Μπορεί να μη συνιστούν κάποια ιδιαιτέρως σημαντική πρόοδο, ούτε και να αλλάζουν όσα ήδη γνωρίζουμε, ωστόσο οι τελευταίες προσθήκες στη συζήτηση για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα έχουν τη σημασία τους: την Κυριακή, ένα δημοσίευμα της βρετανικής Telegraph αναφερόταν στο ενδεχόμενο «εγγυήσεων» (δηλαδή αποστολής ελληνικών αρχαιοτήτων στη Βρετανία) που θα διασφαλίσουν την όποια συμφωνία για την επαναφορά των Γλυπτών· και η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσημα ότι η διαπραγμάτευσή της με το Βρετανικό Μουσείο είναι σε εξέλιξη, έχοντας ως τελικό στόχο την επιστροφή των Γλυπτών στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Οι κόκκινες γραμμές
Σύμφωνα με τον κ. Βαλαβάνη, οι κόκκινες γραμμές της κάθε πλευράς, η προσπάθεια να αποφευχθούν όροι, όπως «δάνειο», που θίγουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των Γλυπτών, είναι κομμάτι του «παιχνιδιού» της διαπραγμάτευσης. «Θα έλεγα όμως ότι και η ίδια η γλώσσα αλλά και οι νομικές διαδικασίες είναι τέτοιες, που μπορούν να οδηγήσουν σε λύσεις κοινής αποδοχής, επ’ αγαθώ και των δύο μερών, δηλαδή με τελικό αποτέλεσμα την επάνοδο –με κάποιον τρόπο– των Γλυπτών στην Αθήνα», σημειώνει ο καθηγητής.
«Το Βρετανικό Μουσείο να στείλει το θέμα στην πολιτική ηγεσία της Βρετανίας, ώστε τα Γλυπτά να επιστραφούν επισήμως και οριστικά στην Ελλάδα», λέει ο Π. Θέμελης.
Από τη δική του μεριά, ο αρχαιολόγος Πέτρος Θέμελης πιστεύει ότι στις διαπραγματεύσεις για τον τρόπο επιστροφής των Γλυπτών δύσκολα θα βρεθεί μια νομική φόρμουλα που θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές και θα αποφεύγει τα «λεκτικά τερτίπια». Για τον ανασκαφέα της αρχαίας Μεσσήνης, η απόφαση επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα, στον χώρο από τον οποίο αποσπάστηκαν βίαια, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρη και να μην περιλαμβάνει τον όρο «δάνειο» – «ως “δάνεια” έχουμε κάνει ουκ ολίγες ανταλλαγές, σε όλον τον κόσμο», λέει. «Αλλωστε –και νομίζω ότι είναι ήδη γνωστό– μια απόφαση για επιστροφή, καθώς και μια άρση, ει δυνατόν, του κωλύματος του “δανείου”, θα πρέπει να περάσουν από το βρετανικό Κοινοβούλιο», υπογραμμίζει ο Ελληνας αρχαιολόγος και συμπληρώνει: «Νομίζω ότι αυτή είναι η σωστή οδός: το Βρετανικό Μουσείο να στείλει το θέμα στην πολιτική ηγεσία της Βρετανίας, ώστε τα Γλυπτά να επιστραφούν επισήμως και οριστικά στην Ελλάδα. Αν επιστραφούν χωρίς να αποτελούν “δάνειο”, ίσως να λύνεται το πρόβλημα. Δεν είμαι όμως νομικός. Υπάρχουν ειδικότεροι για να αντιμετωπίσουν το θέμα – όχι μόνο η υπουργός Πολιτισμού, που είναι έμπειρη, αλλά και οι σύμβουλοί της και βέβαια το Μουσείο της Ακρόπολης. Κι εκείνοι θα πρέπει να τοποθετηθούν ξεκάθαρα».
Εγγυήσεις
«Κι εγώ πιστεύω ότι το να έρθουν με κάποια μορφή “δανείου” θα είναι σαν να εκχωρείται η ιδιοκτησία τους στο Βρετανικό Μουσείο», προσθέτει ο αρχαιολόγος και επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, Νίκος Καλτσάς. «Μακάρι να βρεθεί μια λύση που δεν θα βλάψει το παντοτινό αίτημά μας, που είναι η επιστροφή και η επανένωση των Γλυπτών με το μνημείο», λέει. Κατά τη γνώμη του, το ενδεχόμενο των «εγγυήσεων» για τις οποίες έκανε λόγο το προχθεσινό δημοσίευμα της βρετανικής Telegraph, δεν λύνει κάτι. «Είναι προβληματικό», τονίζει ο κ. Καλτσάς και συνεχίζει: «Τι εννοούν οι Βρετανοί; Οτι θα μας δώσουν τα Γλυπτά για να τους δώσουμε αντίστοιχα άλλες αρχαιότητες; Οτι θα κάνουμε κάθε τόσο εκθέσεις στο Βρετανικό Μουσείο με δικά μας έργα; Οι “εγγυήσεις” είναι ένας γενικός όρος».
Ο Πέτρος Θέμελης δεν διαφωνεί. «Νομίζω ότι το ενδεχόμενο μιας ανταλλαγής με τη μορφή “εγγύησης” θα σημαίνει ότι τα Γλυπτά θα επιστρέφονται έμμεσα –αλλά χωρίς να δηλώνεται άμεσα– ως δάνειο», παρατηρεί ο αρχαιολόγος. Συμπληρώνει όμως και το εξής: «Φυσικά, δεν νομίζω και οι Βρετανοί να πιστεύουν ότι αν στείλουν στην Ελλάδα τα Γλυπτά –μια διαδικασία τρομερά χρονοβόρα και κοστοβόρα– θα επιστρέψουν ποτέ πίσω στο Λονδίνο».
«Το θέμα των εγγυήσεων δεν με φοβίζει», καταλήγει ο Πάνος Βαλαβάνης. «Με ποια έννοια το λέω: τα ελληνικά μουσεία έχουν τέτοια ποσότητα και ποιότητα έργων, που μπορούν να διατηρούν γεμάτη την Duveen Gallery (σ.σ.: την αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου στην οποία εκτίθενται τα Γλυπτά του Παρθενώνα) με περιοδικές εκθέσεις ελληνικών αρχαιοτήτων, που θα φεύγουν και θα έρχονται, θα ανανεώνονται κ.λπ., ώστε και η ελληνική τέχνη να είναι μονίμως παρούσα στο Βρετανικό Μουσείο και τα Γλυπτά του Παρθενώνα να βρίσκονται στο Μουσείο της Ακρόπολης».