Δάκρυα, γέλια, μαύρο χιούμορ και κορεατικό σινεμά

Δάκρυα, γέλια, μαύρο χιούμορ και κορεατικό σινεμά

Οι Κορεάτες δεν κάνουν καθαρές κωμωδίες· αντιθέτως, έχουν μεγάλη αδυναμία στην αρχαία τραγωδία

2' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχει μια σκηνή στα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο όπου η οικογένεια των (απατεώνων) ηρώων κατέρχεται τρέχοντας από το πλουσιόσπιτο όπου εργάζεται, στη φτωχογειτονιά της αρκετά επίπεδα πιο κάτω. Μαζί της η καταρρακτώδης βροχή στέλνει προς τα κάτω λασπερά ποτάμια, γεμάτα φερτές ύλες και σκουπίδια.

Τελικά όλος αυτός ο συρφετός καταλήγει στο ταπεινό του ημιυπόγειο, όπου η κόρη, αποδεχόμενη στωικά την πραγματικότητα, παίζει με το κινητό πάνω από μια τουαλέτα που υπερχειλίζει. Οξύ κοινωνικό σχόλιο, βαθιά τραγικότητα, σουρεαλισμός, όλα σε ένα· με άλλα λόγια σπουδαίο σύγχρονο σινεμά, το οποίο ενώνει δύο διαφορετικές παραδόσεις στην κορυφαία ίσως εκδοχή της έβδομης τέχνης που μπορεί να δει κανείς σήμερα: τον κορεατικό κινηματογράφο.

Στην τελετή απονομής των Οσκαρ, όπου τα «Παράσιτα» κέρδισαν τέσσερα χρυσά αγαλματίδια, ο Τζουν-χο μίλησε για τις επιρροές του από το σινεμά των Σκορσέζε και Ταραντίνο. Οπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε έκφανση της σύγχρονης κορεατικής κουλτούρας, το αμερικανικό μπόλιασμα στο ασιατικό δέντρο είναι αυτό που παράγει τα πιο ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Περίπου τέτοιο καιρό άλλωστε πέρυσι, ολόκληρος ο πλανήτης καταλήφθηκε από τη μανία του «Squid Game». Η σοκαριστική σειρά του Netflix καθήλωσε το κοινό, συνδυάζοντας το ριάλιτι με ένα παλιό καλό μακελειό, βγαλμένο από το εγχειρίδιο του ιαπωνικού «Battle Royale». Μέχρι και οι συνήθως αλλεργικοί στους υπότιτλους Αμερικανοί, σημείωσαν υψηλότατα νούμερα τηλεθέασης στην πλατφόρμα, αφού αυτό που έβλεπαν τους ήταν μάλλον οικείο και ταυτόχρονα βγαλμένο από μια παράδοση που σπάνια πια –και ειρωνικά– απολαμβάνουν στο δικό τους σινεμά.

Φυσικά, μιλώντας για σύγχρονους Κορεάτες δημιουργούς, δεν γίνεται να αφήσουμε απέξω τον κορυφαίο Παρκ Τσαν-Γουκ. Από την εκδικητική ελεγεία του «Oldboy» μέχρι το αιματοβαμμένο ερωτικό πάθος της «Δίψας», η βία έχει εδώ οργανικό χαρακτήρα, δεν αποτελεί απλώς στοιχείο της δράσης ούτε φθηνό φετίχ. Στο δε τελευταίο του φιλμ με τίτλο «Απόφαση φυγής», που είδαμε πρόσφατα και στις ελληνικές αίθουσες (πλέον διαθέσιμο στην πλατφόρμα του Cinobo), η αγριότητα έχει σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από μια σκοτεινή αίσθηση του αναπόφευκτου, η οποία μας οδηγεί και στην τελευταία αριστουργηματική σκηνή της ταινίας.

Ακόμη πιο υποδόρια είναι η τραγικότητα στο σινεμά του Λι Τσανγκ-Ντονγκ, ενός άλλου επιφανούς εκπροσώπου του κορεατικού σινεμά. Φιλμ όπως η «Ποίηση» ή το πιο πρόσφατο «Burning» παίρνουν τον χρόνο τους ώστε να προετοιμάσουν τον θεατή, ενώ δεν διστάζουν –στην περίπτωση του δεύτερου– να μετατραπούν από χαμηλότονα δράματα σε καταιγιστικά θρίλερ αγωνίας, προκειμένου να κορυφώσουν την πλοκή τους. Αυτή η αλλαγή ταχύτητας, εκτός από μοντέρνα, κάνει πιο… ανώδυνη και τη συνήθως μεγάλη διάρκεια αυτών των ταινιών.

Από όλα τα παραπάνω βέβαια συνάγεται ένα γενικό συμπέρασμα: οι Κορεάτες δεν κάνουν καθαρές κωμωδίες· αντιθέτως, έχουν μεγάλη αδυναμία στην αρχαία τραγωδία και χρησιμοποιούν τα σχήματά της σε κάθε ευκαιρία.

Από την άλλη, σχεδόν όλα τα έργα που αναφέραμε διαθέτουν απροσδόκητο όσο και ευεργετικό χιούμορ, συνήθως μαύρο αλλά ιδιοφυές, που τόσο λείπει από το σύγχρονο αμερικανικό, αλλά και το ευρωπαϊκό σινεμά. Είτε πρόκειται για ατμοσφαιρικό αστυνομικό θρίλερ όπως οι «Μνήμες φόνων» του Μπονγκ Τζουνκ-χο είτε για… ζόμπι περιπέτεια σαν το απολαυστικό «Εξπρές των ζωντανών νεκρών» του Γέον Σανγκ-χο, οι Κορεάτες χρησιμοποιούν το γέλιο ως βαλβίδα αποσυμπίεσης και ταυτόχρονα αποστασιοποίησης από τις κατά τα άλλα σκοτεινές ιστορίες τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT