Στο Λίντο της Βενετίας, μπροστά από το περίφημο Palazzo del Cinema –το Παλάτι του Σινεμά δηλαδή– και δίπλα στο κόκκινο χαλί, όλο και περισσότερες παρέες νεαρών παίρνουν θέση… μάχης. Κάποιοι από αυτούς έχουν πάρει το πρώτο πλοιάριο των 6.45 π.μ. προκειμένου να βρουν το καλύτερο σημείο και να κατασκηνώσουν κανονικά: στρωμένες ψάθες ή εφημερίδες, φορητό ψυγείο, ομπρέλες, μικρές σκάλες (για να βλέπουν καλύτερα), σύνεργα πικ νικ. Θα μείνουν εκεί όλη μέρα έως το σούρουπο που θα καταφθάσουν οι κινηματογραφικοί αστέρες. Ενα αυτόγραφο ή, ακόμη καλύτερα, μια σέλφι είναι η ανταμοιβή τους, ωστόσο και μόνο που θα τους δουν από τόσο κοντά, στους περισσότερους αρκεί.
Εχει άλλωστε να συμβεί τρία χρόνια το συγκεκριμένο «τελετουργικό». Πέρυσι οι σταρ έφθασαν μεν στο κόκκινο χαλί, όμως από τους συγκεντρωμένους φαν τούς χώριζε ψηλός φράχτης, προς αποφυγήν συνωστισμού. Φέτος, όμως, οι υπεύθυνοι της κινηματογραφικής Μπιενάλε έχουν άρει σχεδόν όλους τους πανδημικούς περιορισμούς· ούτε φράχτες, ούτε ράπιντ τεστ, θερμομετρήσεις ή μάσκες. Η χρήση των τελευταίων «συνιστάται έντονα» στους κλειστούς χώρους, όμως οι περισσότεροι δεν δίνουν σημασία. Αντιθέτως, μοιάζουν πολύ χαρούμενοι που μπορούν να απολαύσουν ξανά το φεστιβάλ όπως το θυμούνται. Ο ενθουσιασμός του πλήθους, που όλο και μεγαλώνει, μεταφράζεται σε εκατοντάδες χαρωπές σέλφι και βίντεο, τα οποία προφανώς θα καταλήξουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με ποστ του τύπου: «Είμαι κι εγώ εκεί». Λίγο πιο πέρα, μερικά κανονικά μοντέλα, που συμμετέχουν σε καμπάνια γνωστού αλκοολούχου, φαίνονται αρκετά πιο βαριεστημένα…
Το σίγουρο πάντως είναι ότι εμείς δεν προλαβαίνουμε να βαρεθούμε. Οι προβολές στις αίθουσες του Λίντο έχουν ξεκινήσει ήδη από το απόγευμα της Τετάρτης και, παρά τις παλινωδίες με τις διαπιστεύσεις, καταφέραμε να δούμε τις πρώτες μας ταινίες. Ανοίγουμε παρένθεση για να πούμε πως οργανωτικά επικρατεί γενικώς ένα μικρό χάος· πάρα πολλοί επαγγελματίες, κι εμείς ανάμεσά τους, ταλαιπωρήθηκαν επί μία ώρα και έχασαν προβολές την Τετάρτη εξαιτίας της κατάρρευσης του συστήματος και της αδυναμίας να δοθούν διαπιστεύσεις. Ενα άλλο σύστημα, αυτό των ηλεκτρονικών κρατήσεων, εκνευρίζει τους πάντες, ενώ ανάγκασε και τον πρόεδρο του φεστιβάλ, Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, να δώσει (όχι πολύ πειστικές) εξηγήσεις.
Τέλος παρένθεσης –και γκρίνιας–, αφού κατά τα λοιπά η φετινή Μόστρα έχει μέχρι στιγμής ξεκινήσει πολύ ελπιδοφόρα εκεί που πραγματικά μετράει, δηλαδή επί της οθόνης. Σε αυτή είδαμε αρχικά το «TAR» του Τοντ Φιλντ, με την Κέιτ Μπλάνσετ να παραδίδει μια εκπληκτική ερμηνεία, που δεν αποκλείεται καθόλου να της χαρίσει και το σχετικό βραβείο στην τελετή λήξης της 10ης Σεπτεμβρίου. Η σπουδαία Αυστραλή ηθοποιός υποδύεται τη Λίντια Ταρ, μια διακεκριμένη μαέστρο, η οποία ετοιμάζεται να ερμηνεύσει ένα σημαντικό έργο του Μάλερ με τη διάσημη Φιλαρμονική του Βερολίνου, την οποία διευθύνει. Κάπου εκεί, ωστόσο, τόσο η προσωπική ζωή όσο και η δημόσια εικόνα της παίρνουν την κάτω βόλτα έπειτα από μια σειρά δυσάρεστων περιστατικών και αποκαλύψεων.
Το 79ο Φεστιβάλ Βενετίας ανεβάζει στροφές και οδεύει σε ένα πρώτο Σαββατοκύ- ριακο με σπουδαίες ταινίες και πολυαναμενόμενες αφίξεις.
Κουλτούρα ακύρωσης
Δίχως να πούμε πολλά για την ταινία του Φιλντ, η οποία, παρά την υπερβολικά μεγάλη διάρκειά της (πάνω από 2,5 ώρες), θίγει ευφυώς το σύγχρονο ζήτημα της κουλτούρας της ακύρωσης (cancel culture), πρέπει οπωσδήποτε να σταθούμε στην Κέιτ Μπλάνσετ. Εχοντας κερδίσει ήδη δύο βραβεία Οσκαρ, η ηθοποιός είναι εδώ απλώς απολαυστική, μιλώντας διαφορετικές γλώσσες –μεταξύ τους και αυτή της μουσικής– και παίζοντας με το πρόσωπο, το σώμα, την ίδια την ψυχή της.
Λίγες δεκάδες μέτρα από τη δημοσιογραφική προβολή του «TAR», οι επιφανείς προσκεκλημένοι της διοργάνωσης συγκεντρώθηκαν για τη λαμπρή τελετή έναρξης. «Λατρεύω το σινεμά. Λατρεύω να πηγαίνω σινεμά. Θέλω να βρίσκομαι σε μια κινηματογραφική αίθουσα με ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Δεν είναι μόνο ο ήχος. Είναι η ατμόσφαιρα. Στο σπίτι είναι πολύ διαφορετικό. Δεν νιώθεις τα πράγματα το ίδιο», είπε η μεγάλη Κατρίν Ντενέβ, η οποία, 55 χρόνια έπειτα από την πρώτη της παρουσία στη Μόστρα –θριάμβευσε με την «Ωραία της Ημέρας» του Μπουνιουέλ–, βραβεύτηκε φέτος για το σύνολο της προσφοράς της στην Εβδομη Τέχνη. Στην αίθουσα εμφανίστηκε με βιντεοσκοπημένο μήνυμά του ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι και αμέσως μετά πέρασαν από την οθόνη τα εκατοντάδες ονόματα των μικρών παιδιών που έχουν σκοτωθεί μέχρι τώρα στον πόλεμο στην Ουκρανία, προκαλώντας «παγωμάρα» μέσα και έξω από την αίθουσα.
Εξω από το Παλάτσο, πάντως, ήταν οι νεότεροι αστέρες που τράβηξαν τα βλέμματα, με πρώτο τον διαρκώς ανερχόμενο Ανταμ Ντράιβερ. Ο Αμερικανός ηθοποιός πρωταγωνιστεί στο φιλμ έναρξης του φεστιβάλ, το βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντον Ντελίλο «White Noise», το οποίο μετέφερε στην οθόνη για λογαριασμό του Netflix ο Νόα Μπάουμπαχ. Ο Ντράιβερ υποδύεται εκεί τον Τζακ Γκλάντνεϊ, έναν πανεπιστημιακό ο οποίος μαζί με τη σύζυγό του Μπαμπέτ (Γκρέτα Γκέργουικ) μεγαλώνουν μια… στρατιά από παιδιά στην Αμερική των ’80s. Χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα στη φωτογραφία και μπόλικο μαύρο χιούμορ στο σενάριο, ο Μπάουμπαχ σκιαγραφεί μια οικογενειακή καθημερινότητα η οποία διανθίζεται από διάφορα παράδοξα. Αποκορύφωμα, μια ξαφνική μόλυνση της ατμόσφαιρας που προκαλείται από ατύχημα (οι παραλληλισμοί με την πανδημία είναι αναπόφευκτοι), σχηματίζοντας ένα μαυροκόκκινο σύννεφο που μοιάζει ύποπτα και με εκείνα του «Stranger Things». Σε κάθε περίπτωση, το πραγματικό τέρας εδώ είναι ο τρόμος του θανάτου, τον οποίο πάντως το φιλμ εξετάζει περισσότερο με τη μετα-ματιά του 2022 παρά με εκείνη του Ντελίλο.
Ολα αυτά καθώς το 79ο Φεστιβάλ Βενετίας ανεβάζει πλέον στροφές πηγαίνοντας προς ένα πρώτο Σαββατοκύριακο γεμάτο από σπουδαίες ταινίες και πολυαναμενόμενες αφίξεις στη Μόστρα. Φυσικά, μαζί ανεβαίνει και η κίνηση στο Λίντο, η οποία ωστόσο δεν είναι τίποτε σε σχέση με τον χαμό που επικρατεί στην υπόλοιπη Βενετία. Για πανδημία, ούτε λόγος.