Τον Οκτώβριο του 2012 η Ντίσνεϊ εξαγοράζει τη Lucasfilm, εταιρεία παραγωγής του Τζορτζ Λούκας, και μαζί φυσικά το σύμπαν του «Πολέμου των άστρων».
Το… πακέτο ωστόσο συμπεριέλαβε άλλο ένα πολυαγαπημένο και εμπορικά επιτυχημένο franchise: τον «Ιντιάνα Τζόουνς». Πάνω από μία δεκαετία μετά, ο θρυλικός αρχαιολόγος επιστρέφει για το «Indiana Jones and the Dial of Destiny», με τον 81χρονο πια Χάρισον Φορντ να πιάνει για μια τελευταία(;) φορά το μαστίγιο, με την πρεμιέρα του φιλμ να γίνεται στο προσεχές Φεστιβάλ Καννών. Στο μεταξύ ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, σκηνοθέτης όλων των προηγούμενων ταινιών, αποφάσισε να παραδώσει εδώ τα ηνία στον Τζέιμς Μάνγκολντ. Εκείνος, μαζί με τον Τζορτζ Λούκας, περιορίστηκε στον συμβουλευτικό ρόλο του εκτελεστικού παραγωγού.
Τι νόημα θα μπορούσε να έχει ωστόσο, εκτός από εμπορικό, το γύρισμα ενός πέμπτου Ιντιάνα Τζόουνς; Η επικεφαλής της Lucasfilm, Κάθλιν Κένεντι, δήλωσε: «Ολοι αισθανθήκαμε ότι αν μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε τη σειρά με άλλη μία ταινία, δεδομένου και ότι ο Χάρισον ήταν τόσο ενθουσιασμένος με την ιδέα, έπρεπε να το κάνουμε». Ο νέος επικεφαλής του πρότζεκτ, Τζέιμς Μάνγκολντ, από την πλευρά του, φέρνει τη δική του ενδιαφέρουσα αισθητική, που θαυμάσαμε στα πιο πρόσφατα «Λόγκαν» και «Κόντρα σε όλα». Μαζί του ως διευθυντή φωτογραφίας έχει και τον μόνιμο συνεργάτη του, τον «δικό μας» Φαίδωνα Παπαμιχαήλ.
Οσο για την υπόθεση, αυτή εκτυλίσσεται στο τέλος της ψυχροπολεμικής δεκαετίας του 1960 με φόντο τη διαστημική κούρσα μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης. Τον δε Ιντιάνα Τζόουνς απασχολεί η εμπλοκή πρώην ναζί στο αμερικανικό πρόγραμμα της NASA, ενώ σύμμαχός του στην αποστολή να τους ξεσκεπάσει είναι η βαφτισιμιά του, την οποία υποδύεται η (δημοφιλέστατη τα τελευταία χρόνια) Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ. Τα συγκεκριμένα γεγονότα συνεχίζουν ουσιαστικά την πορεία του «Ιντι» από εκεί που τον αφήσαμε στο «Βασίλειο του κρυστάλλινου κρανίου» του 2008, παρόλο που η εναρκτήρια σκηνή τοποθετείται πίσω στη δεκαετία του 1940. Και φυσικά σε όλα αυτά πρωταγωνιστεί ο Φορντ, ο οποίος πλέον έχει υποδυθεί τον κεντρικό χαρακτήρα σε πέντε διαφορετικές δεκαετίες.
Το ερώτημα, πάντως, σχετικά με τη χρησιμότητα ενός ακόμη σίκουελ παραμένει. Την ίδια στιγμή, ο τέταρτος «Τζον Γουίκ» συγκεντρώνει 250 εκατ. δολάρια σε παγκόσμιες εισπράξεις, η Marvel διατηρεί εν εξελίξει σίκουελ κυριολεκτικά σε καμιά δεκαριά υπερηρωικά franchise και ο Βιν Ντίζελ επιστρέφει τον επόμενο μήνα με τη δέκατη(!) έκδοση των «Μαχητών των δρόμων». Προφανώς δεν είναι μόνο η έλλειψη νέων ιδεών· αντιθέτως, πρόκειται για τη δεκαετή και παραπάνω πια άρνηση των μεγάλων στούντιο να στηρίξουν καινούργια μεγαλεπήβολα πρότζεκτ δίχως αυτά να εγγυώνται έστω ένα μίνιμουμ ποσοστό κερδοφορίας. Οχι τυχαία, ορίτζιναλ ταινίες επικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα εκείνες που εμπνέονται από την αρχαία Ελλάδα («Τροία», «Αλέξανδρος») έχουν εκλείψει σχεδόν εντελώς. Στο μεταξύ, ο Ρίντλεϊ Σκοτ, 23 χρόνια μετά, έβαλε πρόσφατα εμπρός το σίκουελ του «Μονομάχου», ενώ ο «Αρχοντας των δαχτυλιδιών», που αυτές τις ημέρες προβάλλεται σε 4K στις ελληνικές αίθουσες, θα είχε σήμερα παραμείνει πιθανότατα στο συρτάρι…