Ο Χρόνης και το μπλοκάκι του

Ο Χρόνης Μπότσογλου καθόταν στην καρέκλα του, και μόλις έστρωναν το χάρτινο τραπεζομάντιλο εκείνος έβγαζε από την τσέπη του σακακιού του το μπλοκάκι του μαζί με ένα μολύβι

4' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθόταν στην καρέκλα του, και μόλις έστρωναν το χάρτινο τραπεζομάντιλο εκείνος έβγαζε από την τσέπη του σακακιού του το μπλοκάκι του μαζί με ένα μολύβι. Κι όσο η κουβέντα συνεχιζόταν χωρίς να χάνει ούτε γράμμα ούτε νύξη από όσα λέγονταν στη μικρή συνήθως ομήγυρη, τρεις ή τέσσερις ήμασταν πάντα μαζί με τον Θωμά Σκάσση και τον Βιθέντε Φερνάντεθ, εκείνος άρχιζε και δεν σταματούσε να χαράζει τις γραμμές του. Θαρρείς και χωριζόταν στα δύο, συνέχιζε σε παράλληλες κατευθύνσεις να σκιτσάρει και να μιλάει, να σιωπά και να σταματά, σαν να μη γνώριζε η δεξιά του, που συνέχιζε να παλεύει πάνω στο χαρτί, τι ποιούσε η αριστερά του που συμμετείχε στη συζήτηση, όταν δεν τη διηύθυνε κιόλας, με τρόπο όμως τόσο διακριτικό και επίμονο, χωρίς ποτέ να αφήνει το ένα για το άλλο, χωρίς ούτε στιγμή να χάνει το ένα για το άλλο. Eτσι σχεδίαζε στη δημόσια θέα των φίλων του ο Χρόνης Μπότσογλου, σαν να μην έπρεπε να σταματήσει ούτε λεπτό αυτό που ήταν η πορεία και το μονοπάτι της ζωής του. Μονοπάτι σαν εκείνο που χάραζε με κάθε γραμμή πάνω στο λευκό χαρτί, μικρό ή μεγάλο, όπως συνεχιζόταν από τη μια επιφάνεια στην άλλη, καβαλώντας το στη συνέχεια με τα χρώματα και τις στρώσεις τους, σκαλίσματα είτε εγχάρακτα, των πραγματικών χαρακτικών, είτε εκείνα που έτρωγαν το χαρτί, είτε όσα έβαζε να μάχονται το ένα χρώμα με το άλλο. Αλλά και όσα έβαζε να διαχέονται το ένα στο άλλο με τις υδροχρωματικές επιστρώσεις, εκεί όπου ο ταχύς αγώνας και οι επικρατούντες χαρακτήρες κρατούσαν μέχρι να στεγνώσει και να αφυδατωθεί το χρώμα, να στερεωθεί στον χρόνο της ζωής του, για να μείνει μετά ακίνητο στη φθορά ενός άλλου χρόνου, από εκείνον της δημιουργίας.

Αυτά αφήνει πίσω του ο άνθρωπος που πάλεψε, με ένα ενίοτε παιγνιώδες κι άλλοτε λοξό χαμόγελο, ως ζωγράφος στα αλώνια της όρασης και επέστρεφε κάθε φορά με ένα έργο τελειωμένο ή όχι, πάντως με μια εικόνα που ήδη είχε πάρει μορφή. Για τα μεγάλα έργα επέστρεφε στο ίδιο αλώνι ξανά και ξανά, παίζοντας με τις παραδομένες, τις κοινές μορφές και όσες τα χέρια του έπλαθαν από αυτές. Είτε με τα ερωτικά και τολμηρά της ώριμης νεότητας στα οποία γλιστρούσε η μορφή της γυναίκας του, είτε με τις υποκείμενες στη φθορά μορφές που αλλοιώνονταν τόσο από τον χρόνο όσο και από το βλέμμα, ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζε η μορφή της μάνας του, καθώς εκείνος τις ανακαίνιζε μέσα στη φθορά τους, είτε με τα επαγγέλματα και τις προσωπογραφίες που έκρυβαν στο δικό τους βλέμμα όλη την αλήθεια της ζωής και των επιλογών τους. Είτε βέβαια με τη Νέκυιά του που προκαλούσε εξίσου στην πρόσκληση αυτή γύρω από τον χρωστήρα, και όχι το αίμα, ρίγος. Αφού το σκηνικό του Aδη και το σκοτάδι του φωτιζόταν από τα πρόσωπα που αναδύονταν ημίλευκα σαν από κιμωλία, εύθρυπτα σαν σκιές, έτοιμα θαρρείς να σε αγγίξουν –και τι άλλο ήταν το ρίγος;– καταλύοντας την απόσταση από το κάδρο και τις διαστάσεις του στις δικές μας τις πραγματικές, ανάμεσα σ’ εκείνον που έβλεπε και σ’ εκείνο που γινόταν το αντικείμενο της όρασης.

Σχεδίαζε στη δημόσια θέα των φίλων του ο Χρόνης Μπότσογλου, σαν να μην έπρεπε να σταματήσει ούτε λεπτό αυτό που ήταν η πορεία και το μονοπάτι της ζωής του.

Τον ίδιο η στάση του σώματός του τον ήθελε έναν άνθρωπο ακριβοθώρητο, με μια ελαφριά κύρτωση των ώμων, με την επιθυμία να χάνεται ανάμεσα στους άλλους, είτε κάτω από το κασκέτο του είτε πίσω από το μουστάκι του. Κι έτσι στο τέλος άφησε τις αγαπημένες του ανθρώπινες μορφές, αυτές που επί χρόνια προσπάθησε να ξεψαχνίσει στην κυριολεξία ψυχικά αναδομώντας τες στις σωματικές τους διαστάσεις, ντυμένες και γυμνές – κατά μέτωπο ήταν νομίζω η αγαπημένη του στάση. Τις άφησε για να δώσει στη θέα από το Πετρί της Λέσβου την αγνοημένη μες στα χρόνια προτεραιότητα στο φυσικό περιβάλλον. Βράχια, δρόμοι και ελαιώνες, η πιο κοινότοπη θεματική, η πιο συνηθισμένη, αυτή που το μάτι την προσπερνάει, απέκτησαν στον χρωστήρα του, χωρίς να ξεφεύγουν σε τίποτα από ένα σύγχρονο τοπίο, έναν σχεδόν βιβλικό χαρακτήρα, σαν να απαθανάτιζε τόπους γεγονότων ανεπανάληπτων, που η φύση τους είχε μοιραστεί ό,τι δεν θα συνέβαινε ξανά ποτέ, όχι μόνον εκεί αλλά πουθενά. Νομίζω μνημείωσε από τα έγκατα βουνά, δέντρα και δρόμους στα οποία δεν κατοικούσε άλλο από μια ομορφιά απέναντι στην οποία στέκεται κανείς όχι με τη χαρά ή το ξόδεμα στα οποία αυτή μπορεί να καλεί, αλλά με δέος. Αυτή είναι η λέξη: δέος απέναντι στο εικονιζόμενο είναι το αίσθημα του θεατή, ακόμη κι όταν κάποτε αυτού προηγείται ένα είδος ισχυρού τραντάγματος που συνηθίσαμε στις μέρες να ονομάζουμε εξαιτίας και του βίαιου χαρακτήρα του ως σοκ. Eνα τέτοιο τράνταγμα προετοιμασμένο από καιρό μέσα στα χρόνια ήταν όχι ο θάνατός του, αλλά όσα είχε αποτυπώσει πριν από αυτόν με το σχέδιο και τα χρώματά του.

* Ο κ. Θανάσης Χατζόπουλος είναι συγγραφέας και ψυχαναλυτής παιδιών και ενηλίκων. Τρία βιβλία του κυκλοφόρησαν μέσα στο 2021: «Ο κύριος Δαίμων και η γυναίκα με την πέτρινη γλώσσα» (εκδ. Καλειδοσκόπιο), «Πανδημία και περιοριστικά μέτρα» (εκδ. Αρμός) και «Υπό κατασκευήν σημαίες» (εκδ. Πόλις).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT