Τα Χριστούγεννα του Μωραϊτίδη

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) είχε προτίμηση στη γιορτή των Χριστουγέννων, αν κρίνουμε από τον αριθμό των διηγημάτων που της αφιέρωσε, ασφαλώς μεγαλύτερο από τον αριθμό των πασχαλινών

4' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) είχε προτίμηση στη γιορτή των Χριστουγέννων, αν κρίνουμε από τον αριθμό των διηγημάτων που της αφιέρωσε, ασφαλώς μεγαλύτερο από τον αριθμό των πασχαλινών. Το έχει επισημάνει και ο Τέλλος Αγρας, αποδίδοντας το γεγονός στο ότι τα Χριστούγεννα ήταν «η μεγαλύτερη γιορτή των εφημερίδων», τότε που η «λογοτεχνία ήταν σαρξ εκ της σαρκός της Δημοσιογραφίας» («Κριτικά», Γ΄, Ερμής, 1984, σ. 79). Η προτίμηση του Μωραϊτίδη για τα Χριστούγεννα δεν ήταν θεολογική, αλλά συναισθηματική. Το παραδέχεται και ο ίδιος: «Η νυξ των Χριστουγέννων αείποτε έσχεν ιδιαιτέραν επιρροήν επί του νευρικού μου συστήματος» («Τα διηγήματα», Α΄, σ. 44, παραπέμπω στην τρίτομη έκδοση, επιμ. Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Γνώση-Στιγμή, 1990-1993). Τα Χριστούγεννα είναι συνδεδεμένα μέσα του με τη θαλπωρή της αναμμένης εστίας στο πατρικό σπίτι των παιδικών χρόνων, με τη λάμπουσα πυρά, μέσα στο καταχείμωνο, με τον αναβρασμό της χύτρας, «το ηδύτερον τούτο της οικογενείας άσμα» (Α΄, 48) και τα ροδοψημένα χαμαλιά (Α΄, 147). Του λείπει πάντα το αναμμένο τζάκι: «Ουδέν επόθησα θερμότερον εν τω μακρώ βίω της ξενιτείας μου ή την απόκτησιν εστίας, παρά την οποίαν καθήμενος να αφαιρούμαι εις τας ελικοειδείς κυμάνσεις της φλογός της και να καίω από καιρού εις καιρόν τόσα αποτυχόντα σχέδια, ως καίουσι τα άχρηστα χαρτία!» (Α΄, 54).

Το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο διήγημα του Μωραϊτίδη ή, καλύτερα, εκείνο που μου αρέσει περισσότερο είναι τα «Χριστούγεννα στον ύπνον μου» (1898, Β΄, 173-194). Ο συγγραφέας και αφηγητής ζει στην Αθήνα «άνευ πυράς εις την εστίαν και άνευ ελπίδος εις την καρδίαν» (Α΄, 95), και σαν μην έφταναν αυτά ο νέος μητροπολίτης Αθηνών όρισε να καταργηθεί η νυχτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων, γι’ αυτό και οι καμπάνες της εκκλησίας των Ταξιαρχών, στους Αέρηδες, εκείνη τη χρονιά δεν σήμαναν στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο αφηγητής έχασε το κέφι του περιμένοντας να σημάνουν, και όταν τελικά σήμαναν κατά τα ξημερώματα τού φάνηκε ο ήχος τους πένθιμος. Δεν πήγε εκκλησία. Χριστούγεννα χωρίς νυχτερινή ακολουθία δεν είναι Χριστούγεννα. «Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ημουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος» (Β΄, 173). Ας τον καταλάβουμε αυτόν τον λάτρη της τυπικής τάξεως, όταν θυμώνει τόσο με τον μητροπολίτη: «Ενας ωχρός δεσπότης ως νεκρός, μ’ εσβεσμένην όψιν ως όψιν νεκρού, και με πλέον εσβεσμένην φωνήν, ως φωνήν νεκρού. Βεβαίως και με νεκράν την καρδίαν» (Β΄, 175). Εκείνη τη μελαγχολική ημέρα θα λάβει μια αναπάντεχη πρόσκληση από τον τριτεξάδελφό του Παπαδιαμάντη να πάνε σε φιλικό σπίτι, όπου προσφέρεται χριστουγεννιάτικο δείπνο. Μολονότι άκεφος θα δεχθεί, γιατί ο Παπαδιαμάντης του υπόσχεται πως θα ψάλουν τα τροπάρια της εορτής. Ο οικοδεσπότης, ο κυρ Στρατής, είναι και αυτός ψάλτης στο νεκροταφείο.

Είναι συνδεδεμένα μέσα του με τη θαλπωρή της αναμμένης εστίας στο πατρικό σπίτι των παιδικών χρόνων.

Στο δείπνο τα πράγματα παίρνουν αλλόκοτη τροπή για τον αφηγητή. Στον έναν τοίχο βλέπει πινάκιο με κόλλυβα, στον άλλον νεκρικά στέφανα, ενώ ο οικοδεσπότης τσουγκρίζοντας το ποτήρι του εύχεται «εις υγείαν των πεθαμένων». Ενα αίσθημα θανάτου τον κυκλώνει, αναβιώνει μέσα του παλιός παιδικός φόβος. Αισθάνεται πεθαμένος. Οταν ήρθε η ώρα να ψάλουν τα της εορτής, ο άλλος Αλέξανδρος, που ξέρει το πρόβλημά του, έχει φροντίσει να απομακρύνουν ή να καλύψουν όλα τα νεκρικά αντικείμενα, για να συμμετάσχει στο ψάλσιμο και ο αφηγητής. Το κλίμα αλλάζει, γίνεται πανηγυρικό. Οι τρεις εργένηδες ψάλλουν με ενθουσιασμό, εορτάζουν κατ’ οίκον τη μητρόπολη των εορτών, ενώ ο Στρατής εύχεται τώρα «εις υγείαν των ζωντανών», με την προσθήκη «και του χρόνου διπλοί, βρε παιδιά!» (Β΄, 189). Μα όταν έρχεται η σειρά του να ψάλει αντί για ένα πανηγυρικό τροπάριο των Αίνων της εορτής, θα ψάλει το «Θρηνώ και οδύρομαι» της νεκρώσιμης ακολουθίας, κλαίγοντας σύγκορμος. Τρεις εργένηδες γιορτάζουν μόνοι τους τα Χριστούγεννα, τρώγοντας, πίνοντας, και ψάλλοντας ευφρόσυνα χριστουγεννιάτικα τροπάρια μαζί με νεκρώσιμα! Ασύλληπτη, εκπληκτική εικόνα! Ο αφηγητής ξαναγυρίζει τώρα στην πρότερη κατάσταση του παραλυτικού φόβου, νιώθει πεθαμένος. Κλείνει τα μάτια και τα αυτιά, δεν θέλει να βλέπει, ούτε να ακούει και αποκοιμιέται. Και τότε θα δει ένα όνειρο, που τον μεταφέρει, ω του θαύματος, στα παιδικά του χρόνια: «Νεκρωθείς από της συγχρόνου γενεάς, ανέζησα εις άλλους, παλαιούς χρόνους, χρόνους ποθεινούς, χρόνους γλυκείς, αλησμονήτους χρόνους, της παιδικής ηλικίας τους χρυσούς καιρούς. Και ήμουν παιδίον» (Β΄, 190). Θα μας το αφηγηθεί εκτενώς: βρίσκεται στο μυθικό –γι’ αυτό και δεν κατονομάζεται– νησί των παιδικών του χρόνων, το κατάφυτο, μια παραμονή των Χριστουγέννων τάχα, με τους νηστεύσαντες επί 40 ημέρες κατοίκους του, τις όμορφες νησιωτοπούλες, που ασπρίζουν και ευτρεπίζουν τους οικίσκους, τους ψαράδες και τους γεωργούς που αφήνουν τα σύνεργα της δουλειάς τους και έρχονται στην κώμη να ξυριστούν και να λουστούν, με τα κάλαντα, τα χριστόψωμα και την παχιά όρνιθα, τον ήχο της καμπάνας στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, τη σύναξη στην εκκλησία, με τους δύο σεβάσμιους ιερείς –ο ένας εξ αυτών ο γερο-Παπαδιαμάντης–, με τις γυναίκες χρυσοστόλιστες πίσω από τα δρύφακτα του γυναικωνίτη, με τους άντρες και τα παιδιά ντυμένους τα καλά τους, με τον εωθινό ζωμό, τους καλικάντζαρους, και το στρωμένο τραπέζι «παρά την λάμπουσαν, την θερμαίνουσαν, την ασπρισμένην εστίαν μας, το ιερόν και γλυκύ του χειμώνος ενδιαίτημα» (Β΄, 193). Ολα είναι εκεί και τίποτε δεν λείπει! Ξαναζούν όλα μέσα στο όνειρο. Επιτέλους αληθινή γιορτή: «Εώρτασα τα τρυφερώτατα Χριστούγεννα με τόσα πρόσωπα, τα οποία δεν υπάρχουν πλέον» (Β΄, 194). Τα Χριστούγεννα έχουν γίνει ένα όνειρο, ικανό όμως να θερμαίνει «ψυχήν και σώμα». Τα μόνα Χριστούγεννα που υπάρχουν είναι τελικά τα μυθικά Χριστούγεννα των παιδικών μας χρόνων!

Θα περίμενα να τελειώνει εδώ το διήγημα. Και όμως όχι, απομένει η τελευταία σελίδα του, όπου εμφανίζεται απρόσκλητος ο παπάς του νεκροταφείου, με μια χιλιάρικη μπουκάλα κρασί στο χέρι. Η γιορτή συνεχίζεται ανανεωμένη, τρώνε και πίνουν, ενώ ο Παπαδιαμάντης καλεί τον κυρ Στρατή να ψάλει τα πανηγυρικά μέλη της ημέρας και ο παπάς τα νεκρώσιμα, και όλοι γελάνε. Ο αφηγητής, αφού εόρτασε «τρυφερώτατα» με εκείνους που δεν υπάρχουν πια, μετέχει τώρα «χαίρων της χαράς του φιλικού δείπνου» (Β΄, 194). Εις υγείαν των πεθαμένων, εις υγείαν των ζωντανών! «Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα» (Α΄, 46)!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT