«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα»: Ξεφλουδίζοντας το οικογενειακό τραύμα

«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα»: Ξεφλουδίζοντας το οικογενειακό τραύμα

Ο Δημήτρης Καραντζάς μιλάει στην «Κ» για την επιστροφή στο Θέατρο Κεφαλληνίας και τα προσωπικά του στοιχήματα

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε ένα θολό κλειστό κουτί που αποτελείται από πολλά αποσπώμενα μέρη, παίζουν οι πέντε ηθοποιοί της παράστασης «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο’ Νιλ στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Στο γεμάτο χώμα σκηνικό τοπίο της Ελένης Μανωλοπούλου, είναι θαμμένο ένα τραπέζι. Ενα «τραπέζι τάφος», όπου συναντιέται η οικογένεια Τάιρον.

Οι ήρωες του αναμορφωτή του αμερικανικού θεάτρου κινούνται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, και το κοινό μαζί με την ιστορία παρακολουθεί αντανακλάσεις των ηθοποιών (Μπέτυ Αρβανίτη, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Αινείας Τσαμάτης, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ελίνα Ρίζου) και του δικού του εαυτού.

«Ξεφλουδίζουν το τραύμα τους, σ’ ένα σκηνικό στο οποίο επικρατούν η ομίχλη και οι ψευδαισθήσεις», εξηγεί ο Δημήτρης Καραντζάς, ο οποίος επέστρεψε δεύτερη φορά στο Κεφαλληνίας. Με την Μπέτυ Αρβανίτη είχαν συνεργαστεί επιτυχημένα στον «Γυάλινο κόσμο» του Τ. Ουίλιαμς.

Ρεαλισμός και πλοκή

Το «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», που ανεβαίνει στις 3 Μαρτίου σε απόδοση του Νίκου Γκάτσου, καθρεφτίζει την παθογένεια της αμερικανικής οικογένειας, ωστόσο ο σκηνοθέτης αναγνώρισε «πολλές ελληνικές οικογένειες και τον υπόγειο πόλεμο σε παρόμοια οικογενειακά τραπέζια. Το έργο είναι αυτοβιογραφικό και σπουδαία γραμμένο όπως εκείνο του Ουίλιαμς. Ομως του Ο’ Νιλ, στον ισχυρό ρεαλισμό και στην πλοκή του, επιχειρεί τρομερές μετακινήσεις σε κάτι μεταφυσικό. Οπως οι μονόλογοι του Εντμοντ Τάιρον (ο ίδιος ο συγγραφέας), που μιλάει για τη ζωή που μπορείς να δεις μέσα από την ομίχλη. Με συγκινεί βαθιά το θέμα-τραύμα της οικογένειας που όλοι, κάπως, φέρουμε βαρέως, ακόμη κι αν είχαμε μια ευτυχή συγκυρία. Ο πυρήνας της οικογένειας έχει κάτι βαθιά τραυματικό, γιατί είναι κάτι που κουβαλάς και που αναμεταδίδεις συν τω χρόνω, ακόμη και αν η ζωή σε πάει αλλού. Μέγα ζήτημα είναι και η μορφίνη στην οποία είναι εθισμένη, χρόνια, η Μαίρη (Μπέτυ Αρβανίτη). Η μορφίνη δημιουργεί το πρόσωπο που έχει μεγάλη ανάγκη για να αντιμετωπίσει την ασθένειά της, τον τραυματισμό της, την απώλεια του πρώτου της  παιδιού, την απουσία χαράς. Σε αυτή βρίσκει ένα ασφαλές τοπίο, στο οποίο μπορεί να μιλήσει ειλικρινά και απενοχοποιημένα. Η ίδια βρίσκει εκεί ελευθερία. Την ίδια στιγμή, αυτή η δυσλειτουργία είναι μια απόλυτη δυστυχία. Αντιμετωπίζει ωστόσο με ευθύτητα, διαύγεια και ψυχραιμία, σωρεία θεμάτων που αρνείται να δει η υπόλοιπη οικογένεια».

Είμαστε σε μια εποχή που είναι ζοφερή και φωτεινή, ένα δίπολο ακραίας συντήρησης, αλλά και μεγάλης διεκδίκησης ελευθεριών.

Πώς είναι για έναν καλλιτέχνη να δημιουργεί σε μια «βίαιη περίοδο» όπως μας έλεγε πριν από δύο χρόνια ο Δημήτρης Καραντζάς, αρχή τότε της πανδημίας; «Νομίζω ότι μας έγινε ήδη τραύμα. Είναι σαν να προσπαθούμε να ζήσουμε σε μια κατάσταση πολέμου, όπου γύρω μας είναι παντού φωτιά. Δεν είμαστε ίδιοι πια. Μπαίνουμε σε κάτι που δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει. Κάτι που θα μας κυνηγάει διαρκώς. Μια ψυχοφθόρο κατάσταση, γεμάτη καθημερινές απώλειες και ματαιώσεις».

Η «Φαίδρα»

Ο ίδιος στο Προσκήνιο, όπου έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση, παλεύει το προσωπικό του στοίχημα. Η «Φαίδρα» της Μαρίνας Τσβετάγιεβα, που συνεχίζεται, είναι ένα απ’ αυτά. Κυρίως ο σχηματισμός ενός θεατρικού πυρήνα δημιουργών που συνομιλούν με την εποχή τους. «Θα ήθελα να αποκτήσει ταυτότητα, ένα θέατρο που δίνει βήμα σε νέους και επιμένει να ψάχνει μια νέα δραματουργία». Κάπως έτσι ήταν και οι βηματισμοί του Δημήτρη Καραντζά μετά τη δραματική σχολή του Εμπρός και το ξεκίνημά του στο Αμόρε. «Τα θέατρα που με έκαναν να μετακινούμαι ήταν σκηνές με όραμα και χαρακτήρα: Αμόρε-Θέατρο του Νότου, Θέατρο Κυκλάδων του Βογιατζή, Θησείον, Κεφαλληνίας, Αττις. Ενιωθα, ως θεατής, ότι δεν ανέβαζαν μια καλή παράσταση για να περάσει το κοινό ένα ευχάριστο βράδυ, αλλά κάτι βαθύτερο. Ερευνα και κόπο μαρτυρούσε το αποτέλεσμα στη σκηνή. Είναι τα πράγματα που με μετακίνησαν συναισθηματικά».

«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα»: Ξεφλουδίζοντας το οικογενειακό τραύμα-1
Μπορεί το έργο να καθρεφτίζει την παθογένεια της αμερικανικής οικογένειας, ωστόσο ο σκηνοθέτης Δ. Καραντζάς αναγνώρισε «πολλές ελληνικές οικογένειες και τον υπόγειο πόλεμο σε παρόμοια οικογενειακά τραπέζια».

Σήμερα, με το αίσθημα της ματαίωσης λόγω της πανδημίας, τον ρωτάμε πού οδηγείται το θέατρο σε επίπεδο νέας γραφής, δραματουργικής ή σκηνοθετικής. «Είμαστε σε μια εποχή που είναι ζοφερή και φωτεινή, ένα δίπολο ακραίας συντήρησης αλλά και μεγάλης διεκδίκησης ελευθεριών. Μιλάμε πια για ζητήματα όπως η αποδοχή του άλλου όπως είναι, με όποιο φύλο θέλει, μιλάμε για την κατάλυση της πατριαρχίας και άλλα που θα έπρεπε να είναι δεδομένα και δεν είναι. Αυτή η κοινωνική συζήτηση νομίζω πως θα επηρεάσει και το θέατρο. Αν πάμε να σπάσουμε τα στερεότυπα και να προτείνουμε έναν τόπο όπου οι άνθρωποι μιλάνε και συνυπάρχουν πραγματικά αρμονικά, θα είναι προβληματικό να διαβάζεις έργα που έχουν να κάνουν μόνο με συγκεκριμένη δομή φύλου. Ή θα έχουμε μεγαλύτερη δυσκολία να πιάσουμε έργα από το παλιότερο ρεπερτόριο, που είναι ακόμη πιο συντηρητικό», απαντά, τονίζοντας ότι έχει ενδιαφέρον το πώς θα αποτυπωθούν όλα αυτά στα νέα θεατρικά ελληνικά έργα.

Από το 2008 στο θέατρο, κάποια στιγμή ο Δημήτρης Καραντζάς ήθελε μια νέα αρχή στο εξωτερικό. Ηταν μια περίοδος, λέει –μετά τον «Κυκλισμό του τετραγώνου» στη Στέγη, το «Οταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» στο Θέατρο Τέχνης– κάποιων ταξιδιών στη Νορβηγία, σε Γαλλία, Πορτογαλία, χάρη σε μια υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, που του έδωσε την ευκαιρία να δει την πολιτιστική καθημερινότητα άλλων τόπων. «Ηταν τρομερά δελεαστικό να διεκδικήσεις στο εξωτερικό μια δουλειά και μια διαφορετική ζωή σε πόλεις όπου υπάρχει άλλη εκτίμηση για την τέχνη. Με εμποδίζει το ζήτημα της γλώσσας. Αν δεν πυροδοτούμαι από τις λέξεις, δεν ξέρω πώς μπορώ να υπάρξω ως σκηνοθέτης. Ποτέ δεν με ενδιέφερε το θέατρο ως εποποιία εικόνων. Τότε, ίσως και ψυχολογικά να μην άντεξα μια τόσο μεγάλη μετατόπιση».

Από νωρίς είχε βάρη. Οπως τις δημοσιογραφικές υπερβολές για τον «26χρονο ελπιδοφόρο σκηνοθέτη που μπήκε στην Επίδαυρο».  «Κάποιος μπορούσε να το καλοδεχτεί. Ποτέ δεν τα πίστεψα. Το πολύ θετικό το βλέπω με καχυποψία. Σε ένα βαθμό είναι ένας τρόπος ταξινόμησης». Ασφυκτιούσε σε όλα αυτά. Οπως στα μαθητικά του χρόνια. «Μια άλλη στιγμή ταξινόμησης ήταν το σχολείο όπου πήγαινα: οι πλούσιοι εκεί, αυτοί που φοράνε τα τάδε ρούχα κ.ά. Δεν αντέχω την ταξινομημένη ζωή σε κουτιά. Η ζωή είναι κάτι πιο ελεύθερο και όπου δεν το βρίσκω παθαίνω μια μικρή δύσπνοια».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT