Μα τι θέλουμε επιτέλους από τη Μαντόνα;

Μα τι θέλουμε επιτέλους από τη Μαντόνα;

Από πότε προκαλεί αποστροφή και λύπηση μία σταρ που βασίστηκε στον πόλεμο κατά κάθε κοινωνικής νόρμας;

4' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ερώτημα είναι καταρχήν λανθασμένο – όπως και το συναίσθημα που το συνοδεύει· το «τι έχει πάθει;» η Μαντόνα και οι «ανησυχίες» για την ψυχική της υγεία. Κι όλα αυτά, επειδή οι εμφανίσεις της στα social media -ιδιαίτερα στο TikTok- σοκάρουν την αισθητική και ενεργοποιούν τα αισθήματα λύπης των όλως ξαφνικώς συντηρητικών γραφιάδων και -αλίμονο- χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Οι καλοχωνεμένοι ρατσισμοί -με τον θολωμένο πέπλο του μεγάθυμου σνομπισμού- ξετυλίγονται κάθε φορά που η Μαντόνα, ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα της ποπ μουσικής του παρελθόντος και του παρόντος αιώνα, φωτογραφίζεται γκρο πλαν στο πρόσωπό της, ενδύεται αποκαλυπτικά ρούχα και εσώρουχα και διατυμπανίζει τη σεξουαλική της ταυτότητα και την εν γένει σεξουαλικότητά της, όπως εξάλλου έχει κάνει από καταβολής του κόσμου της.

Αυτή η «ανησυχία» ασφαλώς μετουσιώνεται σε παμφάγο σεξισμό στα φόρα του διαδικτύου, αποκαλύπτοντας στην πραγματικότητα την προβολική μας ταύτιση – και έναν αχρείαστο ναρκισσισμό καθότι η απόλυτη ποπ σταρ δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας για ένα είδωλο που θα μείνει στο βάθρο που έχουμε αποφασίσει εμείς ότι της πρέπει. Της σταρ που ήθελε «να κατακτήσει, να προσφέρει, να σιχαθεί».

Μα τι θέλουμε επιτέλους από τη Μαντόνα;-1
Ετοιμασίες μπροστά από το Πύργο Τραμπ στη Νέα Υόρκη, τον Νοέμβριο του 1986, κατά τα γυρίσματα του «Slammer» (©A.P.)

Λησμονούμε όμως ότι η Μαντόνα κάνει αυτό που έκανε πάντα· μόνο που τώρα έχει την ατυχία να γίνεται βορά στον θυμωμένο χυλό των social media, τα οποία εντούτοις η ίδια χρησιμοποιεί χωρίς δεύτερες σκέψεις. Ποιος άλλωστε μπορεί να ξεχάσει την αποστροφή στον λόγο του Ντέιβιντ Λέτερμαν, ήδη από το 1994, που έξαλλος φώναζε «είναι ασταμάτητη! Κάτι πάει λάθος μ’ αυτήν» όταν η Μαντόνα είχε εμφανιστεί στην τηλεοπτική του εκπομπή;

Η σταρ που έχει πουλήσει τα περισσότερα άλμπουμ γυναίκας καλλιτέχνιδας στην ιστορία της ποπ δεν έπαψε ποτέ να σαρκάζει τις κοινωνικές νόρμες και να αυτοσαρκάζεται για όσα της αποδίδονται· που έχασε τη μητέρα της στα πέντε, που βασανιζόταν με τη μητριά της, που βιάστηκε όταν είχε πρωτοπάει στη Νέα Υόρκη, που έχασε φίλους από την έξαρση του AIDS, απώλειες που την άφησαν «μπερδεμένη και ωμή από τη μια και καμένη από την άλλη».

Και τώρα ο όχλος -που σπανίως προλαβαίνει να βουτήξει τη γλώσσα στο μυαλό προτού πατήσει «post»- της αντιγυρίζει όσα η ίδια ειρωνευόταν με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο τα 40 χρόνια που δημιουργεί, παρουσιάζει και χορεύει μουσική· σαράντα χρόνια που τραγουδούσε για εγκυμοσύνες εφήβων, χρησιμοποιούσε φλεγόμενους σταυρούς και αυτοϊκανοποιείτο ενώπιον θεού και ανθρώπων· σαράντα χρόνια που δεν δίσταζε να σοκάρει διά του αυτοσαρκασμού: όταν το ροζάριό της γλίστρησε στο τζιν της κατά τη διάρκεια φωτογράφισης, είχε πει: «Ακόμα και ο Θεός θέλει να μπει στο παντελόνι μου».

Μα τι θέλουμε επιτέλους από τη Μαντόνα;-2
Συναυλία στη Νέα Υόρκη το 1985. (©Sara Krulwich/The New York Times)

Σαράντα χρόνια σε πείσμα ακόμα και των New York Times που ήδη το 1991 την είχαν αποκαλέσει «βετεράνο» της ποπ αφού ήταν πλέον σταρ για οκτώ-εννιά χρόνια, αδυνατώντας να πιστέψουν ότι είχε ακόμη τουλάχιστον 30 χρόνια μπροστά της (αν και προ τετραετίες αφιέρωσε στη Μαντόνα τις 60 φορές που άλλαξε τον πολιτισμό μας), καθώς, όπως έγραψε η Ελεν Μπράουν στους Financial Times, όλοι παίρνουν ως δεδομένο ότι το προσδόκιμο των ποπ καλλιτεχνών δεν ξεπερνά τα έξι χρόνια δημοφιλούς παρουσίας. Οπως όμως έχει πει και η ίδια λίγα χρόνια νωρίτερα, «το πιο αμφιλεγόμενο πράγμα που έχω κάνει είναι ότι έχω παραμείνει στο προσκήνιο» για τόσες δεκαετίες.

Και τώρα της προσάπτεται ανάγκη για δημοφιλία διά της πρόκλησης. Κι ας γράφει -δικαίως σε τελική ανάλυση- ο Τζον Ερλς στο Classic Pop ότι το επετειακό της άλμπουμ «Finally Enough Love: 50 number ones» αποτελεί κεφαλαιοποίηση της επικερδούς αγοράς της νοσταλγίας: «Αποφεύγοντάς την τόσον καιρό, είναι η μεγαλύτερη παραδοχή της ποπ θνησιμότητας» 

Είναι όμως και αυτή η υποδοχή των δήθεν έξαλλων εμφανίσεών της στο πλαίσιο αυτό της εν γένει συντηρητικοποίησής μας· ιδίως, προς μεγάλη μας έκπληξη, από την περίφημη GenZ, μεγάλο τμήμα της οποίας έχει ονομαστεί από σοβαρές επιθεωρήσεις «puriteens», μια λέξη που ηχητικά παραπέμπει στους πουριτανούς, αλλά ουσιαστικά αναφέρεται στους συντηρητικούς νέους. Η αντίληψη του κοινού για τη Μαντόνα μοιάζει -όλο και περισσότερο- με ενός ρομπότ χωρίς χιούμορ, όπως γράφει η Ελεν Μπράουν στους Financial Times.

Μα τι θέλουμε επιτέλους από τη Μαντόνα;-3
Συναυλία στη Φιλαδέλφεια, στις 28 Αυγούστου του 2012. (©Chad Batka/The New York Times)

Η αδυναμία όχι να κατανοήσουμε τι κάνει η Μαντόνα με τον εαυτό της αλλά η αδυναμία απλώς να αποδεχτούμε ή να κρίνουμε με -ναι!- πολιτικώς ορθό τρόπο αυτό που κάνει η ίδια δεν στιγματίζει τη Μαντόνα· φανερώνει τον τρόπο που υποδεχόμαστε αυτό που έχει αποφασίσει ότι θέλει να είναι και να φαίνεται.

Και οι πιστοί της όμως υποπίπτουν σε λανθασμένη αξιολόγηση με στοιχεία ανυπόληπτου ρατσισμού· αυτό το περίφημο «ακαταλόγιστο» των μεγάλων αστέρων, εκείνων που έχουν εν ζωή ενταχθεί στο οικείο τους πάνθεον, αν δεν αποτελεί, στο χειρότερο σενάριο, από καθέδρας γενναιοδωρία προς τους «ηλικιωμένους» («γέρασε και τα ’παιξε)» ή και τους «ψυχικά νοσούντες» («η καημένη τα ’χασε»), τότε αποτελεί, στην καλύτερη περίπτωση δηλαδή, μία άνευ όρων, άκριτη υποχώρηση σε ό,τι είναι και πρεσβεύει ο εκάστοτε «θεός» μας.

Μα τι θέλουμε επιτέλους από τη Μαντόνα;-4
Θρυλική πλέον φωτογραφία του φιλιού με την Μπρίτνεϊ Σπίαρς, στις 28 Αυγούστου του 2003, κατά το άνοιγμα των MTV Video Music Awards στο Radio City Music Hall στη Νέα Υόρκη. (©A.P./Julie Jacobson, File)

Αυτό το «ακαταλόγιστο» δεν είναι, ούτως ή άλλως, θέμα προς συζήτησιν· ποιος άλλωστε δικαιούται να κρίνει αν οποιοσδήποτε τρίτος έχει δικαίωμα να είναι, να σκέφτεται και να κάνει με τον εαυτό και την τέχνη του ό,τι κρίνει ο ίδιος;

Εξάλλου, η Μαντόνα ήταν ανέκαθεν μουσική που βλέπεται, όχι που ακούγεται· όπως και η Lady Gaga, είναι ένα μεγάλο -ακτιβιστικό φορές φορές- καλλιτεχνικό πρότζεκτ που ποτέ δεν παύει να είναι αυτό – αν είναι ειλικρινές ή προσωπείο, αυτό δεν είναι δικό μας ζήτημα· ούτε καν της ίδιας πλέον. Της Μαντόνα που μας έχει δηλώσει με κάθε τρόπο ότι το μοναδικό που χρειαζόμαστε στον μάταιο τούτο κόσμο είναι η φαντασία μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT