Η Μάρω Δούκα στην «Κ»: Πρωταρχική σκηνογραφία μου η Κρήτη

Η Μάρω Δούκα στην «Κ»: Πρωταρχική σκηνογραφία μου η Κρήτη

Η Μάρω Δούκα μιλάει στην «Κ» για μια συγγραφική πορεία 50 χρόνων, γεμάτη μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα

6' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Το μόνο που θα ήθελα να γραφτεί για μένα», λέει, όταν τη ρωτάμε τι θα επιθυμούσε να αναφέρει για εκείνην ένα βιβλίο ανασκόπησης της ελληνικής πεζογραφίας στο μέλλον, «είναι ότι προσπάθησα χωρίς εκπτώσεις να δω και να αποτυπώσω την εποχή μου. Οτι αναρωτήθηκα για την πορεία του ανθρώπου από το είναι που δικαιούται στο έχειν που διεκδικεί».

Παρά τη σεμνότητά της, η Μάρω Δούκα δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ως άξια εκπρόσωπος της λεγόμενης «γενιάς του 1970». Την καταξίωσή της στη συνείδηση του κοινού αποδεικνύουν η αγάπη των αναγνωστών, οι πολυάριθμες μεταφράσεις του έργου της αλλά και οι έπαινοι της κριτικής –«κορυφαία πεζογράφο της Μεταπολίτευσης» την έχει ονομάσει η κριτικός λογοτεχνίας Ελισάβετ Κοτζιά–, ενώ έλαβε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων 2019 για το σύνολο της δουλειάς της.

Πρόσφατα, στο νεοσύστατο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, η παρουσίαση του τελευταίου μυθιστορήματός της «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα» (εκδ. Πατάκη), γέμισε την αίθουσα του θεάτρου «Μίκης Θεοδωράκης», και στο τέλος της εκδήλωσης η Χανιώτισσα Μάρω Δούκα παρέλαβε από τον Δήμο Χανίων διάκριση για την προσφορά της στις τέχνες, στα γράμματα και στην ανάδειξη της Ιστορίας του τόπου.

Προφανώς, λοιπόν, μια συνέντευξη μαζί της πρέπει να πιάνεται από τα σύγχρονα, αλλά να μπορεί να φθάσει μέχρι τα παλιά, σε μια συγγραφική πορεία σχεδόν 50 χρόνων. Εξέδωσε το πρώτο βιβλίο της το 1974, δεν ήταν ακόμη 30 ετών όταν κυκλοφόρησε η «Πηγάδα». Εκτοτε έγραψε με συνέπεια και σταθερότητα περισσότερα από είκοσι πεζογραφήματα – κατά κύριο λόγο μυθιστορήματα, αλλά επίσης νουβέλες και διηγήματα. Από αυτό το σημείο λοιπόν αρχίζει η συζήτησή μας, από τη δική μας ερώτηση για τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος στον αγώνα και στο πάθος που ονομάζεται «συγγραφή».

– Εχετε πει σε συνέντευξή σας ότι γράψατε το «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα» σε μια περίοδο ανάρρωσης –συνεπώς υποχρεωτικής παραμονής στο σπίτι– και προσωπικών δυσκολιών. Τι είναι για εσάς η συγγραφή; Εχει γίνει πιο εύκολη ή πιο δύσκολη όσο περνούν τα χρόνια;

– Οσο κι αν ακούγεται βαρύγδουπο, η συγγραφή για μένα, ακόμη και σήμερα στα 75 μου, είναι τρόπος ζωής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γράφω κάθε μέρα, υπάρχουν και μήνες που δεν «αποθηκεύω» ούτε μία αράδα. Αφήνομαι όμως σχεδόν καθημερινά σε σκέψεις ικανές να πυροδοτήσουν ιδέες και οι ιδέες θέματα που με περιμένουν να τα βάλω σε μια σειρά, να κρατήσω κάποιες σημειώσεις, να φανταστώ έπειτα τα πρόσωπα που θα κληθούν να κινήσουν τα νήματα της αφήγησης. Ολα αυτά βέβαια χαλαρά, ας πούμε ότι απλώς προετοιμάζομαι να αρχίσω. Αυτή η προετοιμασία κρατεί μήνες αλλά και μπορεί κάποια στιγμή να ματαιωθεί. Με τα χρόνια θα έλεγα ότι αν και έχω μάθει πια τι σημαίνει «δημιουργική γραφή», αν κι έχω απελευθερωθεί από ενδοιασμούς, φοβίες και αγωνίες, ο κόπος παραμένει πάντα κόπος και η αμφιβολία πάντα αμφιβολία. Και κάτι που οφείλω να παραδεχτώ, έχω αρχίσει να «αποφεύγω» από την «Πύλη εισόδου» και μετά θέματα που απαιτούν έρευνα και μακρινά ταξίδια στον χρόνο. Θέλω τα «θέματα» πιο κοντινά, πιο οικεία, όχι όμως λιγότερο απαιτητικά· θα έλεγα μάλιστα πιο επίμονα, πιο πυκνά.

Το τελευταίο μου βιβλίο «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα» άρχισα να το σχεδιάζω τον Φλεβάρη του 2021, δύο μέρες μετά την έξοδό μου από την πολυήμερη νοσηλεία μου. Και ήταν αυτός ο σχεδιασμός κάτι σαν στοίχημα: Θα μπορούσα και πώς –με τόσα φάρμακα σε μια απόλυτα ελεγχόμενη καθημερινότητα– να γράψω ένα βιβλίο που θα με γύριζε χρόνια πίσω στην παιδική μου ηλικία, ενώ ταυτοχρόνως θα με οδηγούσε στην ωριμότητα της Αθήνας του σήμερα έτσι όπως άρχισα να με βλέπω να κινούμαι από παγκάκι σε παγκάκι και από διήγημα σε διήγημα, ώσπου θα μεταμορφωνόμουν λίγο λίγο σε μιαν άλλη, τη φανταστική, φασματική, ονειρική Κάκια;

Και τότε θυμήθηκα την κουβέντα με τη φίλη μου Αντιγόνη. Πώς θα ήταν αν επιχειρούσα να θυμηθώ τα πρώτα διηγήματά μου, κυρίως το «Κάτι άνθρωποι», και να τα ξαναζήσω συγγραφικά έπειτα από τόσα χρόνια;

Αφήνομαι σχεδόν καθημερινά σε σκέψεις ικανές να πυροδοτήσουν ιδέες και οι ιδέες θέματα που με περιμένουν να τα βάλω σε μια σειρά.

– Ξεκινήσατε τη μεγάλη πορεία σας στα γράμματα με ένα μυθιστόρημα έντονα πολιτικοποιημένο, την «Αρχαία σκουριά», που ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με το παρόν της χώρας κατά την περίοδο που γράφτηκε. Στην «Τρομπέτα», που είπατε ότι μπορεί να είναι το τελευταίο σας βιβλίο, επιστρέφετε στα παλιά. Υπάρχει σε αυτό μια νοσταλγία για το παρελθόν και τον τόπο καταγωγής σας; Στην ωριμότητά σας ως συγγραφέας βρίσκετε στον αναστοχασμό, στην παιδική ηλικία, στο προσωπικό βίωμα πηγή έμπνευσης;

– Εδώ και χρόνια συνηθίζω να λέω, και να το εννοώ, ότι το βιβλίο που έγραψα ίσως είναι το τελευταίο. Ωσπου έρχεται πάλι η ώρα για το επόμενο «τελευταίο». Και γράφοντας, λοιπόν, χωρίς καν να έχω ξαναδιαβάσει εκείνο το παλιό διήγημα «Κάτι άνθρωποι» (1974), το παρελθόν ζωντάνευε μέσα μου σαν παρόν, το χθες μπλεκόταν ολοζώντανο με το σήμερα. Το βίωμα συνομιλούσε με την εμπειρία και την επινόηση, που εισορμούσε και ανέτρεπε, φώτιζε ή φόρτιζε αλλιώς τα περασμένα, συνοδοιπορώντας με το σήμερα. Κι εδώ, σε αυτήν την ανακατάταξη, σε αυτήν τη «συμπλοκή» έρχεται και ο αναστοχασμός με τη γλύκα, την πίκρα αλλά και την καλοσύνη του να χρωματίσει με τις δικές του πινελιές αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε έμπνευση – την ώρα εκείνη την καλή για το κείμενο καθώς η μνήμη και η ανάμνηση υφαίνουν την αφήγηση που προορίζεται να αναδείξει το όποιο σχέδιο. Κυρίαρχος εδώ ο ρόλος της παιδικής ηλικίας που μας τροφοδοτεί και μας ανατροφοδοτεί, ακόμη και όταν προσπαθούμε να ζωντανέψουμε ξένες αναμνήσεις και φανταστικά πρόσωπα.

– Τι ρόλο παίζει η Κρήτη σε αυτό το βιβλίο· η γλώσσα, οι εικόνες της, ο πολιτισμός της;

– Πρωταρχική σκηνογραφία μου είναι η Κρήτη. Οι πρώτοι μου δρόμοι, οι κατηφόρες και οι ανηφόρες, τα γδαρμένα γόνατα, τα πρώτα κλάματα αλλά και οι χαρές είναι καλά φυλαγμένες στις γωνίες και στις στροφές της πόλης που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Τα Χανιά για μένα είναι ο τόπος που με περιβάλλει σε όλες τις ηλικίες μου, εσωκλείοντας όλα μου τα ταξίδια. Το κρητικό ιδίωμα θα έλεγα ότι αρδεύει και χρωματίζει την έκφρασή μου ακόμη και όταν δεν μιλάω «κρητικά». Ειδικά σε αυτό το βιβλίο υπακούοντας στις ανάγκες της αφήγησης τα «κρητικά» μου, τις πιο πολλές φορές αυθόρμητα, συνυπάρχουν με την κοινή ελληνική, τις γραμματικές και τα συντακτικά. Πότε κυριαρχούν και πότε μισοκρύβονται, ακολουθώντας τη θερμοκρασία του κειμένου και το γλωσσικό ήθος της πρωτοπρόσωπης ή τριτοπρόσωπης αφήγησης.

– Γιατί αποφασίσατε να γίνει η Κάκια φανταστική εγγονή – και όχι κόρη για παράδειγμα. Υπάρχει, νομίζετε, μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε γιαγιάδες κι εγγονές;

– Εντελώς αυθόρμητα αναπήδησε στον νου μου η γιαγιά Αφροδίτη, μητέρα της μητέρας μου. Ούτε καν σκέφτηκα να της αλλάξω το όνομα, και αυτή η γιαγιά μού έδωσε τον τόνο και τον βηματισμό. Η συνομιλία μαζί της ζωντάνεψε και τη συνομιλία με τις άλλες δύο γιαγιάδες, με την καθεμιά να υποστηρίζει την άλλη αντιστικτικά στην περιπλάνηση της ηρωίδας στην Αθήνα. Ναι, θα έλεγα ότι η σχέση της γιαγιάς με τα εγγόνια της είναι πιο «ανιδιοτελής». Συνήθως οι γιαγιάδες προσφέρουν χωρίς να απαιτούν, αγαπούν χωρίς να αγωνιούν. Αλλά θα πρέπει να πω ότι και λόγοι μυθοπλασίας με οδήγησαν να στραφώ προς τους γονιούς των γονιών μου και τη γιαγιά του άντρα μου, τη γιαγιά Φιλαρέτη την εξ αγχιστείας. Ετσι «κύκλωνα» πιο ισορροπημένα τον χρόνο και τις εποχές.

– Με ποια από τις γιαγιάδες αυτού του μυθιστορήματος αισθάνεστε περισσότερο συνδεδεμένη;

– Η σχέση μου με τη γιαγιά Αφροδίτη, τη μητέρα της μάνας μου, ήταν πιο ζεστή, πιο δυνατή. Ηταν η καλοκαιρινή μου συντρόφισσα, μου έλεγε παραμύθια, μου μάθαινε Ιστορία, μου τραγουδούσε τον Ερωτόκριτο. Ηταν και καλλίφωνη, ήξερε πολλές μαντινάδες, η χαρά του παιδιού ήταν, με μάθαινε να κράζω τις κότες, να καλώ τα πρόβατα, να καταλαβαίνω τι μας προμηνύουν τα νυχτοπούλια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT