Στράτος Διονυσίου: Τραγουδούσε κι άκουγες την ψυχή του

Στράτος Διονυσίου: Τραγουδούσε κι άκουγες την ψυχή του

Μια νέα έκδοση για τον Στράτο Διονυσίου, με μαρτυρίες της οικογένειάς του, φίλων και συνοδοιπόρων του καλλιτεχνών

8' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η συνάντηση είχε οριστεί στις Τζιτζιφιές, στο Φαληρικό Δέλτα. Δεν είχα ξαναπάει στον ιππόδρομο, όμως εκεί όρισε κοφτά, χωρίς πολλά λόγια, ο Στράτος Διονυσίου να τον συναντήσω.

Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ένας από τους πρωταγωνιστές της νυχτερινής διασκέδασης, θα μιλούσε για τα νέα του σχέδια, αλλά εκείνο το μεσημέρι δεν είχε νου για το τραγούδι.

Αψεγάδιαστος, λες και βγήκε από σελίδα περιοδικού, με την τσάκιση στο παντελόνι χαρακιά, έμοιαζε παραφωνία στην εικόνα του ετερόκλητου πλήθους. Δεν θυμάμαι τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις, παρά μόνο το βλέμμα του που ήταν απασχολημένο σε όσα διαδραματίζονταν έξω από την τζαμαρία της μεγάλης αίθουσας. Ο νους του ήταν στα άλογα, τα δικά του, όπως μου τόνισε περήφανος. 

Τα τσιγάρα που κάπνιζε το ένα μετά το άλλο δήλωναν αγωνία όσο ζούσα τη δική μου, άπειρη ακόμη, για να ξεκλειδώσω τον μεγάλο βάρδο. Ευγενικός αλλά βαρύς, φειδωλός στα χαμόγελα, μάγκας στους τρόπους, οι κουβέντες μετρημένες. Ομως, η συζήτηση κύλησε γιατί, όπως έλεγαν οι παλιότεροι τότε, ο Στράτος ήταν επαγγελματίας. Ωσπου, μια κούρσα τον έκανε να χάσει την ψυχραιμία του. Με ένα σάλτο που πυροδότησε η ήττα, ανέβηκε σβέλτα στο τραπέζι και όρθιος χτύπησε θυμωμένα την τζαμαρία. Ακόμη θυμάμαι την ανοιχτή παλάμη με το σεβαλιέ στο μικρό δάχτυλο, που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το τζάμι, λες και θα άλλαζε το αποτέλεσμα της ιπποδρομίας. Το άλογό του –23 διέθετε–, είχε χάσει. Το ίδιο και εγώ τη συνέχεια της συνέντευξης…

Στράτος Διονυσίου: Τραγουδούσε κι άκουγες την ψυχή του-1
Ο Στράτος Διονυσίου στις αγροτικές φυλακές της Τίρυνθας.

Βάρδος λαϊκός, Σαλονικιός

Το τι ήταν ο Στράτος Διονυσίου αποκρυπτογραφεί με μαστοριά ο συγγραφέας, στιχουργός και ερευνητής Κώστας Μπαλαχούτης στο «Βάρδος λαϊκός, Σαλονικιός» (εκδόσεις Μένανδρος) που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες. Στις 11 Μαΐου του 1990, μόλις στα 55 του, έφυγε από τη ζωή ο λαϊκός ερμηνευτής. Λίγες ώρες πριν τραγουδούσε στο κέντρο του στην οδό Φιλελλήνων. Κατά τις 5.30 το πρωί έφυγε από εκεί, για να πάει στη σουίτα του στο ξενοδοχείο «Χανδρής». Ηθελε να ξεκουραστεί και να παρακολουθήσει από το «παρατηρητήριό» του, το 707, τις ιπποδρομίες. Δεν πρόλαβε να δει το άλογό του. Πέθανε από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής.

Από γονείς Μικρασιάτες, ο Στράτος γεννήθηκε στη Νιγρίτα Σερρών. Ατακτος χαρακτήρας αλλά καλός μαθητής, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη όπου μετακόμισε σε συγγενείς το 1947 μέχρι να έρθουν οι δικοί του. Ενα χρόνο μετά, έχασε τον πατέρα του. Εγινε πραματευτής στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ενώ η σκούπα της μητέρας μετατρεπόταν συχνά για παιχνίδι, σε μπουζούκι. Εφηβος χτυπήθηκε από τον έρωτα για τη γειτόνισσά του στον Επτάλοφο, τη Γεωργία Λαβένη. Η Γίτσα έγινε νωρίς σύζυγος, στήριγμα και μητέρα των τεσσάρων παιδιών τους: του Αγγελου και της Τασούλας και αργότερα του Στέλιου και του Διαμαντή. Ο Στράτος βιοποριζόταν από το κασελάκι αλλά και από τη δουλειά σε ένα ραφείο. Πώς να μην του μείνει η αδυναμία στο προσεγμένο, ακριβό ντύσιμο; Πατέρας από νωρίς, εργαζόταν τα πρωινά και τα βράδια τραγουδούσε στη «Φαρίντα» όπου πήγαινε με την παρέα του.

Στράτος Διονυσίου: Τραγουδούσε κι άκουγες την ψυχή του-2
Λάτρευε τα άλογα. «Στελάρας», «Ξανθός Αγγελος», «ΠΑΟΚάρας», «Διαμαντής Junior», «Εντιθ Πιάφ», ήταν μερικά από τα ονόματα που τους έδωσε.

Το 1957 η Καίτη Γκρέυ, φρεσκοχωρισμένη από τον Καζαντζίδη, ανακάλυψε τον καλό λαϊκό τραγουδιστή που αναζητούσε και τον έφερε στην Αθήνα. Αργότερα ο Διονυσίου κατάφερε να φέρει την οικογένεια με τη «χαρτούρα» και την εγκατέστησε στο Αιγάλεω. Στο μεταξύ άρχισε να ηχογραφεί τραγούδια στην «Columbia». Ωστόσο, θεωρεί ότι τον έχουν στο «ψυγείο». Ο ίδιος, το 1986, λέει στον Στέλιο Ελληνιάδη και το «Ντέφι» ότι οι εταιρείες πολέμησαν το λαϊκό: «Από τον “Επιτάφιο” και μετά, θέλανε να δώσουν μια άλλη μορφή του τραγουδιού, αλλά η ρίζα δεν σβήνει».

Η συνάντηση το 1967 με τον Ακη Πάνου άλλαξε την πορεία. Τα τραγούδια «Και τι δεν κάνω», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Στον σταθμό του Μονάχου» βρήκαν την αυστηρή χωρίς μελό υπερβολές φωνή και έγιναν σουξέ. Ενα βράδυ στο ζόρικο «Σου Μου» στο Αιγάλεω, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος πηγαίνει τον Μίμη Πλέσσα. Ο δημοφιλής στιχουργός είχε γράψει σε μια νύχτα τους στίχους του «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» για την περίφημη σκηνή της ταινίας «Ορατότης μηδέν» του Νίκου Φώσκολου, αλλά λείπει ο τραγουδιστής και ο Φίνος πιέζει… Ηταν από τα χειρότερα βράδια της ζωής του Πλέσσα. «Είχε τόσο καπνό, που έπρεπε να τον κόβεις με τον σουγιά για να δεις όχι το πάλκο, αλλά τον διπλανό σου», εξομολογήθηκε στον συγγραφέα. Γεμάτο από κόσμο, στριμωξίδι, φωνές, γκαρσόνια, κορίτσια με λουλούδια, λαχειοπώλες. «Η Ανθούλα Αλιφραγκή ξεσήκωνε τον κόσμο. Πλάι της ένα σεμνό αγόρι, με μια κιθάρα, τη συνόδευε. Οταν ήρθε η σειρά του να τραγουδήσει, η ζεστή χροιά του και η αλήθεια της φωνής του με αποζημίωσαν για όσα αναγκαστικά μαρτύρια τραβούσα. Ο Λευτέρης είχε δίκιο. Αυτός ήταν ο τραγουδιστής μας». Ο Στράτος είπε με την πρώτη το τραγούδι στο στούντιο. Η εικόνα του άλλαζε, το μεροκάματο ανέβηκε στις 3.500 χιλιάδες δραχμές τη βραδιά, και σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί. Τα 23 τραγούδια του Πάνου, ο Πλέσσας και βέβαια οι Αντώνης Ρεπάνης, Νίκος Καρανικόλας, Γιάννης Καραμπεσίνης. 

Στράτος Διονυσίου: Τραγουδούσε κι άκουγες την ψυχή του-3
Ο Στέλιος Καζαντζίδης σε συνέντευξή του («Ακρόπολις», 1977) είχε πει μεταξύ άλλων: «Ξεχωρίζω μόνο τον Στράτο Διονυσίου, γιατί έχει την πιο αρρενωπή φωνή, που μοιάζει με τη δική μου, η οποία έχει απήχηση στο κοινό».

Οι γιοι του Αγγελος, Στέλιος και Διαμαντής τον θυμούνται με αγάπη. Η Τασούλα έφυγε από τη ζωή το 2012. Τον μεγάλο τον πήγαινε ο ίδιος στον Παναθηναϊκό, στους εφήβους. Δεν έχαναν ντέρμπι Ολυμπιακού – ΠΑΟΚ στο Καραϊσκάκη, ενώ είχαν διαρκείας στη Λεωφόρο. Ο Στράτος λάτρευε τα σκυλιά και τα άλογα. «Στελάρας», «Ξανθός Αγγελος», «ΠΑΟΚάρας», «Διαμαντής Junior», «Εντιθ Πιάφ», ήταν μερικά από τα ονόματα που τους έδωσε. «Τα καθάριζε τα έπλενε, μιλούσε μαζί τους. Τους δίναμε κυβάκια ζάχαρης και καρότα. Το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου ήταν γεμάτο από αυτά», λέει ο Στέλιος. 

«Είμαι δεμένος διαφορετικά με τα άλογα. Είναι περήφανα ζώα, μου πάνε», είχε πει ο Στράτος στη Βίκυ Μιχαλονάκου (εκδ. Κάκτος). Η κυρία Γεωργία κρατάει ενθύμιο τα κιάλια του. Λέει ότι ήταν νοικοκύρης και κουβαρντάς, «φρόντιζε τα χρήματά του και την οικογένειά μας». Εφτιαξε το σπίτι στη Θεσσαλονίκη, εξοχικό στη Χαλκιδική, αγόρασε το σπίτι στην οδό Σισίνη το 1971, δίπλα στο Χίλτον. Ομως ήρθαν τα πάνω κάτω…

Στράτος Διονυσίου: Τραγουδούσε κι άκουγες την ψυχή του-4
Ο Τόλης Βοσκόπουλος διορθώνει τη γραβάτα του Στράτου Διονυσίου. Από τους πιο καλοντυμένους του ελληνικού τραγουδιού και οι δυο τους.

Η «περίεργη υπόθεση», η φυλακή, ο «Στράτος» στη Φιλελλήνων

Ο Στράτος οδηγήθηκε στη φυλακή για κατοχή ναρκωτικών και οπλοχρησία. «Περίεργη υπόθεση» περιγράφει ο Κ. Μπαλαχούτης, ξεκίνησε όταν η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης συνέλαβε μέσα σε αυτοκίνητο τρία άτομα να καπνίζουν και να έχουν στην κατοχή τους ποσότητα χασίς. Ο ίδιος ο Διονυσίου είπε ότι τον κατήγγειλε ιδιοκτήτης κέντρου επειδή αρνήθηκε συνεργασία μαζί του. Στην έρευνα στο αυτοκίνητό του, θυμάται ο Αγγελος, εντόπισαν ένα περίστροφο και μία κούτα αμερικάνικα τσιγάρα. «Εκανε το λάθος να μη ζητήσει δικηγόρο. Του είπαν “καλή τη πίστει” πες ότι πήρες μία φορά πριν από μερικά χρόνια, μη σε τραβάμε Θεσσαλονίκη για ανάκριση και δίκη και τελειώσαμε… Κάπως έτσι βγήκε ότι ο Διονυσίου ομολόγησε!». Για το όπλο είχε άδεια κανονική, υποστηρίζει η σύζυγός του. Τα τσιγάρα τα δώριζαν φίλοι και θαυμαστές του από την Αμερική. Οι ουσίες; «Μες το σπίτι μας δεν άναψε ποτέ ένα τέτοιο τσιγάρο. Δεν ξέρω τι έκανε στη δουλειά του, πριν ή μετά, αλλά μαζί μας ήταν πάντα άψογος».

Στις αγροτικές φυλακές της Τίρυνθας ηχογράφησε ένα ολόκληρο δίσκο σε μουσική Πλέσσα και στίχους του Κώστα Ρουβέλα! Μια αίθουσα παραγεμισμένη από στρώματα, μεταμορφώθηκε σε στούντιο. Στο εξώφυλλο του δίσκου ο Στράτος φωτογραφήθηκε με ζιβάγκο και στο οπισθόφυλλο ο Δημήτρης Αρβανίτης σχεδίασε αμπάρες. Τελικά του δόθηκε χάρη το μισό της ποινής. Επαιξε καθοριστικό ρόλο ο Τζώρτζης Αθανασιάδης εκδότης της «Βραδυνής» και θαυμαστής του ερμηνευτή.

Στράτος Διονυσίου: Τραγουδούσε κι άκουγες την ψυχή του-5
Οικογενειακές στιγμές με τη σύζυγό του Γεωργία, τον Αγγελο Διονυσίου έφηβο και την κόρη του Τασούλα, που έφυγε από τη ζωή το 2012.

Ελεύθερος πια και με γκρίζα μαλλιά από τη στενοχώρια. Εκείνος που του πρωτοστάθηκε ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος. «Ο Αδερφός σου» υπογράφει πρώτος πρώτος στην έκδοση «Βάρδος λαϊκός, Σαλονικιός». Ο Στέλιος Διονυσίου θυμάται τον Τόλη να πηγαίνει συχνά στο «Στράτος», για να ακούσει τον πατέρα του. Τον ήξεραν όλοι, επιπλέον «ξεχώριζε και από το ντύσιμο, που ήταν σαν φιγουρίνι, και από την εντυπωσιακή του Τζάγκουαρ».

Ακολούθησαν «Τα Ορθόδοξα» του Κώστα Καλδάρα το 1978, όμως το «Υποκρίνεσαι» των Τάκη Σούκα – Μάκη Αλατζά στη Minos τον εκτίναξε το 1980 στην κορυφή και τον κράτησε μέχρι το 1990. Το κοινό έχει αλλάξει, τα τραγούδια των Μουσαφίρη, Νικολόπουλου, Πολυκανδριώτη, Σούκα, Χρυσοβέργη υμνούν τον άσωτο έρωτα. Η υπερβολή του αισθήματος, της καψούρας, δεν πνίγεται πια σε μικρούς χώρους και μπίρες, αλλά σε μεγάλους χώρους με ουίσκι, καφάσια σαμπάνιας και σοσιαλιστική δίψα για γλέντι: «Ο λαός τραγούδι θέλει, φτάνουν τα προβλήματα». Στις πίστες γίνεται ύμνος ο «Σαλονικιός», ενώ οι ταξιτζήδες έχουν το δικό τους: «Πήγαινε με όπου θέλεις ταξιτζή».
Ο «Στράτος» στη Φιλελλήνων είναι «καθαρόαιμο μπουξουξίδικο, αλλά όχι κολέγιο», γράφει ο Κ. Μπαλαχούτης. Εκεί θέλησε να θυμίσει τη διασκέδαση του ’50-’60 όπως τη βίωσε. Χωρίς σπασίματα, ο τραγουδιστής καθιστός και το κοινό να ακούει και να χορεύει όταν οι στιγμές το επιτρέπουν.

Στράτος Διονυσίου: Τραγουδούσε κι άκουγες την ψυχή του-6
Το 45άρι με το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» των Πλέσσα – Παπαδόπουλου, που γράφτηκε για την ταινία «Ορατότης μηδέν» του Φώσκολου.

«Ο ατσαλάκωτος»

Κουστούμι, γραβάτα, μαντιλάκι, λουστρίνια παπούτσια. «Ο ατσαλάκωτος» έλεγαν, επειδή δεν άναβε τσιγάρο, μη και κάνει χαρακιά στον αγκώνα η κίνηση. Οταν τελείωνε το πρόγραμμα, έδινε τη γραβάτα για σιδέρωμα για να μην υπάρχει ούτε υποψία «τσακίσματος» από το δέσιμο. Δεν φαλτσάριζε ποτέ. «Τέτοιο κούρδισμα δεν το ’χω ξαναδεί», θαυμάζει ο Τάκης Σούκας. Τα τραγούδια τα άκουγε στο αυτοκίνητο, έβαζε την κασέτα και τα μάθαινε. «Πήγα τα τραγουδάκια μου εκδρομή» έλεγε, θυμάται ο Αχιλλέας Θεοφίλου. «Εξέφρασε το λαϊκό τραγούδι με έναν μοναδικό τρόπο χωρίς φιοριτούρες, λιτά, μεστά, ουσιαστικά», υπογραμμίζει ο Μανώλης Μητσιάς: «Τραγουδούσε κι άκουγες την ψυχή του». Πρωτόγνωρη εμπειρία χαρακτηρίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος την ηχογράφηση του «Σαλονικιού»: «Πήγα στο στούντιο με τον Νικολόπουλο στις 12 το μεσημέρι. Ο Στράτος ήρθε στις 12.15. “Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τραγουδήσω, είμαι κουρασμένος” είπε. Επειτα, άναψε τσιγάρο, πήρε θέση μπρος στο μικρόφωνο και άρχισε να τραγουδάει. Στις 4.30 είχε τελειώσει –13 τραγούδια– όλο τον δίσκο! Κάθε τραγούδι μια κι έξω! Και χωρίς ψεγάδι!». Ενας μεγάλος στιβαρός τραγουδιστής. 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT