«To animation δεν είναι η τέχνη των σκίτσων που κινούνται, αλλά η τέχνη των κινήσεων που σκιτσάρονται», είχε πει κάποτε ένας από τους μεγάλους πρωτοπόρους του χώρου, o Σκωτσεζοκαναδός Νόρμαν Μακλάρεν, και τα λόγια αυτού του γίγαντα του animation του προηγούμενου αιώνα φαίνεται πως αντηχούν ολοζώντανα μέσα στα κινούμενα σκίτσα ενός δημιουργού του 21ου αιώνα, του Αμερικανοδανού Αντριαν Ντέξτερ. Κι όμως, μέσα από τους κόσμους που σμιλεύει με πλεονάσματα αφοσίωσης, τεχνικής και φαντασίας ο γεννηθείς το 1969 στη Νεβάδα της Αμερικής εικονογράφος και animator, αναδύεται η αίσθηση των δεκαετιών που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Οι πρώτες παραστάσεις από την παιδική του ηλικία, από τον φοβερό «Αγριο Πλανήτη» του 1973, του Γάλλου Ρενέ Λαλού, έως εκείνο τα αξέχαστο εξώφυλλο των King Crimson και του «Ιn the court of the Crimson King» από το 1969, θαρρείς πως στοίχειωσαν για πάντα το έργο του.
Η τελευταία του ταινία, το «Terra Incognita» («Αγνωστη Γη»), βραβεύτηκε τον Ιούνιο που πέρασε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινουμένων Σχεδίων του Ανεσί και αυτές τις μέρες διαγωνίζεται σε ένα δικό μας διεθνές φεστιβάλ, αυτό των ταινιών μικρού μήκους της Δράμας (5-11 Σεπτεμβρίου) που φέτος κλείνει 45 χρόνια. Με αφορμή τα 21 λεπτά αυτού του animation, που μοιάζει να αντανακλά σε κάθε του δευτερόλεπτο το πνεύμα της αρχαίας, μυστικιστικής «άγνωστης γης» που απεικονίζει, μιλήσαμε στον δημιουργό του.
– Εκτός από το χνάρι του «Αγριου Πλανήτη», που είναι ολοφάνερο στο «Terra Incognita», τι άλλες επιρροές είχε η ταινία;
– Πράγματι, το «Terra Incognita» είναι λες και φωνάζει το όνομα «Ρενέ Λαλού». Κάποιες άλλες βασικές αναφορές που είχαμε για την ταινία ήρθαν ήδη από το στάδιο του γραψίματος του σεναρίου, όπως π.χ. το έργο του λόρδου Ντάνσανι και του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, δύο γιγάντων του φανταστικού. Από πλευράς ρυθμού, ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρόι Αντερσον ήταν συνεχώς μια μεγάλη επιρροή. Πάντως, κάτι που υπήρξε στο κέντρο της δημιουργίας αυτής της ταινίας, ήταν το ότι εγώ και η συνεργάτις μου και συνδημιουργός της, Περνίλε Μ.Α. Κιάερ, θέλαμε να φτιάξουμε κάτι που να έχει νοσταλγική εικόνα και αίσθηση, ώστε να το μετατρέψουμε, όσο εξελισσόταν η ιστορία, σε κάτι πιο μοντέρνο, χωρίς το κοινό να υποπτεύεται αυτήν την ανατροπή από την αρχή. Μας ήταν σημαντικό να φτιάξουμε μια φαντασιακή πραγματικότητα, μια μυθολογία, μια ιστορία δημιουργίας, και στο τέλος να το πάρουμε όλο αυτό και να το ανατρέψουμε, μεταφέροντάς το, εν τέλει, στον πραγματικό κόσμο.
«Σχεδιάζω ένα γκράφικ νόβελ ιστορικής μυθοπλασίας με βάση το σενάριο ενός συμπατριώτη σας, του συγγραφέα και σεναριογράφου κόμικς Θοδωρή Πρασίδη».
– Τι μπορείτε να μας πείτε για τη διαδικτυακή σειρά με τίτλο «In Ten Thousand Years, Maybe» («Ισως σε δέκα χιλιάδες χρόνια») του 2017, όπου σχεδιάσατε, με διαφορετικές τεχνικές, πολλά animation φιλμ μικρού μήκους που μοιάζουν με ειρωνικά σχόλια πάνω στην ιλαροτραγωδία του ανθρώπου;
– Επικρατούσε ένα βασικό αξίωμα σε όλο αυτό το πρότζεκτ, και αυτό ήταν ότι αντιμετωπίζουμε την τραγικότητα των πραγμάτων με αυτοσαρκασμό, χαμόγελο και ένα παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού. Ο συν-δημιουργός της σειράς Χανς Φρέντρικ Γιάκομπσεν και εγώ θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα χιουμοριστικό μικρόκοσμο από ιστορίες που θα ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους, αλλά που θα μπορούσες να τις παρακολουθήσεις και σε τυχαία σειρά. Στο τέλος καταλήξαμε να γινόμαστε κι εμείς χαρακτήρες καρτούν μέσα στη σειρά. Φτιάξαμε επεισόδια συνολικής διάρκειας περίπου μιας ώρας που ακόμα δεν τα έχουμε δημοσιεύσει όλα, και θέλουμε να κάνουμε κι άλλα. Η αρχική ιδέα ήταν άλλωστε να φτιάξουμε… δέκα χιλιάδες επεισόδια που θα εξιστορούσαν κάθε τι που θα κάναμε στη ζωή μας, με το τελευταίο από αυτά να δείχνει τα εγγόνια μας να μας βιντεοσκοπούν στο νεκροκρέβατό μας.
– Σε ένα από αυτά τα επεισόδια εμφανίζεται μια ευθεία αναφορά στο εξώφυλλο του δίσκου «In the Court of the Crimson King» των King Crimson και του εικονογράφου του, του αδικοχαμένου Αγγλου ζωγράφου Γκάρι Γκόντμπερ. Γενικά, όμως, στη δουλειά σας, προδίδεται μια φανερή εμμονή με στυλ, τεχνικές και εικόνες από τη δεκαετία του ’70. Πώς προέκυψε αυτή;
– Αυτός ο δίσκος πάντα είχε μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Τον είχε στη δισκοθήκη του ο πατέρας μου και θυμάμαι αυτό το φοβερό εξώφυλλο να στέκεται πάντα εκεί και να με κοιτάζει κατάματα. Ο πατέρας μου προσπαθούσε συνεχώς να μου «προμοτάρει» συγκροτήματα και δίσκους. Μου έλεγε πράγματα όπως «αυτός που τραγουδάει και παίζει μπάσο στο κομμάτι αυτό λέγεται Γκρεγκ Λέικ, και παίζει και με την εξής άλλη μπάντα…». Εσπειρε τον σπόρο παίζοντάς μου καλή μουσική, διαβάζοντάς μου τον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» και βάζοντάς με να δω ταινίες όπως το «Κόναν» ή το «Κρουλ». Είναι, μάλιστα, πολύ ενδιαφέρον πώς προβάλλει κανείς τη νοσταλγία του πάνω στα παιδιά του, καθότι πολλά από αυτά που μου έδειχνε τότε ήταν πράγματα με το οποία είχε μεγαλώσει ο ίδιος στην Αμερική του ’50: ταινίες με τους κωμικούς Αμποτ και Κοστέλο, τον «Μάγο του Οζ», τη «Φαντασία» του Ντίσνεϊ και όλα αυτά τα αμέτρητα κόμικς και περιοδικά και κυρίως τον Ποπάυ – τόσο πολύ Ποπάυ!
– Μπορείτε να μας πείτε ένα πρότζεκτ που ετοιμάζετε αυτή τη στιγμή για το εγγύς μέλλον;
– Σχεδιάζω εδώ και λίγο καιρό ένα γκράφικ νόβελ ιστορικής μυθοπλασίας με βάση το σενάριο ενός συμπατριώτη σας, του συγγραφέα και σεναριογράφου κόμικς Θοδωρή Πρασίδη. Εχει να κάνει με τον βοτανικό κήπο της Χαϊδελβέργης, την Εκπαραθύρωση της Πράγας, την αρχή του Τριακονταετούς Πολέμου και το τέλος του αλχημιστικού ονείρου στην κεντρική Ευρώπη – ένα ελαφρύ ανάγνωσμα!