο Δ.Σ. και δεν το κρίναμε απαραίτητο».
Λίγες ώρες μετά τον εντοπισμό του από τη Serena D’Italia, το έργο κατέβηκε από τον ηλεκτρονικό κατάλογο του οίκου δημοπρασιών.