Ποιος να του το έλεγε του Κρίστοφερ Κινγκ, όταν το 2009 αγόραζε τυχαία από την Κωνσταντινούπολη έναν δίσκο γραμμοφώνου με προπολεμικές ηχογραφήσεις του κλαριντζή Κίτσου Χαρισιάδη, ότι θα αιχμαλωτιζόταν τόσο από την ηπειρώτικη μουσική, ώστε θα ερχόταν στην πηγή της, αποφασισμένος να την ερευνήσει βαθύτερα. Ποιος να του το έλεγε, επίσης, ότι το βιβλίο του «Ηπειρώτικο μοιρολόι: οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης» (εκδ. Δώμα), στο οποίο θα περιέγραφε το ταξίδι του στην Ηπειρο, στη θεραπευτική μουσική της, στους ανθρώπους και τα πανηγύρια της, θα είχε τόση επιτυχία ώστε εκείνη η ερευνητική προσπάθεια θα γινόταν στόχος ζωής, που θα τον έκανε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Κόνιτσα.
Και όμως, νάτος σήμερα εδώ, έχοντας πολιτογραφηθεί τιμητικά Ελληνας μια ημέρα πριν, να πίνει τσίπουρο σε ένα καφενείο στον Κεραμεικό και να σχολιάζει, αυτός, ένας Αμερικανός εθνομουσικολόγος, συγγραφέας και βραβευμένος με Γκράμι παραγωγός, το πιάτο που μόλις φτάνει στο τραπέζι του: «Πολύ μου αρέσει», λέει, «όταν στους μεζέδες του τσίπουρου δεν υπάρχει τυποποίηση ή ομοιομορφία. Στην Κόνιτσα και σε κάποια Ζαγοροχώρια, το πιάτο δεν είναι ποτέ το ίδιο. Αν πιω δώδεκα ποτήρια, θα είναι διαφορετικό κάθε φορά».
Τόπος και βλέμμα
Ο ίδιος έχει επίσης αλλάξει τα τελευταία χρόνια που ζει στην Ελλάδα. Για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας παρατηρεί ότι είναι «σαν να πέρασα επιτέλους από τη διαδικασία που χρειάζεται κανείς μέχρι να παντρευτεί τον σωστό άνθρωπο». Εκτός όμως από τον τόπο όπου αισθάνεται καλύτερα, ο Κινγκ άλλαξε και το βλέμμα του σε αυτόν: «η γνώση μου έγινε βαθύτερη και ίσως», παραδέχεται, «να έχω γίνει λίγο πιο διαλλακτικός απέναντι σε πράγματα που εκσυγχρονίζουν τη μουσική. Πλέον καταλαβαίνω ότι πρέπει να είναι προσαρμοστική, σαν κάθε ζωντανός οργανισμός, ειδάλλως θα πεθάνει. Ετσι και με την ηπειρώτικη μουσική: πρέπει να μετασχηματίζεται, να εξελίσσεται για να παραμένει ακμαία, ζωντανή».
Πλέον καταλαβαίνω ότι η μουσική πρέπει να είναι προσαρμοστική, σαν κάθε ζωντανός οργανισμός, ειδάλλως θα πεθάνει.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι ο Κινγκ έπαψε να εκτιμά το κλαρίνο του Χαρισιάδη ή το βιολί του Αλέξη Ζούμπα: από τότε που τους ανακάλυψε, που ως παραγωγός επιμελήθηκε συλλογές με τις ηχογραφήσεις τους, μέχρι σήμερα, τους αγαπάει, λέει, περισσότερο από όλους. Πλέον όμως συνεργάζεται και με το γυναικείο πολυφωνικό συγκρότημα «Ισοκράτισσες», το οποίο εμπλουτίζει την πολυφωνική μουσική παράδοση με σύγχρονους στίχους (και προγραμματίζει μια εμφάνιση στο Kennedy Center στην Ουάσιγκτον), αλλά και με μουσικούς της χιπ-χοπ, όπως ο Νέγρος του Μοριά και ο Odydoze, που ενσωματώνουν στα κομμάτια τους ηχογραφήσεις από το αρχείο του Κινγκ. Για εκείνον, αυτό το παρακλάδι της χιπ-χοπ είναι ένα «νέο είδος δημοτικής μουσικής».
Κέντρο για τη μουσική
Οι έρευνές του έχουν επίσης επεκταθεί γεωγραφικά και ιδανικά θα στεγαστούν στο Κέντρο για τη μουσική των Νοτίων Βαλκανίων, που ο Κρίστοφερ Κινγκ ονειρεύεται να δημιουργήσει. «Είναι όντως ένα ευρύ εγχείρημα», λέει ο Αμερικανός, «γιατί δεν μου αρέσει να σκέφτομαι τη μουσική με εθνικούς όρους, αλλά με όρους επικράτειας. Η περιοχή των Νοτίων Βαλκανίων μοιράζεται κοινές παραδόσεις, μουσικές και στίχους. Ακούς ένα τραγούδι για τον Αλή Πασά στα Ιωάννινα και το ακούς και στην Αλβανία ή τη Νότια Βουλγαρία. Υπάρχουν πολλά κοινά μονοπάτια, πολλές κοινές πηγές σε μια περιοχή και στη μουσική της. Και είναι προτιμότερο να την προσεγγίζουμε έτσι».
Και φυσικά, είναι και τα ηπειρώτικα πανηγύρια. Το πρώτο από αυτά που έζησε ο Κινγκ στο χωριό Βίτσα, περιγράφεται στο βιβλίο «Ηπειρώτικο μοιρολόι» και έχει ενδιαφέρον ότι το βίωσε όπως και οι ντόπιοι: σαν ένα θεραπευτικό τελετουργικό μοιράσματος συναισθημάτων, με πολύ χορό και τσίπουρο. Είχε άραγε ο ίδιος κάποια δεκτικότητα, που τον βοήθησε να εμπλακεί με την κοινότητα; «Το θέμα δεν είναι τι είχα εγώ», καταλήγει, «αλλά οι υπόλοιποι: εμπιστοσύνη απέναντί μου. Κάτι που μας οδηγεί στην καρδιά του ζητήματος. Με εμπιστεύτηκαν ως Ελληνα πολίτη. Είναι μια πράξη μοιράσματος. Εντεκα χρόνια πριν, οι κάτοικοι της Βίτσας με εμπιστεύτηκαν κι εκείνοι. Και αυτό, το να εμπιστεύεσαι, να μοιράζεσαι, είναι η υπέρτατη μορφή αγάπης και φιλίας».