Το πρωί της Πέμπτης όλοι οι ιστότοποι των βρετανικών εφημερίδων –συντηρητικών, πιο φιλελεύθερων ή απλώς σκανδαλοθηρικών– είχαν πάρει φωτιά. Η αφορμή δεν ήταν κάποια (ακόμα) κυβερνητική αλλαγή ούτε μια αναταραχή ή κάποια «επίθεση» στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αν και αυτό το τελευταίο είναι συζητήσιμο… Ο πραγματικός λόγος ήταν η κυκλοφορία του πολυαναμενόμενου ντοκιμαντέρ με τίτλο «Χάρι και Μέγκαν» στην πλατφόρμα του Netflix, εκεί όπου το διάσημο ζευγάρι, κάτι λιγότερο από ένα χρόνο μετά την επίσημη αποδέσμευσή του από τη βασιλική οικογένεια, αποφάσισε να αφηγηθεί τη δική του εκδοχή της ιστορίας.
Μιας και το περιεχόμενο της σειράς κρατήθηκε ως επτασφράγιστο μυστικό και οι καλλιτεχνικοί συντάκτες δεν έλαβαν τα συνηθισμένα screener για να ετοιμάσουν τις κριτικές τους, οι πάντες το είδαν πρωί πρωί, ενώ κάποια site ξεκίνησαν μέχρι και ζωντανό σχολιασμό ταυτόχρονα με την παρακολούθηση, προκειμένου να μη χαθεί κάποια αποκάλυψη. Το κακό είναι πως, τουλάχιστον στα πρώτα τρία επεισόδια που είναι προς το παρόν διαθέσιμα, τέτοιες δεν υπήρξαν και πολλές.
Για την ακρίβεια το χασμουρητό πρέπει να έδωσε και να πήρε, εκτός αν κάποιος ιντριγκάρεται τρομερά από τις πληροφορίες της «κλειδαρότρυπας» που κυριαρχούν στην αρχή: το πώς, για παράδειγμα, ο Χάρι και η Μέγκαν γνωρίστηκαν μέσω Instagram (τελικά είναι όντως σύγχρονο ζευγάρι), κάποια από τα μηνύματα που αντάλλασσαν, η απόφαση να κρατήσουν τη σχέση τους κρυφή το πρώτο διάστημα κ.ο.κ. Κατά βάση γλυκερές πληροφορίες απευθείας για τα πάνελ των μεσημεριανών εκπομπών. Που και που μια στοχαστική παρατήρηση από τον Χάρι, μας προετοιμάζει για τη συνέχεια: «Οι άνδρες στην οικογένειά μου τείνουν να παντρεύονται σύμφωνα με τη λογική, η μητέρα μου όμως πάντα έλεγε πως αυτό πρέπει να γίνεται με την καρδιά. Κι εγώ είμαι γιος της μητέρας μου».
Η Νταϊάνα
Γενικότερα, η πρόωρα χαμένη Νταϊάνα αναφέρεται συχνά εδώ, είτε ως απευθείας παράλληλο με την Μέγκαν, είτε απλώς για να αναδειχθεί η τεράστια πίεση που ασκείται τόσο από το Παλάτι, όσο και από τα ΜΜΕ σε οποιονδήποτε παρεκκλίνει έστω ελάχιστα από το βασιλικό πρωτόκολλο. Ο ίδιος ο Χάρι καταθέτει τις εμπειρίες από την παιδική του ηλικία σε σχέση με τη μητέρα του («έκανε καλή δουλειά για να μας προστατέψει, μετά το διαζύγιο»), ενώ οι κινηματογραφικές καταδιώξεις της Νταϊάνα από τους παπαράτσι βρίσκουν το αντίστοιχό τους στο διαδικτυακό μπούλινγκ που έγινε εις βάρος της Μέγκαν, σε διάφορες φάσεις της σχέσης τους.
Υπάρχουν πάντως και πιο ενδιαφέροντα κομμάτια. Ο ρόλος των βρετανικών ταμπλόιντ και η σχέση συναλλαγής με τη βασιλική οικογένεια είναι ένα από αυτά, όπως και το θέμα του ρατσισμού, το οποίο φαίνεται πως θα απασχολήσει πολύ τη σειρά και στη συνέχεια. Ούτε λίγο ούτε πολύ, εδώ λέγεται πως τα κίνητρα όσων αντέδρασαν στην ένωση του Χάρι και της Μέγκαν ήταν κατά βάση ρατσιστικά –και πράγματι κάποια από τα δημοσιεύματα είναι απλώς αηδιαστικά–, όμως το πράγμα προχωράει και ένα βήμα παρακάτω· στο τρίτο επεισόδιο γίνεται μια αρκετά εκτενής αναφορά στον κεντρικό ρόλο της Βρετανίας και της βασιλικής οικογένειας συγκεκριμένα, στο εμπόριο των σκλάβων επί αιώνες. «Πρακτικά χρηματοδοτούσαν το δουλεμπόριο» και «αυτό το κομμάτι έχει σβηστεί από τη βρετανική Ιστορία, μιλάμε μόνο για την κατάργησή του στις αρχές του 19ου αιώνα», είναι φράσεις που ακούγονται σε ένα ταχύρρυθμο μάθημα Ιστορίας, το οποίο καταλήγει στη συμβολική διάσταση του γάμου του ζευγαριού. Σε κάποιο άλλο σημείο βέβαια ο πρίγκιπας θυμάται νοσταλγικά πως ταξίδεψε «στην άλλη άκρη της Κοινοπολιτείας» για να βρει την αγαπημένη του.
Για τον πιο προσεκτικό παρατηρητή πάντως, το ντοκιμαντέρ δείχνει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, το λιγότερο… ετεροβαρές. Σχεδόν ολόκληρο το δεύτερο επεισόδιο αφιερώνεται στη βιογραφία της Μέγκαν, με τη μητέρα, τους φίλους και τους συνεργάτες της να φιλοτεχνούν το πορτρέτο μιας ιδιοφυούς, ταλαντούχας (φυσικά), πανέμορφης γυναίκας, η οποία ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ο ατίθασος πρίγκιπας. Αντιθέτως, εκείνος λίγο πριν έχει παραδεχθεί πως πολλά από όσα έγραφαν κατά καιρούς τα ταμπλόιντ για το πρόσωπό του (αλκοόλ, ναρκωτικά, το περίφημο πάρτι με τις ναζιστικές στολές κ.ά.) «ήταν αλήθεια». Επιπλέον, όταν η Μέγκαν μιμείται με περισσή θεατρικότητα την πρώτη της υπόκλιση ενώπιον της βασίλισσας Ελισάβετ, το ανέκφραστο βλέμμα του συζύγου από δίπλα δεν μαρτυρεί ακριβώς επιδοκιμασία. Παρόμοια είναι και η αντίδραση του κοινού, αν κρίνουμε από την τρομερά χαμηλή βαθμολογία (1.4) που συγκεντρώνει η σειρά στο IMDb. Οσο για το Παλάτι, αυτό περιορίστηκε να διευκρινίσει πως η δική του εκδοχή των γεγονότων δεν ζητήθηκε ποτέ, παρόλο που ήδη στην αρχή του ντοκιμαντέρ δηλώνεται ρητώς ακριβώς το αντίθετο.