Ο Δον Κιχώτης και το σύμπαν σε μια καρδιά

Ο Δον Κιχώτης και το σύμπαν σε μια καρδιά

Ο Διονύσης Σιμόπουλος μέσα από τις περιγραφές φίλων του

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Μάγευε όσους τον γνωρίζαμε. Εκμηδένιζε την απόσταση με τους ανθρώπους. Δενόταν μαζί τους. Σε προστάτευε σαν ένας τεράστιος ίσκιος. Οραματιστής, εξομολογητής, κέρδιζε την εμπιστοσύνη». Ετσι περιγράφει η δημοσιογράφος Εύα Νικολαΐδου τον αλησμόνητο Διονύση Σιμόπουλο που πέθανε τον περασμένο Αύγουστο έπειτα από γενναία μάχη με τον καρκίνο. Σε λίγες ημέρες θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κάκτος το βιβλίο της «Ο Διονύσης Σιμόπουλος όπως τον θυμούνται οι φίλοι του», το οποίο περιλαμβάνει συζητήσεις της με παλιούς φίλους του Δ. Σιμόπουλου αλλά και μια συνέντευξη με τον ίδιο όταν τον επισκέφθηκε στο Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο του Ιδρύματος Ευγενίδου για τις ανάγκες της τηλεοπτικής εκπομπής «9+1 Μούσες» (δορυφορική ΕΡΤ).

Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο και είναι ένα μέρος της συνέντευξης του κ. Γιάννη Βλαχογιάννη στην κ. Εύα Νικολαΐδου.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Ο Δον Κιχώτης και το σύμπαν σε μια καρδιά-1• Σήμερα είμαι συνταξιούχος, ζω στα περίχωρα του Σαν Φρανσίσκο κι έρχομαι τακτικά στην Ελλάδα. Σπούδασα φυσική. Ημουν βοηθός ερευνών στο πανεπιστήμιο. Πήγα στη Λουιζιάνα το ’68, πρωτοετής φοιτητής. Εφτασα στο πανεπιστήμιο Τετάρτη μεσάνυχτα. Ξεκίνησα να δουλεύω τα Σαββατοκύριακα γκαρσόνι, γιατί δεν είχα κι εγώ λεφτά. Δούλευα από το μεσημέρι μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Την Κυριακή δούλευα από τις 8 το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα. Δεν ήξερα κανέναν στην Αμερική. Εμενα στο οικοτροφείο των φοιτητών. Μια μέρα, όταν τελείωσα τη δουλειά, πήγα στο δωμάτιό μου. Είχα έναν Μεξικάνο συγκάτοικο που τα Αγγλικά του ήταν πολύ σπασμένα. Μου είπε ότι κάποιος μου τηλεφώνησε, αλλά δεν θυμόταν το όνομά του. Εγώ ήμουν πολύ κουρασμένος. Απλωσα τα πόδια μου στα σίδερα του κρεβατιού. Ξαφνικά στον διάδρομο χτυπάει το τηλέφωνο, που ήταν κοινόχρηστο. Φωνάζει κάποιος: «Ποιος είναι ο Ελληνας; Τον ζητάνε στο τηλέφωνο». Μόλις πήγα, ακούω μια ελληνική φωνή να λέει: «Ελα, τι κάνεις; Πώς είσαι; Θέλεις να έρθεις για καφέ;» Εγώ καφέ δεν έπινα, αλλά, όταν άκουσα Ελληνα, απάντησα: «Ασφαλώς».

• Ηταν η επέτειος του πρώτου μήνα του γάμου του Διονύση και της Κάρεν. Ηρθε και με πήρε – δεν θα το ξεχάσω. Τον περίμενα κάτω και πήγαμε αμέσως στο σπίτι. Ηταν όλοι οι φίλοι του, οι οποίοι ακόμη είναι φίλοι. Εγινε οικογένειά μου. Κάθε βράδυ ήμουν εκεί. Συναντιόμασταν όταν τελείωνε ο Διονύσης από το Πλανητάριο. Ερχόταν στη Λέσχη των Φοιτητών για καφέ και μαζευόμασταν εκεί.

Το βιβλίο της Εύας Νικολαΐδου «Ο Διονύσης Σιμόπουλος όπως τον θυμούνται οι φίλοι του» κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Κάκτος.

• Με τον Διονύση μιλούσαμε πάντα. Ημασταν τρεις, μαζί με τον Πάνο, Ελληνοκύπριο συμφοιτητή μου από το Φυσικό Τμήμα. Κάθε βράδυ μαζευόμασταν και μιλούσαμε για το σύμπαν, για την Ελλάδα. Την αγαπούσαν κι οι δύο πάρα πολύ. Ο Πάνος με έκανε να αγαπήσω τον Καζαντζάκη. Και ο Διονύσης τον θαύμαζε. Οπως και τον Θερβάντες. Ο Δον Κιχώτης ήταν ο ήρωάς του. Μιλούσαμε πολύ τότε για τη συμφορά της χούντας στην Ελλάδα. Ο Διονύσης ήταν ο αρχηγός της ομάδας του πανεπιστημίου για τα debates και εσωτερικά και με άλλα πανεπιστήμια. Πάρα πολύ καλός. Δημοκράτης πάντα. Είχαμε έξω από τη Λέσχη του Πανεπιστημίου ένα κουτί κι ανέβαινε όποιος ήθελε να πάρει τον λόγο.

• Ηταν ο πάτερ φαμίλιας. Πάντα βρισκόμασταν με τον Διονύση στη Λέσχη, κι όταν τελείωνε η Κάρεν, πηγαίναμε στο σπίτι. Εγώ κι ο Διονύσης ήμασταν πάντα δεμένοι. Μαθαίναμε πότε θα ερχόταν Ελληνας φοιτητής και πηγαίναμε να τον βρούμε. (…)

• Διακρινόταν για τις ρητορικές του ικανότητες. Ξεχώριζε για τη φωνή του, που ταίριαζε στο ραδιόφωνο. Γι’ αυτό δούλευε στον ραδιοσταθμό του πανεπιστημίου ως εκφωνητής και έβαζε διάφορες μουσικές. Είχαν βγάλει με την Κάρεν ένα τραγούδι που το τραγουδούσαν κάθε πρωί για να αρχίζει ωραία η μέρα τους. Είναι συγκινητική μια στιγμή που μας αφηγήθηκε, ότι μια μέρα μ’ έναν φίλο του, τον Θεόφιλο, καθηγητή Μαθηματικών, δεν είχαν χρήματα και βρήκαν στον δρόμο 25 σεντς. Αγόρασαν ένα χάμπουργκερ, τηγανητές πατάτες κι ένα πουράκι για να καπνίσουν. Τα μοίρασαν όλα στα δύο. Λίγο πριν πεθάνει, τον ρώτησα από το τηλέφωνο: «Τι θέλεις να σου φέρω από την Αμερική;» και μου απάντησε: «Ενα πουράκι».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT