Μπορεί ένας άνθρωπος και ένα χταπόδι να γίνουν φίλοι; Και πώς μπορεί να μοιάζει αυτή η αναπάντεχη φιλία; «Πολλοί λένε ότι τα χταπόδια είναι σαν εξωγήινοι. Το περίεργο είναι πως, όταν τα πλησιάζεις, συνειδητοποιείς ότι μοιάζουμε με πολλούς τρόπους». Ετσι ξεκινάει ο Κρεγκ Φόστερ την αφήγησή του στην εξαιρετική ταινία ντοκιμαντέρ «Ο δάσκαλός μου, το χταπόδι» που έκανε πρεμιέρα στο Netflix πριν από λίγες εβδομάδες. Ο βραβευμένος κινηματογραφιστής και δύτης αφιέρωσε σχεδόν μια δεκαετία στην εξερεύνηση του μεγάλου υποθαλάσσιου δάσους των κελπιών στο Δυτικό Ακρωτήριο της Νότιας Αφρικής, κοντά στις ακτές του Κέιπ Τάουν.
Στη διάρκεια των υποβρύχιων περιπλανήσεών του συνάντησε ένα θηλυκό χταπόδι, το οποίο ξεκίνησε να παρατηρεί και να βιντεοσκοπεί καθημερινά. Μέσα σε διάστημα ενός χρόνου είχε αναπτύξει μαζί του μια μοναδική αμφίδρομη σχέση αλλά και έναν βαθύ συναισθηματικό δεσμό. «Ολα ήταν τόσο ιδιαίτερα», θυμάται, «φυσικά οι στιγμές που είχαμε άμεση διάδραση, όταν ηθελημένα ερχόταν σε επαφή μαζί μου, αλλά και οι στιγμές που μου έδειχνε μια καινούργια συμπεριφορά ήταν αξιομνημόνευτες». Αυτό το χταπόδι έγινε η φίλη του, ο δάσκαλός του, η ανέλπιστη πρωταγωνίστρια μιας ταινίας μοναδικής στο είδος της, που συνδυάζει τη χαρτογράφηση του υποθαλάσσιου παραδείσου του Δυτικού Ακρωτηρίου με την ευαίσθητη ματιά στον φυσικό κόσμο και τα υπέροχα πλάσματά του, μέσα από εικόνες μοναδικής ομορφιάς και τεχνικής αρτιότητας.
Ολα ξεκίνησαν το 2010. Ο Κρεγκ ζούσε επί δύο χρόνια στην «απόλυτη κόλαση», όπως παραδέχεται. Ηταν εξαντλημένος από χρόνια σκληρής δουλειάς, δεν άντεχε στη σκέψη να ξανακρατήσει κάμερα ή να ξαναμπεί σε αίθουσα μοντάζ. Η οικογένειά του υπέφερε και ο ίδιος αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να είναι καλός πατέρας για τον γιο του. Συνειδητοποίησε τότε ότι η εσωτερική του ισορροπία είχε χαθεί λόγω της απομάκρυνσής του από το φυσικό περιβάλλον.
Ως παιδί είχε περάσει αμέτρητες ώρες στις βραχώδεις ακτές και στο μοναδικής ομορφιάς δάσος των κελπιών του Δυτικού Ακρωτηρίου. Ορμητήριό του τότε ήταν ένα ξύλινο μπάνγκαλοου που ατένιζε τον Ατλαντικό. Η αποσύνδεσή του από τον φυσικό κόσμο τού είχε κοστίσει ακριβά. Για να συνέλθει, αποφάσισε να επιστρέψει στον ωκεανό. Χρειάστηκαν μήνες καθημερινών καταδύσεων στα παγωμένα νερά, ώστε να συνηθίσει το σώμα και το μυαλό του την επαφή με τον ωκεανό και τον κόσμο του. Δεν χρησιμοποιούσε στολή κατάδυσης, ώστε να νιώθει σαν αμφίβιο, να βρεθεί όσο πιο κοντά μπορούσε στο υποθαλάσσιο περιβάλλον. «Πετούσε» σε αυτό το τρισδιάτατο υποθαλάσσιο δάσος, νιώθοντας σαν να είναι σε άλλο πλανήτη, λέει.
Η θεραπευτική επίδραση της ανανεωμένης επαφής του με τον ωκεανό είχε ως αποτέλεσμα να νιώσει την επιθυμία να κρατήσει και πάλι στο χέρι του την κάμερά του, να τραβήξει πλάνα. Η ιδέα της ταινίας ωστόσο γεννήθηκε μετά την αποκαλυπτική εμπειρία της γνωριμίας του με «εκείνη». «Η ταινία ήταν μια οργανική διαδικασία», τονίζει. «Η σχέση μου με το χταπόδι διήρκεσε ένα χρόνο. Είχα ήδη περάσει μερικά χρόνια κάνοντας ελεύθερη κατάδυση και εξερευνώντας το θαλάσσιο δάσος, μαθαίνοντας να προσαρμόζομαι και να κινούμαι στο παγωμένο νερό, καταγράφοντας τη βιοποικιλότητα του δάσους των κελπιών, πριν τη συναντήσω. Αυτόν τον ένα χρόνο περνούσα σχεδόν κάθε μέρα στο νερό, αλλά δεν έχω χρονομετρήσει πόση ώρα την ημέρα την παρακολουθούσα· υπολογίζω περίπου 30 λεπτά ημερησίως. Συχνά κοιμόταν ή ξεκουραζόταν, έτσι δεν περνούσα όλο αυτόν τον χρόνο μαζί της».
Ανεκτίμητα μαθήματα
Ηταν συναρπαστικό, ομολογεί, ότι έμαθε να βλέπει το περιβάλλον του υποθαλάσσιου δάσους μέσα από τα μάτια της νέας του φίλης. «Ηταν υπέροχο το να παρατηρώ πώς όλα σε αυτό το υποθαλάσσιο οικοσύστημα ήταν δεμένα μαζί και κινούνταν σε ένα κυκλικό σύστημα ζωής και θανάτου στο οποίο κάθε οργανισμός εξαρτιόταν από τον άλλο». Πήρε ανεκτίμητα μαθήματα: «Οτι οι τόποι άγριας ζωής και τα ζώα που ζουν εκεί είναι πολύτιμα. Οτι είμαστε μέρος της φύσης και όχι επισκέπτες. Οτι η βαθιά επαφή μας με τη φύση είναι σημαντική για το ευ ζην μας. Οτι η επιβίωσή μας είναι συνδεδεμένη με την υγεία και τη βιοποικιλότητα του φυσικού κόσμου. Αν το περιβάλλον ευημερεί, ευημερούμε κι εμείς· αν πεθάνει, πεθαίνουμε κι εμείς. Η πιο επικίνδυνη σκέψη είναι ότι εμείς οι άνθρωποι μπορούμε με κάποιον τρόπο να ζήσουμε χωρίς τη φύση. Είμαστε η φύση και το μέλλον μας ως είδος είναι εγγυημένο αν επιτρέψουμε στον φυσικό κόσμο να επιβιώσει και να είναι προστατευμένος». Αυτή η εμπειρία τού άλλαξε τη ζωή με πολλούς τρόπους, παραδέχεται: «Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι είμαι ένα ακόμα ζώο σε αυτόν τον πλανήτη. Με έκανε να αισθανθώ πόσο εμείς οι άνθρωποι ανήκουμε εδώ. Είναι το σπίτι μας, το μόνο μας σπίτι. Το να είναι κανείς στη φύση είναι το πιο θεραπευτικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε για τους εαυτούς μας».
Γι’ αυτό αποφάσισε να κάνει αυτή την ταινία; «Είμαι κινηματογραφιστής και αφηγητής ιστοριών, αυτό κάνω στη ζωή μου. Νιώθω ότι οι ιστορίες είναι σημαντικές, γιατί μπορούν να κινητοποιήσουν το συναίσθημα και να κάνουν τους ανθρώπους να ακούσουν προσεκτικά και να νοιαστούν. Ηθελα να μοιραστώ τη μαγεία και τη χαρά που έζησα στο δάσος των κελπιών και να δείξω στον κόσμο την ομορφιά του υποθαλάσσιου δάσους της Νότιας Αφρικής και τη σημασία τού να είμαστε συνδεδεμένοι με τη φύση».
Για τον λόγο αυτό έχει προχωρήσει και στην ίδρυση της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης SeaChange Project, μιας κοινότητας επιστημόνων, δημοσιογράφων, κινηματογραφιστών που εργάζονται για την ανάδειξη και προστασία του υποθαλάσσιου δάσους. Στόχος τους είναι να κινητοποιήσουν επιστήμονες, φορείς, πολιτικούς και το κοινό ώστε να γίνουν μέρος της αναγέννησης του πλανήτη.