Δήλωνε απολιτίκ. «Ποτέ μου δεν γοητεύτηκα, δεν παραμυθιάστηκα, δεν μάσησα από πολιτικούς». Ομως, η δική του στάση ήταν εντελώς διαφορετική από τον κόσμο της χαρούμενης αφασίας που εξέφραζε τον πιο βαθύ συντηρητισμό του λάιφ στάιλ.
Η στάση του Κωνσταντίνου Τζούμα είχε γνήσιο αισθητικό υπόβαθρο και καλοθεμελιωμένη άποψη. Πρωταγωνίστησε στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ –πάντα του άρεσαν οι ήρωες του Ιρλανδού συγγραφέα–, έπαιξε σε έργα των Ποντίκα, Μποστ, Αλεξάκη, Στάικου κ.ά., ενώ συγχρόνως τίμησε μια βαλκανική εκδοχή του αμερικανικού φιλμ νουάρ μέσα από «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» του Νίκου Νικολαΐδη. Και βυθιζόταν μαγεμένος στο ευρωπαϊκό σινεμά και στον πιο ηδονικό κοσμοπολιτισμό. «Εμείς στο Πασαλιμάνι ονειρευόμασταν να είμαστε ωραίοι τύποι όπως ο Μαστρογιάνι στην “Ντόλτσε βίτα”».
Αντιλαμβανόταν πριγκιπικά την καθημερινότητα. Σέρβιρε τσάι τελετουργικά, έπιανε συζητήσεις στο μετρό συστήνοντας «η κλωστή που κρατάει την πιέτα στο παλτό πρέπει να κοπεί, είναι του καταστήματος για να μην ξεχειλώνει» και οι γυναίκες τον λάτρευαν. Κι εκείνος: «Οι άνθρωποι που μου έκαναν εντύπωση στη ζωή μου ήταν κάτι γενναιόδωρες γυναίκες και κάτι γκέι άντρες με ευαισθησία άλλου τύπου», έλεγε.
Η κομψότητα «είναι χούι που δεν κόβεται», μου είχε πει σε δύο συνεντεύξεις το 2015 και το 2019. «Το γούστο το είχε η μητέρα μου. Οταν ξεφύλλιζαν φιγουρίνια με τις φίλες της, πετούσα και εγώ ιδέες». Καταγόταν από την Οδησσό, κι όταν πέθανε στα 15 του η γυναίκα που τον καθόρισε, «πήρα μια απόσταση από τα αισθήματα».
Οι αφηγήσεις του ξεχώριζαν. Πώς ξεμυαλίστηκε με το ροκ εντ ρολ, τη σχολή Θεοδοσιάδη, τον χορό, πώς και σε μια περιοδεία με τη Ζουζού Νικολούδη το 1971 στη Νέα Υόρκη αποφάσισε να μείνει εκεί. Και χόρτασε από ερωτικές συναντήσεις, ξενύχτια, κλαμπ, ναρκωτικά στο Μax’s Kansas City, όπου σύχναζαν οι Γουόρχολ, Ρόλινγκ Στόουνς, Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, Τένεσι Ουίλιαμς…
Δεν του άρεσε η δεκαετία του ’80, «έβλεπα ανθρώπους από τραχανοπλαγιές που μεταμορφώθηκαν σε κασμιρολινάτσες, που τους δόθηκε η αφθονία, αλλά επάνω τους φαινόταν χάλια». Θύμωνε με τους βανδαλισμούς εις βάρος των ανυπεράσπιστων κτιρίων της Αθήνας, με τα ανοιχτά πεζοδρόμια που «δεν επιτρέπουν καμία γοητεία στο ψηλοτάκουνο να κάνει την παράστασή του». Εκείνος λάτρεψε τις δεκαετίες ’60-’70, «τότε που ήταν το κορμί στη διαπασών».