EΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
Αυτό είναι το γράμμα μου
στην Οικουμένη – 160 Ποιήματα
εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: Χάρης Βλαβιανός
εκδ. Πατάκη
LOUISE GLUCK
Η Αγρια Ιρις
μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
εκδ. Στερέωμα
Κάποτε το «ποιητικό εγώ» προσεύχεται, αλλά μάλλον για την παρηγοριά της προσευχής, όχι γιατί πιστεύει στο θείο.
Η Λουίζ Γκλικ έγινε γνωστή στην ελληνική αναγνωστική κοινότητα κυρίως μετά την απονομή του βραβείου Νομπέλ το 2020. Ο Χάρης Βλαβιανός και η Δήμητρα Κωτούλα φρόντισαν τότε, μαζί με τις εκδόσεις Στερέωμα, να πάρουμε άμεσα μια γεύση από το ποιητικό της έργο με τη δημοσίευση, λίγο καιρό μετά τη βράβευση, της μεταφρασμένης συλλογής «Πιστή και ενάρετη νύχτα» (πρώτη δημοσίευση στο πρωτότυπο, 2014), ενώ στην έκδοση συμπεριλήφθηκε ένθετη η ομιλία της ποιήτριας κατά την τελετή απονομής του βραβείου. Το αναγνωστικό κοινό αγκάλιασε την άγνωστή του μέχρι τότε Γκλικ και ήδη κυκλοφορεί στα ελληνικά η τρίτη κατά σειρά μεταφρασμένη ποιητική συλλογή της Γκλικ, σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού, πάντα από τις εκδόσεις Στερέωμα («Χειμωνιάτικες συνταγές από την κοινότητα»).
Εδώ θα μας απασχολήσει η δεύτερη μεταφρασμένη στα ελληνικά συλλογή της με τίτλο «Η Αγρια Ιρις» (βραβείο Πούλιτζερ 1993· κυκλοφόρησε στα ελληνικά τον Οκτώβριο του 2021) σε συνανάγνωση όμως με ένα άλλο σημαντικό βιβλίο. Συγκεκριμένα, δύο μήνες μετά την «Αγρια Ιριδα» της Γκλικ ο Βλαβιανός δημοσίευσε στις εκδόσεις Πατάκη έναν βαρύ τόμο με 160 ποιήματα της μεγάλης ομοεθνούς της, της Εμιλυ Ντίκινσον. Ολα τα βιβλία είναι δίγλωσσα, ενώ της μεταφρασμένης ποίησης της Ντίκινσον προηγείται στον υπό συζήτηση τόμο εκτενές, ιδιαίτερα κατατοπιστικό για τον βίο, το έργο και την πρόσληψη της ποιήτριας σημείωμα-μελέτη του Βλαβιανού.
Η χρονική σύμπτωση των δημοσιεύσεων των δύο ποιητριών στα ελληνικά, η ρητή αναφορά της Γκλικ στην Ντίκινσον στην ομιλία της Στοκχόλμης αλλά κυρίως η θεματική και το ύφος της «Αγριας Ιριδας» μας παρακινούν να διαβάσουμε αντικριστά τα δύο βιβλία. Σε έναν συνδυασμό βοτανολογίας, κηπουρικής και θρησκευτικής υμνολογίας –θέματα δηλαδή καθόλου άγνωστα και στην Ντίκινσον– η Γκλικ αντιμετωπίζει με γενναιότητα και χάρη το φάσμα της θλίψης, από τη μελαγχολία μέχρι την κατάθλιψη, με σταθερό σκηνικό τον κήπο. Μέσα σε αυτό το ημιελεγχόμενο, ημιάγριο κομμάτι της φύσης το «ποιητικό εγώ» συναντιέται ξανά και ξανά με όψεις του εαυτού και του άλλου. Κάποτε ακούγεται ολοκάθαρα η φωνή του ψυχοθεραπευτή. Κάποτε το «ποιητικό εγώ» προσεύχεται αλλά μάλλον για την παρηγοριά της προσευχής, όχι γιατί πιστεύει στο θείο. Η ποίηση είναι η προσευχή και με τη βοήθειά της ερχόμαστε σε επαφή με τον εαυτό μας και παρηγοριόμαστε. Ασφαλώς έχει προηγηθεί (και) εδώ η Ντίκινσον. Τα κεφάλαια του εισαγωγικού σημειώματος του Βλαβιανού που πραγματεύονται τη σχέση της Ντίκινσον με τη θρησκεία, τη φύση, τον θάνατο, μας βοηθούν να κατευθύνουμε παραγωγικά τις αναγνώσεις μας.
