Το καλοκαίρι του 1974, ο ήχος από τα «Λιανοτράγουδα» γέμιζε τον αέρα. Τον ακούγαμε –μικροί, μεγάλοι– μεθυσμένοι από χαρά. Ηταν ο ήχος της απελευθέρωσης και θυμάμαι τη νεανική φωνή του Γιώργου Νταλάρα να τραγουδάει το «Κυκλάμινο», που είχε γίνει εθιστικό.
Ακουγόταν από παράθυρα και από αυλές, από ραδιόφωνα, πικάπ και κασετόφωνα. Ο δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου είχε μόλις κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, που ήταν πλέον ελεύθερη.
Το 1973, τα «18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» είχαν πρωτοκυκλοφορήσει στο Παρίσι με τη Μαρία Φαραντούρη και άλλους σπουδαίους ερμηνευτές.
Εκείνο, όμως, το καλοκαίρι του ’74 τα είχε όλα: πτώση της χούντας, έλευση του Καραμανλή, τουρκική εισβολή στην Κύπρο, φρενίτιδα χαράς και μεγάλη ανησυχία. Είχε όμως και Θεοδωράκη, που είχε και εκείνος επιστρέψει από το Παρίσι και έφερνε ελπίδα στους Ελληνες… Είχαμε μεγαλώσει εμείς της νεότερης τότε γενιάς με το όνομα του Μίκη να είναι απαγορευμένο.
«Στο σπίτι ακούνε Θεοδωράκη», λέγαμε ψιθυριστά στο σχολείο για κάποιον συμμαθητή με τολμηρούς γονείς. Αλλά υπήρχε ως ωστικό κύμα ο ήχος των τραγουδιών του από την περίοδο της ελευθερίας, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Τα 45άρια με τη «Μαργαρίτα, η Μαργαρώ» και το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο» ήταν μέσα σε χιλιάδες σπίτια πριν από τη δικτατορία, υπήρχε όλο εκείνο το θερμό ψυχικό υπόστρωμα που απελευθερώθηκε ορμητικό μετά το 1974.
Δύσκολο να σκεφθεί κανείς τη δημιουργία του Μίκη Θεοδωράκη χωρίς το ιστορικό ορόσημο της δικτατορίας, που τον ωρίμασε ακόμη περισσότερο και τον παρέδωσε με δάφνες λαϊκού ήρωα και αγωνιστή.
Ο Μίκης πριν και ο Μίκης μετά τη δικτατορία είναι το ίδιο πρόσωπο, αλλά η κατάργηση της ελευθερίας στην Ελλάδα ενεργοποίησε μέσα του ακόμη βαθύτερα κοιτάσματα έμπνευσης.
Το 1974, τα «Λιανοτράγουδα» ήταν από τα πρώτα τραγούδια της νεότευκτης ελευθερίας. Μια νέα εποχή ανέτειλε και ο Μίκης ήταν στην πρωτοκαθεδρία μιας νέας Ελλάδας, σε μια ηλικία ορμητικής δημιουργίας, σε μια περίοδο που τον έβρισκε ώριμο βιολογικά και πνευματικά, με διεθνείς συμμαχίες και μια νεολαία στην πατρίδα που τον λάτρευε.