Γοητευτικός, ευγενικός, ρομαντικός, έξυπνος, με χιούμορ και αυτοπεποίθηση. Ο ιδανικός τύπος που θα ήθελε ο καθένας για φίλο ή σύντροφο. Ετσι ακριβώς παρουσιάζεται ο Τζο Γκόλντμπεργκ, τον οποίο υποδύεται αριστοτεχνικά ο Πεν Μπάτζλεϊ –που γνωρίσαμε παραπάνω από μια δεκαετία μέσα από το εφηβικό δράμα «Gossip Girl»– στην επιτυχημένη πρωτότυπη σειρά της πλατφόρμας Netflix «You», η τρίτη σεζόν της οποίας κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Ο μοναχικός και φαινομενικά καλοσυνάτος βιβλιοπώλης μοιάζει να νοιάζεται για εκείνη που έχει κερδίσει το ενδιαφέρον και στη συνέχεια την καρδιά του. Αλλά γρήγορα συνειδητοποιούμε ότι πίσω από το καθαρό πρόσωπο του Τζο, στην πραγματικότητα κρύβεται ένας σκοτεινός χαρακτήρας και όλα όσα κάνει είναι για να κατευνάσει τις δικές του ανασφάλειες, που προέρχονται από τραυματικές παιδικές εμπειρίες. Γίνεται λοιπόν εμμονικός και τοξικός με τις γυναίκες, μέχρι να τις κατακτήσει. Τις παρακολουθεί στενά, χακάρει τις επικοινωνίες τους και εισβάλλει στα σπίτια τους. Δεν διστάζει μάλιστα να δολοφονήσει όποιον προσπαθήσει να σταθεί εμπόδιο ανάμεσα σε αυτόν και την αγαπημένη του. Τελικά, αποδεικνύεται ένας κατά συρροή δολοφόνος.
Ωστόσο, το «You» δεν είναι η μόνη τηλεοπτική σειρά όπου το γοητευτικό και «καλό» παιδί είναι στο τέλος ο εγκληματίας. Αυτό συμβαίνει ολοένα και περισσότερο στην τηλεοπτική και κινηματογραφική μυθοπλασία τώρα τελευταία. Φτάνει μόνο να θυμηθούμε τον χαμηλών τόνων μισογύνη δολοφόνο Πολ Σπέκτορ (Τζέιμι Ντόρναν) στο βρετανικό ψυχολογικό θρίλερ του BBC «The Fall» ή τη συμπαθητική απεικόνιση του δημοφιλούς δολοφόνου Τεντ Μπάντι (Ζακ Εφρον) στην ταινία «Extremely Wicked, Shockingly Evil and Vile».
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; «Γιατί έτσι εξυπηρετεί τη μυθοπλασία. Είτε πρόκειται για βιβλίο, ταινία ή τηλεοπτικό προϊόν, είναι σημαντικό ο τηλεθεατής να παραμείνει σαγηνευμένος, καθηλωμένος μέχρι το τέλος της σειράς. Κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να είναι προφανές εξαρχής αυτό το οποίο προσπαθεί να διερευνήσει η σειρά. Θα πρέπει δηλαδή το ενδιαφέρον του τηλεθεατή να διατηρηθεί από την αρχή μέχρι το τέλος», λέει η Αγγελική Γαζή, ψυχολόγος και επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.
Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει απόλυτα στην πραγματικότητα. Το «ήταν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας», «δεν είχε δώσει δικαιώματα» που ακούμε στα δελτία ειδήσεων, δεν είναι ακριβές. «Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου έχουμε κάποιον ή κάποια με βίαιη συμπεριφορά χωρίς προηγούμενες ενδείξεις. Μπορεί κανείς να μην είχε τα εργαλεία να παρατηρήσει κάποιες συμπεριφορές, όμως δεν εμφανίζεται το “καλό” παιδί έτσι ξαφνικά να είναι δολοφόνος. Αυτό, δεν αποτυπώνεται ή ενδεχομένως αποτυπώνεται στις σειρές όταν θέλει ο σκηνοθέτης να μας δώσει κάποια στοιχεία για τον δολοφόνο», εξηγεί.
Ενα ερώτημα που έχει απασχολήσει και συζητηθεί διαχρονικά είναι το κατά πόσο τέτοιου είδους ιστορίες μπορούν να επηρεάσουν την ψυχολογία του θεατή. Η συζήτηση αυτή πήρε μεγάλες διαστάσεις, ιδιαίτερα με τη μαζική χρήση των τηλεοράσεων, με τις πρώτες έρευνες να δείχνουν ότι μπορεί να υπάρξει ταύτιση με τους δολοφόνους και ώθηση σε βίαιη συμπεριφορά. «Αργότερα όμως, όταν εξοικειωθήκαμε πια με το μέσο, αλλάζει και η έρευνα και περνάμε από την περίοδο όπου το μέσο επιδρά σε ένα μαζικό κοινό, στη θεωρία του “ναι μεν μπορεί να επηρεάσει, αλλά εξαρτάται από το άτομο”. Εξαρτάται δηλαδή από το κοινωνικό, το πολιτιστικό περιβάλλον, την οικογένεια του ατόμου μέσα στην οποία αυτό αναπτύσσεται. Επομένως, δεν πρόκειται η τηλεόραση να προκαλέσει μια τέτοια κατάσταση. Μπορεί να τη διευκολύνει, με την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχει υπόστρωμα», λέει η κ. Γαζή.
Η συμπάθεια
«Το έγκλημα αντιπροσωπεύει μια κουλτούρα σαδισμού και αυτή μας κάνει και ταυτιζόμαστε πολλές φορές με ψυχοπαθολογικούς χαρακτήρες».
Τι είναι εκείνο που προκαλεί το ενδιαφέρον και τον εθισμό μας σε αυτή την κατηγορία μυθοπλασίας; Και γιατί μας ελκύουν οι ευπαρουσίαστοι τηλεοπτικοί δολοφόνοι και καταλήγουμε μερικές φορές να τους βλέπουμε ακόμα και με ρομαντικό τρόπο; «Το έγκλημα αντιπροσωπεύει μια κουλτούρα σαδισμού και αυτή μας κάνει και ταυτιζόμαστε πολλές φορές με ψυχοπαθολογικούς χαρακτήρες. Ο γοητευτικός κακός πάντα μας ελκύει γιατί είναι λίγο πολιτισμικά αυτά τα χαρακτηριστικά. Εδώ υπάρχει μια αντίφαση: από τη μία έχουμε το κακό και από την άλλη την ομορφιά, την ωραία εμφάνιση η οποία δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που αναδεικνύει τέτοια συναισθήματα».
Οι υπεύθυνοι κάστινγκ επιλέγουν χαρισματικούς και ελκυστικούς ηθοποιούς, διαιωνίζοντας αυτή την εξιδανίκευση και ενισχύοντας και την αντίφαση. «Ο τηλεοπτικός ή κινηματογραφικός δολοφόνος ακολουθεί τα στερεότυπα εμφάνισης όπως τα έχει ορίσει το Χόλιγουντ: του δυτικού, λευκού, όμορφου άνδρα. Του αρσενικού που έχουμε μάθει ότι θα γοητεύσει, θα έχει όλα τα καλά, τα χαρακτηριστικά που μια γυναίκα ψάχνει, του “Mr. Right”. Αρα όταν αυτός ο Mr. Right παρουσιάζεται και ως δολοφόνος, αυτή η προσωπικότητά του σαγηνεύει».
Οι true crime σειρές
Είναι γεγονός ότι οι ιστορίες εγκλημάτων στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο ήταν ανέκαθεν δημοφιλείς στο κοινό. Ιδιαίτερα το είδος true crime κυριαρχεί στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα και ειδικότερα στην τηλεόραση και τις πλατφόρμες streaming, μέσα από σειρές και ντοκιμαντέρ. Και φαίνεται ότι αυτή η τάση ανόδου των true crime σειρών θα συνεχιστεί και μαζί της η έμφαση προβολής μιας «παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, δηλαδή της υπέρβασης των κανόνων, των αξιών και των ηθών που χαρακτηρίζουν μια συγκεκριμένη κοινωνία, έναν συγκεκριμένο πολιτισμό. Δεν έχουμε όμως παράλληλα τους συμπαγείς αξιακούς κανόνες του κοινωνικού πλαισίου, αλλά παγκοσμιοποιημένες αξίες, συμπεριφορές που συνιστούν την άνοδο της “ατομικότητας”», αναφέρει η κ. Γαζή.
Θα μπορούσαν πιθανώς να υπάρχουν κανόνες που θα αποθάρρυναν την παραγωγή τόσων πολλών σειρών αυτού του είδους σε μια παγκοσμιοποιημένη τηλεόραση, όπως για παράδειγμα είναι το Netflix με το τεράστιο περιεχόμενο που διαθέτει; «Δεν είναι τέτοια η φιλοσοφία στις πλατφόρμες. Εφόσον λοιπόν ισχύει αυτό και αφού υπάρχει αυτή η κουλτούρα του σαδισμού και του βίαιου περιεχομένου που φέρνει τηλεθέαση, το πουλάνε. Είναι θέμα αγοράς και ζήτησης».