Ο Σωτήρης Γκορίτσας στην «Κ»: Το χρέος μου προς τους αφανείς ήρωες

Ο Σωτήρης Γκορίτσας στην «Κ»: Το χρέος μου προς τους αφανείς ήρωες

Ο σκηνοθέτης Σωτήρης Γκορίτσας μιλάει για τη νέα του ταινία «Εκεί που ζούμε», για την κρίση και το ελληνικό σινεμά

6' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Σωτήρης Γκορίτσας είναι από εκείνους τους σκηνοθέτες που επιμένουν να βλέπουν την κωμική πλευρά της κοινωνικής ζωής και της καθημερινότητας, ακόμη κι όταν αυτή μοιάζει τόσο ζοφερή όσο η ελληνική εκδοχή της των τελευταίων 10-12 ετών. Οι ταινίες του, σχετικά λίγες (οκτώ σε ένα διάστημα τρεισήμισι δεκαετιών), κατορθώνουν να περιγράψουν αρετές, παθογένειες, προτερήματα και ελαττώματα των ανθρώπων που κατοικούν αυτόν τον τόπο και στο μεταξύ να πουν και μερικές ιστορίες από αυτές που σου μένουν αξέχαστες χάρη στους ήρωές τους. Επειτα από μια δεκαετία κρίσης όμως, με τι κριτήρια διαλέγεις τα υλικά που θα χρησιμοποιήσεις παρακάτω;

«Βιώσαμε ο καθένας διαφορετικά τα χρόνια της κρίσης που περάσαμε. Προσωπικά την είδα αρχικά σαν μια τεράστια ευκαιρία αυτογνωσίας, μια ευκαιρία να απαλλαγούμε από τα βαρίδια που μας οδήγησαν στην κρίση. Διαψεύστηκα. Αντ’ αυτού είδα μια καταφυγή της κοινωνίας μας στη χειρότερη των παραδόσεων, στη βλακώδη “περήφανη” στάση ότι “κάποιοι άλλοι, όχι εμείς, φταίνε για ό,τι τραβάμε” και άρα εμείς συνεχίζουμε απτόητοι τη μακαριότητά μας. Αναμενόμενο, θα μου πείτε, για όποιον έχει διαβάσει λίγη Ιστορία. Τουλάχιστον όμως στην τέχνη έχεις την ευκαιρία να ξαναγράψεις την ιστορία όπως θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί και όχι όπως πραγματικά εξελίχθηκε», μας λέει ο Ελληνας κινηματογραφιστής.

Στο «Εκεί που ζούμε», την καινούργια του ταινία που κυκλοφορεί την προσεχή Πέμπτη στις αίθουσες, εκείνος χρησιμοποιεί ως αφετηρία το ομώνυμο μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη, το οποίο έχει για ήρωά του ακριβώς έναν “άνθρωπο της κρίσης”, έναν 35άρη δικηγόρο που αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα στη διάρκεια μιας παράξενης μέρας. Τι είναι αυτό που τον τράβηξε στη συγκεκριμένη ιστορία; «Πρώτον, ακριβώς ότι παίρνει τον λόγο η σημερινή γενιά των 35-40άρηδων. Δεύτερον, ότι τον παίρνει μέσα από έναν όχι περιθωριακό ήρωα αλλά κάποιον που συμμετέχει στην καθημερινή κοινωνική ζωή έχοντας να παλέψει με τη δουλειά του, τους φίλους του, τις σχέσεις του, τη χώρα ή την έξοδο από αυτήν, και πάνω από όλα με την πατρική του οικογένεια, εκεί δηλαδή από όπου πιστεύω ότι ξεκινούν όλα. Τρίτον, ότι η ματιά του Χρίστου Κυθρεώτη δεν είναι του “αγανακτισμένου” που έρχεται να “καταγγείλει” όλους τους άλλους, αλλά κοιτάζει συγχρόνως τη δική του καμπούρα. Τέταρτον, ότι αυτό γίνεται με χιούμορ και μάλιστα αυτοσαρκαστικό. Και πέμπτον, ότι μετά τα δημόσια νοσοκομεία μπορούσα επιτέλους να βρεθώ και στον άλλο χώρο που πάντα με ενδιέφερε, εκείνον των δικαστηρίων και του τρόπου λειτουργίας της ελληνικής δικαιοσύνης».

Οπως είπαμε βέβαια ο Γκορίτσας προτιμά να αναδεικνύει με τα σενάριά του τις πιο κωμικές πτυχές της ζωής –και της λογοτεχνίας εν προκειμένω– χαρίζοντας παράλληλα στον Αντώνη, τον οποίο ερμηνεύει άρτια ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, περισσότερο δυναμικό ρόλο από εκείνον που έχει στο βιβλίο. Σε αυτό υπάρχει διάχυτη η αίσθηση πως ο πρωταγωνιστής παρακολουθεί την ίδια του τη ζωή να περνάει από μπροστά του διστάζοντας να δράσει· αντιθέτως στη μεγάλη οθόνη εκείνος είναι που ορίζει βασικά τις εξελίξεις. «Αυτό συμβαίνει για τον απλό λόγο ότι η λογοτεχνία έχει άλλα όπλα από ό,τι ο κινηματογράφος. Μπορεί, π.χ., ο ήρωας απλά να παρατηρεί και να σχολιάζει και αυτό να είναι συναρπαστικό. Στον κινηματογράφο όμως που με ενδιαφέρει δεν υπάρχει περίπτωση ο ήρωας να είναι ένας “παθητικός παρατηρητής” της ζωής, με άλλα λόγια να μην “πάσχει”. Εξάλλου, δεν θα άφηνα ποτέ σε κάποιον άλλο έναν τόσο γοητευτικό ρόλο. Προτιμώ, όσο μπορώ, να τον κρατάω για τον εαυτό μου».

Στην τέχνη έχεις την ευκαιρία να ξαναγράψεις την ιστορία όπως θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί και όχι όπως πραγματικά εξελίχθηκε.

Πέραν όλων των υπολοίπων κεντρικό ρόλο στην ιστορία κατέχει το δίπολο του Αντώνη με τον πατέρα του (Στέλιος Μάινας) και η μεταξύ τους περίπλοκη σχέση, η οποία ξεδιπλώνεται περισσότερο στο δεύτερο μέρος της ταινίας. Εκεί ο Αντώνης θα έρθει αντιμέτωπος με έναν γονιό εν πολλοίς απόντα κατά την παιδική του ηλικία, κάτι το οποίο μοιάζει να έχει αφήσει μέσα του ένα κενό που τον βασανίζει και στην ενήλικη ζωή του. Είμαστε τελικά αυτό που διαμορφώνουν οι τροφοί μας; «Εχουν χυθεί τόσοι τόνοι μελάνι, αλλά με έχει απασχολήσει και προσωπικά το θέμα, ώστε δεν χρειάζεται, νομίζω, επιπλέον επιχείρημα για να αποδειχθεί. Το ζητούμενο είναι να προσπαθήσουμε και προσωπικά, αλλά θα έλεγα περισσότερο και ως κοινωνία, να καταλάβουμε τι από τα μοντέλα που μας παραδίνουν οι προηγούμενοι κρατάμε και τι από αυτά πετάμε ώστε να ζήσουμε πιο ελεύθεροι, άρα πιο κοντά σε αυτό που πραγματικά έχουμε ανάγκη. Σε ένα περιβάλλον που τρέχει ιλιγγιωδώς δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο».

Πριν από όλα αυτά πάντως, έχει προηγηθεί ένα πρώτο μέρος σαφώς πιο ταχύ στους ρυθμούς και χιουμοριστικό στο ύφος του, το οποίο ασχολείται βασικά με την παράνοια της ελληνικής δικαιοσύνης, όπως σε μεγάλο βαθμό είχε συμβεί και με το σύστημα δημόσιας υγείας στο «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα» του 2010. Είναι τόσο «ανεπίδεκτοι» οι ελληνικοί κρατικοί φορείς;

«Ολο και κάτι καλυτερεύει»

«Ανεπίδεκτους δεν θα τους έλεγα, γίνονται προσπάθειες και όλο και κάτι καλυτερεύει. Μόνο που γίνεται με την ανατολίτικη ταχύτητα του σαλιγκαριού, ενώ η ανάγκη είναι να τρέξουμε σαν τον Γιουσέιν Μπολτ. Ευτυχώς σε κάθε χώρο υπάρχουν άνθρωποι που το προσπαθούν, συνήθως σιωπηλά και χωρίς αναγνώριση, στους οποίους οφείλουμε πολλά. Νιώθω χρέος απέναντί τους και προσπαθώ οι ταινίες μου να είναι ένα ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης γι’ αυτό που κάνουν. Σέβομαι και θαυμάζω απεριόριστα την αντοχή εκείνου που προσπαθεί στη χώρα μας “να κάνει καλά τη δουλειά του”. Αυτοί ήταν πάντα το κοινό που ήθελα να φτάσει η ταινία μου».

Ο Σωτήρης Γκορίτσας στην «Κ»: Το χρέος μου προς τους αφανείς ήρωες-1
«Μετά τα δημόσια νοσοκομεία επιτέλους βρέθηκα και στον άλλο χώρο που πάντα με ενδιέφερε, εκείνον των δικαστηρίων και του τρόπου λειτουργίας της ελληνικής δικαιοσύνης», λέει για τη νέα του ταινία ο Σωτήρης Γκορίτσας.

Να μην καταλήξουμε «καλά αμειβόμενα γκαρσόνια» των ξένων παραγωγών

Οπως είπαμε και παραπάνω, η γενιά –ή οι γενιές, ανάλογα πώς θα το δει κανείς– της κρίσης βρίσκεται εδώ στο επίκεντρο. Ανθρωποι 25-35 ετών και λίγο μεγαλύτεροι, οι οποίοι επί της ουσίας δεν έχουν ζήσει τίποτα διαφορετικό από μια συνεχιζόμενη περίοδο αβεβαιότητας, μαυρίλας, και διαφόρων ειδών απειλές, στην ενήλικη ζωή τους. Η μετανάστευση αποτέλεσε διέξοδο για πολλούς από αυτούς, ωστόσο εκείνοι που έμειναν πίσω, μαζί με όσους τυχόν επιστρέψουν, θα αναλάβουν εκ των πραγμάτων σταδιακά το χτίσιμο της επόμενης μέρας. Τι εφόδια και τι βαρίδια θεωρεί ο Σωτήρης Γκορίτσας πως κουβαλούν μαζί τους σε αυτή την πρόκληση; 

«Το μεγαλύτερο εφόδιό τους είναι ότι μοιάζουν απαλλαγμένοι από εμμονές και πολιτικές αγκυλώσεις που ταλαιπώρησαν τη δική μου γενιά και την αμέσως προηγούμενη από εμένα. Οι οποίοι είχαμε βέβαια τους λόγους μας γι’ αυτή την ιδεολογική μας σχιζοφρένεια. Η διαφορά μου με τους νεότερους είναι ότι περνούν συχνά στο άλλο άκρο και αηδιασμένοι από τις ιδεολογικές και πολιτικές αρλούμπες των γονιών και παππούδων τους, δυσκολεύονται να διακρίνουν το πώς όσα “προσωπικά” τους απασχολούν –και δικαίως– έχουν άμεση σχέση με την πολιτική και την κοινωνία. Αισιοδοξώ όμως ότι θα βρουν τον δρόμο τους. Για να κάνουν τα δικά τους λάθη και όχι να επαναλάβουν τα δικά μας».

Αν πάντως υπάρχει ένας κλάδος, ο οποίος τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει σημάδια ανάπτυξης στη χώρα μας, αυτός είναι του κινηματογράφου, μετά την οικονομική ώθηση που έδωσε η λειτουργία του ΕΚΟΜΕ και τη συνακόλουθη προσέλκυση ξένων κινηματογραφικών σχεδίων. Επιπλέον, οι Ελληνες παραγωγοί δείχνουν μεγαλύτερη εξωστρέφεια πλέον, αναζητώντας ευκαιρίες να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους εκτός Ελλάδας, ενώ παράλληλα διευρύνουν τη δεξαμενή ταλέντου που λειτουργεί (και) ως πρότυπο εντός. 

«Δουλεύοντας σε αυτή την ταινία με τη γενιά των 35-40άρηδων ένιωσα έπειτα από καιρό αισιόδοξος ξανά. Νιώθω ότι είμαστε σε καλά χέρια, πολύ καλύτερα τέλος πάντων από τη δική μου γενιά. Κάθε επαφή με το εξωτερικό είναι ευεργετική καθώς μας απομακρύνει από την κατάρα της “περίκλειστης” στον εαυτό της κοινωνίας. Το έχω βιώσει και προσωπικά έχοντας το προνόμιο να σπουδάσω στο εξωτερικό, στο οποίο χρωστάω πολλά. Σε αυτή την κατεύθυνση, της επαφής μας με το εξωτερικό, σίγουρα βοηθάει το ΕΚΟΜΕ, αρκεί να καταλάβει ότι, ναι, είναι καλή για την ελληνική κινηματογραφία η ενίσχυση των ξένων παραγωγών που γίνονται στη χώρα μας, εφόσον όμως συνεχίσει να υπάρχει ελληνική κινηματογραφία. Αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξουμε “καλά αμειβόμενα γκαρσόνια” των ξένων παραγωγών. Οπως πάντα, το εκκρεμές πάει από το ένα άκρο στο άλλο ώσπου, ελπίζω, κάποτε να ισορροπήσει».
 
Στο «Εκεί που ζούμε», εκτός των Αλειφερόπουλου και Μάινα, παίζουν ακόμη οι Μάκης Παπαδημητρίου, Χριστίνα Τσάφου, Μαρία Καλλιμάνη, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Ναταλία Τσαλίκη, Λένα Παπαληγούρα, Αργύρης Μπακιρτζής, Γιούλικα Σκαφιδά κ.ά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT