Αντρέι Κούρκοφ: Ένας φιλήσυχος μελισσοκόμος

Αντρέι Κούρκοφ: Ένας φιλήσυχος μελισσοκόμος

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Ουκρανού Αντρέι Κούρκοφ ασκεί κριτική στην αυθαιρεσία της εξουσίας

5' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Αντρέι Κούρκοφ, ο επιφανέστερος συγγραφέας της σύγχρονης Ουκρανίας, έχει γεννηθεί στο Λένινγκραντ και γράφει στα ρωσικά· επομένως, κάποιοι θεωρούν ότι επέλεξε τη «γλώσσα των κατοχικών δυνάμεων», ενώ άλλοι τον χαρακτηρίζουν «αποστάτη». Ο ίδιος πάντως αυτοπροσδιορίζεται ως Ουκρανός και κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: γράφει μυθιστορήματα γλυκόπικρα, χιουμοριστικά και σαρκαστικά, που αποτυπώνουν τα τελευταία χρόνια της ΕΣΣΔ και τη μετασοβιετική εποχή στην Ουκρανία και έχουν τίτλους όπως «Ο τελευταίος έρωτας ενός Ουκρανού προέδρου» και «Οι πιγκουίνοι δεν πεθαίνουν απ’ το κρύο». Ενίοτε ο Αντρέι Κούρκοφ αρθρογραφεί σε διεθνή μέσα: πρόσφατα κατέγραψε στον Economist τη διαφυγή του από το Κίεβο μετά τη ρωσική εισβολή και την προσπάθειά του να βρει ένα ασφαλές μέρος για την οικογένειά του.

Το τελευταίο μυθιστόρημά του, «Γκρίζες μέλισσες», θα κυκλοφορήσει εντός των ημερών από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη. Τοποθετείται χρονικά λίγο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τους Ρώσους, το 2014, ενώ χώρος δράσης είναι η «γκρίζα ζώνη», μεταξύ του ουκρανικού στρατού και των ρωσόφωνων αυτονομιστών της ανατολικής Ουκρανίας. Σε ένα χωριό ανάμεσά τους ζουν ο φιλήσυχος μελισσοκόμος Σεργκέι Σεργκέγεβιτς και ο αλλοτινός συμμαθητής του, Πάσκα Χμελένκο. Διαφωνούν σε όλα, αλλά είναι αναγκασμένοι να συμφιλιωθούν. Ο Σεργκέγεβιτς θέλει να απομακρύνει τα μελίσσια του από τον πόλεμο και να ζήσει απλά, με βάση τις αξίες του, έρχεται όμως αντιμέτωπος με τη βία και την αυθαιρεσία της εξουσίας.

Η «Κ» προδημοσιεύει το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος.

Ν. Ζ.

Hταν τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, όταν ο Σεργκέι Σεργκέγεβιτς ξύπνησε από το κρύο. Η σόμπα με τη γυάλινη πορτούλα, που την είχε φτιάξει με βάση το σχέδιο που είχε βρει στο περιοδικό «Αγαπημένη ντάτσα», και με τις δύο εστίες για να μαγειρεύει, δεν χάριζε πλέον τη ζέστη της. Οι τενεκεδένιοι κουβάδες δίπλα της ήταν άδειοι. Μες στο σκοτάδι, κατέβασε το χέρι του στον κοντινότερο και τα δάχτυλά του ψαχούλεψαν ένα μικρό κάρβουνο.

Τοποθετείται χρονικά λίγο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τους Ρώσους το 2014.

«Μάλιστα!» μουρμούρισε νυσταγμένα. Φόρεσε το παντελόνι του, έχωσε τα γυμνά του πόδια στις παντόφλες που ήταν φτιαγμένες από κομμένες τσόχινες μπότες, έριξε πάνω του μια προβιά, πήρε τους κουβάδες και βγήκε έξω.

Στάθηκε μπροστά στον σωρό με τα κάρβουνα που ήταν πίσω από την αποθήκη. Εψαξε με το βλέμμα του να βρει το φτυάρι, στην αυλή είχε περισσότερο φως απ’ ό,τι μες στο σπίτι. Τα κάρβουνα χτυπούσαν με θόρυβο τον πάτο του κουβά. Από τη στιγμή που σκεπάστηκε ο πάτος, χάθηκε κι ο θόρυβος. Στη συνέχεια τα κάρβουνα έπεφταν αθόρυβα.

Κάπου μακριά ακούστηκε μια κανονιά. Τριάντα δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε μία ακόμα, μόνο που αυτή ήρθε από την άλλη πλευρά.

«Γιατί δεν κοιμούνται οι βλάκες; Αποφάσισαν να ζεσταθούν;» μούγκρισε ο Σεργκέι εκνευρισμένος.

Γύρισε στο σκοτάδι του σπιτιού. Αναψε ένα κερί. Μια ευχάριστη, ζεστή μυρωδιά από μέλι απλώθηκε ολόγυρα. Ακουσε τον ήρεμο, συνηθισμένο καθησυχαστικό χτύπο από το ξυπνητήρι που βρισκόταν στο στενό ξύλινο περβάζι.