Οπως ο Καβάφης έτσι και η Ντίκινσον είναι ποιητές που με το πέρασμα του χρόνου η μετοχή τους ανεβαίνει. Φαίνεται πως κατείχαν ένα διαχρονικό μυστικό της τέχνης τους που, εφαρμόζοντάς το, δεν αίρονται βέβαια υπεράνω της Ιστορίας, όπως θα μπορούσε να υποθέσει μια αφελής και επιφανειακή προσέγγιση. Τουναντίον, προτείνουν μια δραστική φόρμουλα διαρκούς συσχέτισης του άχρονου, του ασυνείδητου, με το ιστορικό, την ελλειπτική κομψότητα μιας εύχρηστης, απλά φτιαγμένης ρυθμικής αφήγησης που επιτρέπει στον σημερινό άνθρωπο να τη συμπεριλάβει στο «κιτ» με τα καθημερινά του απαραίτητα. Και τοποθετούν την αναγνώστρια/τον αναγνώστη δίπλα ή απέναντι στην ποιήτρια ή τον ποιητή, μαζί της/του «επί σκηνής», αν θέλετε να θυμηθούμε τον Σεφέρη.
Οχι σε κάποιο νοητό ανώνυμο πλήθος υποτιμημένου ακροατηρίου. Η Γκλικ ομνύει σε αυτή τη στάση της Ντίκινσον.
H ομιλία στη Στοκχόλμη
Καθόλου τυχαία, η ομιλία της στη Στοκχόλμη εστιάζει στην ισότιμη, έντονη σχέση ποιητή-αναγνώστη. Παραθέτω, σε μετάφραση πάντα Χ.Β.: «Ολη μου τη ζωή, τα ποιήματα που με προσέλκυαν εντονότερα ήταν του είδους που περιέγραψα, ποιήματα προσωπικής επιλογής ή σύγκρουσης, ποιήματα στα οποία ο ακροατής ή ο αναγνώστης συμβάλλει ουσιαστικά, ως αποδέκτης μιας εξομολόγησης, ή μιας αποδοκιμασίας, καμιά φορά ως συν-συνωμότης. “Είμαι ο κανένας”, λέει η Ντίκινσον. “Είσαι κι εσύ ο κανένας;/ Τότε είμαστε δύο – Μη τυχόν το πεις!” Ή ο Ελιοτ: “Ας πάμε λοιπόν εσύ κι εγώ,/ όταν στον ουρανό απλώνεται το δειλινό/ σαν ναρκωμένος ασθενής πάνω στο τραπέζι”. Ο Ελιοτ δεν σημαίνει προσκλητήριο προσκόπων. Ζητάει κάτι από τον αναγνώστη. Σε αντίθεση με τους γνωστούς στίχους του Σαίξπηρ, “Να σε συγκρίνω με μια μέρα του καλοκαιριού;”: ο Σαίξπηρ δεν συγκρίνει εμένα με μια μέρα του καλοκαιριού. Μπορώ να θαυμάσω στα κρυφά την εκθαμβωτική του δεξιοτεχνία, αλλά το ποίημα δεν απαιτεί την παρουσία μου».
Οπως τα λέει. Δεν είναι εποχή να αποθαυμάζουμε εκστατικά. Είναι εποχή να δημιουργούμε απλά και δραστικά, και ανάλογα να γευόμαστε το καλλιτεχνικό προϊόν. Είναι η επανάσταση της κάθε μέρας μέσα στον τετριμμένο ιδιωτικό μας χώρο, που η Ντίκινσον είχε έγκαιρα φροντίσει να διατρυπήσει και να υπονομεύσει στον καιρό της. Η Ντίκινσον, όπως ανάγλυφα προκύπτει από το εισαγωγικό δοκίμιο-μελέτη του Βλαβιανού, προτείνει την ποίηση ως ελευθερία και ατομική χειραφέτηση. Είναι μια μύγα που βουίζει και αποδομεί, ένα αεράκι που αλλάζει με το πέρασμά του τις αποχρώσεις.
Αυτή η στάση, σταθερή, χαριτωμένη, δραστική και καθόλου μεγαλεπήβολη αναδεικνύεται, και μέσα από τα λόγια και τα ποιήματα της Γκλικ, η κρίσιμη στις μέρες μας σύμβαση και για τη γραφή και για την ανάγνωση. Ειρωνεία, λεπτό χιούμορ, ανάδειξη των τάχα ασήμαντων πλασμάτων και των αδιόρατων σκιάσεων, σεβασμός των λεπτών ψυχικών διακυμάνσεων την ώρα που στο άμεσο, καθόλου απόμακρο φόντο η Ιστορία λαμβάνει ξανά και ξανά τις δυσθεώρητες διαστάσεις ενός τσουνάμι. Απέναντί της το άτομο όχι μόνο δεν εκμηδενίζεται αλλά διατυπώνει με θάρρος και ομορφιά την εντελώς δική του συγκίνηση. Γίνεται «εμείς» μέσα από τη μοιρασιά της συγκίνησης αυτής και όχι μέσα από τη διατύπωση και την υποταγή σε οποιονδήποτε προφητικό λόγο.
Η «ψυχρή και καθαρή» μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης προσφυώς επισημαίνει, παρουσιάζοντας το βιβλίο για την Ντίκινσον, πως ο Βλαβιανός μεταφράζει «ψυχρά και καθαρά. Η στιχική και λεκτική φόρμα του πρωτοτύπου παραμένει ακέραιη, η στίξη και η αστιξία τηρούνται ευλαβικά, οι ομοιοκαταληξίες αναδημιουργούνται όπου αυτό είναι εφικτό. Τα μεταφρασμένα κείμενα ως ποιήματα είναι λακωνικά, επιγραμματικά, βασισμένα στη διανοητική πυκνότητα, την αφαιρετικότητα και τις εκφραστικές ιδιοτυπίες τους. Οι μεταφράσεις, απογυμνωμένες από στοιχεία που ο Βλαβιανός προφανώς θεωρεί στολίδια, υποβάλλουν την ανάγκη να τις ξαναδιαβάσεις προσεκτικά για να διεισδύσεις στο εσωτερικό ποιητικό βάθος τους. Ετσι, μεταδίδουν μία συνολική αναγνωστική εντύπωση που τις γειτνιάζει στην ποίηση του 20ού αιώνα, αυτήν της οποίας η Ντίκινσον θεωρήθηκε πρόδρομος, και τις απομακρύνει από την ποίηση του 19ου αιώνα» (εφημερίδα «Το Βήμα», 16.1.2022). Τα ίδια πάνω-κάτω ισχύουν και για την εκ μέρους του Βλαβιανού μεταφραστική προσέγγιση της Γκλικ. Η πολλαπλή μεταφραστική χειρονομία του θα πρέπει, νομίζω, να ιδωθεί ως ένα ακόμη σημαντικό βήμα στη συνεπή εκ μέρους του, εδώ και δεκαετίες, και μέσα από τα περιοδικά «Ποίηση» και «Ποιητική», προσπάθεια μετάγγισης στον ελληνικό ποιητικό πολιτισμό των σημαντικών επεισοδίων της δυτικής παράδοσης. Πρόκειται άλλωστε για μονόδρομο, εφόσον και για όσες/ους θέλουμε να καλλιεργήσουμε στην Ελλάδα τη σύνθεση και την ανάγνωση της ποίησης με σύγχρονους και βιώσιμους όρους.