Είναι ένα από τα λεγόμενα «προβληματικά έργα» του Σαίξπηρ. Γιατί όπως και στα «Τέλος καλό, όλα καλά» και «Με το ίδιο μέτρο», οι προθέσεις του μοιάζουν τόσο αμφίσημες που προκαλεί πονοκέφαλο σε σκηνοθέτες και θεατρολόγους. Στη Μαρία Πανουργιά, πάντως, η συγκεκριμένη πληροφορία για το «Τρωίλος και Χρυσηίδα» προκαλεί ένα γλυκόπικρο χαμόγελο. «Ναι, είναι λίγο “προβληματικό”», λέει η σκηνοθέτις μισοαστεία-μισοσοβαρά και αρχίζει να μιλάει για τη βαθιά μελαγχολία του κειμένου, για τους ήρωές του που, εν μέσω ενός βαλτωμένου Τρωικού Πολέμου, έχουν «αναποδογυριστεί» και μεταμορφωθεί απλώς σε καθάρματα, καθώς και για την απουσία έστω λίγης αγάπης. Μιλάει επίσης για την έλλειψη ενός ξεκάθαρου αφηγηματικού άξονα ή μιας κάθαρσης στο τέλος, αλλά τονίζει και κάτι ακόμα: «Αυτές είναι οι δυσκολίες», λέει, «οι οποίες όμως σου δίνουν μια πολύ μεγάλη ελευθερία. Γιατί ενώ μπορεί να λειτουργούν σαν εμπόδια, σου δίνουν και ένα σημείο να πατήσεις και να βρεις μια άλλη ισορροπία».
Στην παράσταση, που ήδη ανεβαίνει στη σκηνή «Ελένη Παπαδάκη» του Εθνικού Θεάτρου από Τετάρτη έως Κυριακή, ο πυρήνας του σαιξπηρικού έργου δεν έχει πειραχτεί από τη σκηνοθέτιδα Μαρία Πανουργιά. Οι ηθοποιοί Λάμπρος Γραμματικός και Νάνσυ Σιδέρη στους ομώνυμους ρόλους, η Ευδοξία Ανδρουλιδάκη ως Πρίαμος και ως Αγαμέμνονας, ο Θανάσης Ζερίτης ως Αχιλλέας, ο Αρης Νινίκας ως Διομήδης και αρκετοί ακόμα ξεδιπλώνουν σε ένα επίπεδο την ιστορία του Τρωίλου και της Χρυσηίδας, που αγαπήθηκαν στην Τροία για μια νύχτα και χωρίστηκαν όταν εκείνη μεταφέρθηκε βιαίως στο στρατόπεδο των Αχαιών, ενώ σε ένα άλλο, είναι απλώς παραδομένοι στην αδράνεια και στον κυνισμό, στα παιχνίδια επιβολής εξουσίας και στη βία.
Ναΐφ κόσμος
Στο «Τρωίλος και Χρυσηίδα» οι ήρωες έχουν «αναποδογυριστεί» και μεταμορφωθεί απλώς σε καθάρματα, αναφέρει η σκηνοθέτις.
Αντλώντας έμπνευση από το βιβλίο του ανθρωπολόγου Κλοντ Λεβί-Στρος «Θλιβεροί Τροπικοί», με θέμα τις εμπειρίες του από τις φυλές του Αμαζονίου που κινδύνευαν με εξαφάνιση, η Μαρία Πανουργιά φαντάστηκε, λέει, έναν κόσμο «που είναι και ναΐφ, πρωτόγονος, αλλά συγχρόνως και μελλοντικός. Δεν ξέρεις αν η παράσταση διαδραματίζεται σε μια πρωτόγονη φάση του κόσμου ή μετά την καταστροφή του. Μάλλον το δεύτερο, γιατί ταυτόχρονα υπάρχει αυτή η υπέροχη γλώσσα του Σαίξπηρ, που πηδάει από την αργκό στην ποίηση, φανερώνοντας όλον αυτόν τον διχασμό της ανθρώπινης φύσης: από τη μια προχωράει τεχνολογικά και καλλιτεχνικά και από την άλλη είναι ικανή για τα πιο αποτρόπαια πράγματα, για πόλεμο και για βία, που αντί να μειώνεται νομίζω ότι αυξάνεται. Εφτιαξα λοιπόν έναν κόσμο του οποίου οι ήρωες είναι “σχεδόν άνθρωποι” και που οδεύει στον αφανισμό, εφόσον δεν μπορεί να προχωρήσει σε κάτι πιο δίκαιο, πιο πνευματικό».
Πόλεμος και λαγνεία
Οι παραλληλισμοί με την επικαιρότητα μοιάζουν προφανείς και η Μαρία Πανουργιά δεν τους αρνείται. «Μια φράση που επαναλαμβάνει ο Σαίξπηρ στο έργο είναι “πόλεμος και λαγνεία, μόνο αυτά μένουν στη μόδα”», μας λέει η σκηνοθέτις. Αραγε, λοιπόν, δεν υπάρχει για εκείνη κάποια χαραμάδα αισιοδοξίας; «Στο έργο, όχι», αποκρίνεται. «Ο ίδιος ο Σαίξπηρ μάς δίνει ένα τέλος πολύ κυνικό. Θα μπορούσα να το αλλάξω –μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις–, αλλά μου ήταν δύσκολο αυτή την περίοδο να οδηγηθώ σε ένα αισιόδοξο τέλος. Το αισιόδοξο είναι ότι κάνουμε αυτά που κάνουμε, ότι μπορούμε να σκεφτόμαστε, να ονειρευόμαστε τα πράγματα. Οτι οι άνθρωποι ακόμα δουλεύουν και προσπαθούν ο καθένας να προχωρήσει αυτό που κάνει. Αυτό είναι το αισιόδοξο για μένα: The show must go on, ό,τι κι αν γίνει».