Η σόμπα σιγόκαιγε, αλλά χωρίς σχίζες και στεγνό χαρτί δεν θα μπορούσε να βάλει φωτιά στα κάρβουνα που είχε φέρει. Μόνο αφού άρχισαν να χορεύουν πίσω από το καπνισμένο τζάμι οι μεγάλες γαλάζιες φλόγες βγήκε ο νοικοκύρης και πάλι απ’ το σπίτι. Η ηχώ από τους μακρινούς κανονιοβολισμούς, η οποία όταν εκείνος ήταν μες στο σπίτι δεν ακουγόταν, ερχόταν από την ανατολική πλευρά. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένας άλλος ήχος, πολύ πιο κοντινός, τράβηξε την προσοχή του και τον υποχρέωσε ν’ αφουγκραστεί καλύτερα: στον γειτονικό δρόμο περνούσε ένα αυτοκίνητο. Σταμάτησε. Στο χωριό υπήρχαν όλοι κι όλοι δυο δρόμοι. Η οδός Λένιν και η οδός Σεφτσένκο, μα και η πάροδος Μιτσούριν. Ο ίδιος ζούσε μοναχικά στην οδό Λένιν. Το αυτοκίνητο, επομένως, πέρασε από την οδό Σεφτσένκο. Μα κι εκεί είχε απομείνει μόνο ένας κάτοικος, ο Πάσκα Χμελένκο, σχεδόν συνομήλικός του που είχε συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, εχθρός του από τότε που ήταν παιδιά, από την πρώτη κιόλας τάξη στο σχολείο του χωριού. Το περιβόλι του βλέπει προς την πλευρά της Γκόρλοφκα, δηλαδή μένει στον δρόμο που είναι πιο κοντά στο Ντονιέτσκ. Το περιβόλι του Σεργκέγεβιτς βρίσκεται από την άλλη πλευρά, βλέπει προς το Σλαβιάνσκ. Το περιβόλι του έχει όψη προς το χωράφι, αρχικά κατηφορικά, στη συνέχεια ανηφορικά, προς τη μεριά της Ζντάνοφκα.

Από το περιβόλι η Ζντάνοφκα δεν φαίνεται, λες και κρύβεται πίσω από τον γήλοφο. Τον ουκρανικό στρατό, όμως, σε αυτόν τον γήλοφο με τα χαρακώματα και τ’ αμπριά, τον ακούει κατά διαστήματα. Αλλά, και όταν δεν τον ακούει, ο Σεργκέγεβιτς ξέρει πως βρίσκεται εκεί, αριστερά από το δάσος, πάνω στον δρόμο που ‘χε ανοίξει το τρακτέρ και παλιότερα πηγαινοέρχονταν τα φορτηγά. Είναι εκεί, μέσα στ’ αμπριά και στα χαρακώματα. Τρία χρόνια είναι εκεί. Το ίδιο και τα ντόπια παλικάρια μαζί με τους Ρώσους διεθνιστές στρατιωτικούς, που κάθονται στα δικά τους αμπριά και πίνουν τσάι και βότκα πίσω από την οδό Σεφτσένκο του Πάσκα, πίσω απ’ τα περιβόλια και τα ερείπια στον παλιό κήπο με τις βερικοκιές, τον οποίο είχαν φυτέψει στη σοβιετική εποχή και πέρα από το χωράφι το οποίο ο πόλεμος άφησε δίχως χωρικούς, όπως και το χωράφι που βρίσκεται ανάμεσα στο περιβόλι του Σεργκέγεβιτς και στη Ζντάνοφκα. Τώρα θα είναι ήρεμα! Είναι δύο εβδομάδες πια που επικρατεί ησυχία. Προς το παρόν δεν πυροβολούν ο ένας τον άλλο. Μήπως βαρέθηκαν; Μήπως φυλάνε τα βλήματα για το μέλλον; Μήπως δεν θέλουν να ταράξουν τους δύο τελευταίους κατοίκους της Μάλαγια Σταρογκράντοφκα, οι οποίοι αλυσοδέθηκαν με τα σπίτια τους, χειρότερα κι από σκυλί που άρπαξε το αγαπημένο του κόκαλο. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Μάλαγια Σταρογκράντοφκα έφυγαν αμέσως μετά την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Φοβούνταν πιο πολύ για τη ζωή τους παρά για τις περιουσίες τους, και επέλεξαν τον πιο δυνατό φόβο. Ο Σεργκέγεβιτς δεν φοβήθηκε για τη ζωή του λόγω του πολέμου. Ο πόλεμος του προκάλεσε αμηχανία και ξαφνική απάθεια για όλα όσα συνέβαιναν γύρω του. Θαρρείς κι εξαφανίστηκαν όλα τα αισθήματα, εκτός από ένα – το αίσθημα της ευθύνης. Αυτό το αίσθημα, όμως, το οποίο ήταν ικανό να του προκαλέσει ανησυχία καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, το ένιωθε μόνο για τα μελίσσια του. Τώρα, όμως, οι μέλισσες ξεχειμωνιάζουν· τα τοιχώματα από τις κυψέλες είναι χοντρά, ενώ τα καλύμματα από κετσεδένιο ύφασμα έκλειναν καλά τις χαραμάδες στα καπάκια τους. Τα πλαϊνά τους ήταν ενισχυμένα με σιδερένιες πλάκες. Παρόλο που οι κυψέλες ήταν στην αποθήκη, κάποιο αδέσποτο βλήμα θα μπορούσε να πέσει από οποιαδήποτε πλευρά, και τότε τα θραύσματα θα διαπερνούσαν το σίδερο και στη συνέχεια θα διέλυαν τα ξύλινα τοιχώματα και θα σκορπίζανε τον θάνατο στις μέλισσες.

Αντρέι Κούρκοφ: Ένας φιλήσυχος μελισσοκόμος-1
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT