Μιούζικαλ το «Σπιρτόκουτο»

Γ. Οικονομίδης και Γ. Νιάρρος μιλούν στην «Κ» για το μιούζικαλ «Σπιρτόκουτο»

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γίνεται το σινεμά του Οικονομίδη μιούζικαλ; Λέγονται οι αξέχαστες ατάκες και το εκρηκτικό υβρεολόγιο τραγουδιστά; Και τέλος πάντων, το αιώνιο ερώτημα «Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;» έχει κάποια απόκριση το 2022; Αυτά και άλλα πολλά θα κληθεί να απαντήσει η μιούζικαλ εκδοχή του θρυλικού «Σπιρτόκουτου».

Ο ίδιος ο Γιάννης Οικονομίδης, πάντως, που υπογράφει και το λιμπρέτο της παράστασης, προλαβαίνει και αποθαρρύνει οποιαδήποτε σύγκριση με το κινηματογραφικό πρότυπο, ενώ δηλώνει παραπάνω από ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. «Δεν μπαίνει ζήτημα σύγκρισης. Μιλάμε για ένα καινούργιο έργο, αυθύπαρκτο, με τη δική του συνοχή, ταυτότητα και αξιοπρέπεια. Θα κριθεί με όρους μιούζικαλ. Προσωπικά πιστεύω στη δύναμη και στην πρωτοτυπία αυτού που έχει φτιαχτεί, νομίζω ότι μπορεί να δημιουργήσει τον δικό του μύθο», τονίζει.

Οπως μας εξηγεί ο Ελληνας κινηματογραφιστής, η ιδέα για τη μουσικοθεατρική μεταφορά ήταν δική του, αναγνωρίζοντας παράλληλα και τη μεγάλη δυσκολία του εγχειρήματος. «Το είχα για καιρό στο κεφάλι μου, αλλά δεν τολμούσα να το εκστομίσω. Αναρωτήθηκα αν οι ήρωες δεν διαπληκτίζονταν με φωνές και διάλογο αλλά μουσικά με τραγούδι, τι θα γινόταν; Οταν τελικά το έβγαλα προς τα έξω, βρέθηκαν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να το προχωρήσουν».

Ενας από αυτούς, ο βασικότερος ίσως, είναι ο Γιάννης Νιάρρος, στον οποίο ανήκουν οι στίχοι των τραγουδιών, μέρος της μουσικής, μαζί με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο, αλλά και η σκηνοθεσία της παράστασης. «Η ιστορία του “Σπιρτόκουτου” έχει πολύ καλό υλικό για μιούζικαλ. Αρχικά οι χαρακτήρες που είναι έντονα συμβολικοί, καρικατούρες σε κάποιες περιπτώσεις, με την καλή έννοια. Αυτό είναι κάτι που συνομιλεί με τον κόσμο του μιούζικαλ, όπου οι χαρακτήρες είναι επίσης αρκετά μονοσήμαντοι», μας λέει ο Γιάννης Νιάρρος.

Διάλογοι και δυναμική

«Η ιδιαιτερότητα, που το κάνει αυτόματα και διαχρονικό, είναι πως δεν πρόκειται για ηθογραφία – Είναι ένα έργο αρχετυπικό, ένα λαβ στόρι κατά βάθος», λέει ο σκηνοθέτης Γ. Νιάρρος.

Οταν τον ρωτάω τι βρήκε πιο εύκολο και τι δύσκολο στη διαδικασία της «μετάφρασης», απαντά δίχως δισταγμό: «Αυτό που βοηθάει πολύ είναι ότι στον Οικονομίδη οι διάλογοι επαναλαμβάνονται. Λέει κάποιος ένα πράγμα και στη συνέχεια το επαναλαμβάνει με 2-3 διαφορετικούς τρόπους. Αυτό είναι αμέσως ένα ρεφρέν. Σου δίνει έναν κώδικα για να χτίσεις πάνω. Ενας άλλος μουσικός όρος έχει να κάνει με τη δυναμική· κάτι που ξεκινάει, κορυφώνεται κι έχει και απόνερα. Αυτά υπήρχαν ήδη. Το δύσκολο τώρα, στιχουργικά, είναι ότι την ελληνική γλώσσα σπάνια τη μεταχειριζόμαστε με αυτόν τον τρόπο. Σίγουρα θα ξενίσουν κάποιους οι βρισιές ή ο άμεσος λόγος να λέγονται τραγουδιστά. Από την άλλη, στην αμερικανική γλώσσα δεν σε ξενίζει ένα μπλουζ κομμάτι που μιλάει, π.χ., για ένα μπαρ ή ένα ουίσκι. Αν το μεταφράσεις όμως στα ελληνικά το αποτέλεσμα θα είναι μάλλον κωμικό. Και το ίδιο το έργο, όμως, ισορροπεί ανάμεσα στην απόλυτη γελοιότητα (με την έννοια του γέλιου) και στο απόλυτο σκοτάδι».

Βία και εγκλεισμός

Οσο για την επικαιρότητα του «Σπιρτόκουτου» σήμερα, είκοσι και βάλε χρόνια έπειτα από την αρχική σύλληψή του, ο Γιάννης Οικονομίδης δεν αμφιβάλλει καθόλου. «Εχει αλλάξει κάτι; Ισα ίσα, ερχόμαστε από δύο χρόνια εγκλεισμού και πάνω από δέκα χρόνια κρίσης. Νεύρα σπασμένα. Πάντα γίνονταν, βέβαια, αυτά τα σκηνικά. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος ταμπουρώθηκε σε ένα διαμέρισμα, που δεν είναι φυσικός χώρος για να ζεις, άρχισαν τα προβλήματα. Το άλλο που διακυβεύεται είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Η βία πλέον ξεσπάει για τα καλά, ακόμη πιο άγρια και ωμή σε σχέση με το παρελθόν. Τα παρακολουθούμε και στην επικαιρότητα. Βλέπουμε τη βία πίσω από τις κλειστές πόρτες, πιο ακατανόητη και δίχως κανόνες».

Για όσους (λίγους) δεν θυμούνται, το «Σπιρτόκουτο» είναι επί της ουσίας η ιστορία μιας οικογένειας, προεξάρχοντος του πατέρα, Δημήτρη, ο οποίος λογομαχεί διαδοχικά με όλους τους υπόλοιπους μια καυτή ημέρα του Αυγούστου. Η ένταση χτυπάει κόκκινο, οι φωνές γίνονται ουρλιαχτά, ο ιδρώτας κυλάει ποτάμι και οι πάντες εξωθούνται στα όριά τους, συχνά δίχως προφανή λόγο και αιτία. Από ό,τι μας λένε οι συντελεστές, καθένας από τους ιδιαίτερους χαρακτήρες της ταινίας θα «μεταφραστεί» στο μιούζικαλ μέσα από τη δική του μουσική γλώσσα, με αποτέλεσμα το κοινό να ακούσει σχεδόν τα πάντα: από ροκ και συμφωνικές μελωδίες, μέχρι χιπ χοπ τραπ και βαριά λαϊκά.

Για τον τριαντάρη Γιάννη Νιάρρο, πάντως, το «Σπιρτόκουτο» ήταν ήδη ένας μύθος όταν εκείνος είχε την πρώτη επαφή μαζί του. «Οπως οι περισσότεροι της γενιάς μου, είδα πρώτη φορά το “Σπιρτόκουτο” στο YouΤube. Για μένα η ιδιαιτερότητα, που το κάνει αυτόματα και διαχρονικό, είναι πως δεν πρόκειται για ηθογραφία. Ο κόσμος το γουστάρει όχι επειδή απεικονίζει την Ελλάδα του 2002 ή του 2022, αλλά διότι είναι ένα έργο αρχετυπικό για την αγάπη και το μίσος, ένα λαβ στόρι κατά βάθος. Εκεί μέσα βλέπεις τον πατέρα σου, τη στρεβλή αγάπη της οικογένειας, τις σχέσεις εξουσίας κ.ο.κ. Θα μπορούσε να είναι για παράδειγμα και νορβηγικό, μόνο που αντί για τρομερή ζέστη θα έκανε πολύ κρύο», συμπληρώνει ο ίδιος.

Το «Σπιρτόκουτο» θα παίζεται από τις 11 Νοεμβρίου, Τετάρτη με Κυριακή, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, στις 8.30 μ.μ. Πρωταγωνιστούν οι Γιάννης Αναστασάκης, Αγορίτσα Οικονόμου, Μάριος Σαραντίδης, Γιώργος Κατσής, Αποστόλης Ψυχράμης κ.ά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT