«Εμείς δεν κάναμε τίποτα. Το πραγματικό θαύμα το έκανε πριν από ενάμιση αιώνα ο Μπέκας με τα μέσα της εποχής», μας λέει κοιτώντας χαμογελαστά το γεφύρι της Πλάκας ο Γιώργος Σμύρης, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Ο Κώστας Μπέκας ήταν ο πρωτομάστορας του 1866, όταν το πελώριο πέτρινο γεφύρι ένωσε τις δύο όχθες του Αράχθου. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν η Ελλάδα μεγάλωσε, εκεί στήθηκε το σύνορο –και το τελωνείο– της χώρας με την απέναντι Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οσο για τον Γιώργο Σμύρη, αυτός ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε να στήσει όχι ακριβώς το γεφύρι στα πόδια του, αλλά μάλλον τα ίδια τα… πόδια της επιβλητικής κατασκευής, μετά την κατάρρευση της τελευταίας τον Φεβρουάριο του 2015.
«Αυτό που κάναμε εμείς ήταν η αποπεράτωση όλων των πρόδρομων εργασιών, όλης της θεμελίωσης δηλαδή του τμήματος που βρίσκεται μέσα στο ποτάμι, προτού ο εργολάβος αναλάβει τα υπόλοιπα», μας λέει ο κ. Σμύρης, ο οποίος παρακολούθησε την εξέλιξη του έργου από την αρχή μέχρι το τέλος του. «Βασικό κομμάτι, ώστε να αποκατασταθεί το γεφύρι στην ίδια ακριβώς μορφή, ήταν η μελέτη της παλιάς κατασκευής. Χρησιμοποιήσαμε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο: παλιές φωτογραφίες, ιστορικές πηγές, μαρτυρίες και πάνω από όλα την ίδια την παρατήρηση των σπασμένων κομματιών που ανασύραμε από το ποτάμι. Στην πορεία κάναμε και πολύ ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι τα βάθρα της γέφυρας ήταν ενισχυμένα με πλαίσια θειούχου σιδήρου, εισηγμένου όπως αποδείχθηκε, από τη Βρετανία».
Κάποια από τα σπαράγματα μάλιστα βρήκαν τη θέση τους και στο καινούργιο γεφύρι. «Οπως καταλαβαίνει κανείς ήταν τέτοια η ορμή του νερού, που πέτρες από το γκρεμισμένο γεφύρι πρέπει να έφτασαν μέχρι την… Αρτα. Καταφέραμε ωστόσο να διασώσουμε αρκετές και περίπου 30% του αυθεντικού υλικού επαναχρησιμοποιήθηκε. Το υπόλοιπο προέρχεται από λατομείο έξω από τα Γιάννενα –δεν γινόταν προφανώς να ανοίξουμε νταμάρι στον σημερινό δρυμό– με την ίδια ορυκτολογική σύνθεση και ποιότητα».
Ακόμη και με τα σημερινά μέσα, οι δυσκολίες και οι προκλήσεις ενός τέτοιου έργου δεν είναι λίγες – «Ολο το παιχνίδι παίζεται μεταξύ στατικής και αισθητικής».
Ακόμη και με τα σημερινά μέσα, πάντως, οι δυσκολίες και οι προκλήσεις ενός τέτοιου έργου δεν είναι λίγες. «Παρόλο που οι εργασίες γίνονταν κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες (σ.σ. επί τρία χρόνια), κάθε μέρα ξυπνούσαμε κοιτώντας τον ουρανό. Μια ξαφνική μπόρα ή ένας μικροσεισμός μπορεί να τα καταστρέψει όλα σε αυτό το στάδιο. Το πραγματικά δύσκολο είναι η μάχη με το νερό, πώς θα καταφέρεις να στεγανώσεις προσωρινά ένα κομμάτι για να στηθούν οι βάσεις, γιατί το ποτάμι δεν σταματά ποτέ και, αργά ή γρήγορα, χαλάει ό,τι και να φτιάξεις».
35.000 λίθοι
Μετά τη θεμελίωση έφτασε η ώρα του χτισίματος. Πέτρα την πέτρα, οι 35.000 λίθοι που συναποτελούν το γεφύρι τοποθετήθηκαν στη θέση τους, κατά το δυνατόν όσο πιο κοντά στο πρωτότυπο. Παρ’ όλα αυτά, ο τρόπος λάξευσης και δόμησης διαφέρει από τεχνίτη σε τεχνίτη, είναι το «χέρι του μάστορα», όπως μας λέει ο Κώστας Πλιακοπάνος, έμπειρος τεχνίτης της πέτρας από το γειτονικό Μονολίθι και επίσης παρών από την πρώτη ημέρα της αποκατάστασης.
«Υπάρχουν ακόμη οι μάστορες που ασχολούνται στα μέρη μας με την πέτρα. Δεν είμαστε βέβαια “κιουπρολήδες”, γεφυράδες δηλαδή, όμως κάποιος που ξέρει τη δουλειά μπαίνει πολύ γρήγορα στο νόημα». Στο γεφύρι της Πλάκας, εκτός από τους Ελληνες, εργάστηκαν τεχνίτες από την Αλβανία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και άλλα μέρη του κόσμου. «Για τα Βαλκάνια τουλάχιστον ξέρουμε ότι οι τεχνίτες “επέζησαν” γιατί τα βιομηχανικά κτίρια δεν επικράτησαν παντού και υπήρχαν δουλειές. Εδώ στην Πλάκα, δούλευαν 20 μάστορες και ο καθένας έφτιαχνε από πέντε μέχρι δεκαπέντε πέτρες την ημέρα», συμπληρώνει ο κ. Πλιακοπάνος.
Κάπου εκεί επεμβαίνει ο κύριος Σμύρης, για να δώσει τη διάσταση του μηχανικού: «Δεν είναι όλες οι πέτρες ίδιες. Μερικές όπως αυτές της άντυγας (σ.σ. το εσωράχιο του τόξου) φτάνουν τα 80 εκατοστά σε μήκος και απαιτούν πολλές ώρες λάξευσης για να τελειοποιηθούν. Μιλάμε παραδοσιακά για ένα “κλειδί”, τον λίθο δηλαδή που μπαίνει για να ασφαλίσει όλη την κατασκευή, στην πραγματικότητα όμως το γεφύρι έχει εννιά “κλειδιά” και πρέπει όλα τους να τοποθετηθούν και να ταιριάξουν άψογα την ίδια ημέρα, έτσι ώστε να δέσει σωστά και το κονίαμα. Ολο το παιχνίδι παίζεται μεταξύ στατικής και αισθητικής».