Στη σελίδα 5 του σημερινού ενθέτου, σύγχρονοι Ελληνες ποιητές και ποιήτριες επιλέγουν το αγαπημένο τους ποίημα του Καβάφη. Ο κύριος Γκρι, χωρίς να είναι ποιητής, θέλει να επιλέξει και αυτός ένα δικό του αγαπημένο ποίημα από τον κορυφαίο (και παγκόσμιο) Ελληνα ποιητή: το «Ιασή τάφος».
Σύντομο, λακωνικό ποίημα που υπακούει στη λογική του αρχαίου ταφικού επιγράμματος. Ποιητικά σχόλια με μια ιδιαιτερότητα: μιλάει ο ίδιος ο νεκρός μέσα απ’ το μνήμα. Δεν έχει πολλά να πει: οι νεκροί δεν φλυαρούν. Εχουν κατακτήσει μια ζηλευτή οικονομία και, επιπροσθέτως, η ματιά τους στα πράγματα μοιάζει να έχει κάτι αφόρητα ρεαλιστικό, έως και κυνικό: η ζωή έληξε, τι άλλο να πούμε;
Ο Ιασής του Καβάφη «της μεγάλης ταύτης πόλεως (σ.σ. της Αλεξάνδρειας) ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά», που τον θαύμασαν «βαθείς σοφοί» μα και ο «επιπόλαιος, ο απλούς λαός», από τον άλλο κόσμο εκφράζει τον καημό του: «Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή, οι καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν».
Η κατάληξη του ποιήματος έχει τη σοβαρή μα και τόσο αλλόκοτα ανάλαφρη προφορική απεύθυνση που συνηθίζουν οι νεκροί στα αρχαία ταφικά επιγράμματα προς τον περαστικό πάνω απ’ το μνήμα τους: «Διαβάτη, αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη».
Μάλιστα· ο νεκρός δεν λησμονεί την ευδαιμονία, την ευφορία, τον ηδονισμό του απλώς και μόνον να είσαι ζωντανός. Και, επιπλέον, η πόλις σε ακολουθεί και μετά θάνατον, ειδικά όταν είναι ταυτόσημη με τον χείμαρρο του βίου, με την αντίφαση που φωλιάζει στον πυρήνα του.
«Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή, οι καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν».
Ο κύριος Γκρι αγαπά αυτό το καβαφικό ποίημα για έναν ακόμη λόγο: του θυμίζει τα αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα που είχε ανακαλύψει στα 25 του μέσα από τις εξαίσιες μεταφράσεις του Παντελή Μπουκάλα («Επιτάφιος Λόγος», εκδ. Αγρα, 1995). Παραθέτει:
«Συχνά-πυκνά τ’ ετραγούδησα, τώρα απ’ τον τάφο θα βοήσω: Πιείτε. Προτού σας περικλείσει τούτη η σκόνη» (Ιουλιανού Αιγυπτίου).
Ενας ανώνυμος νεκρός παραδέχεται: «Πολλούς θανάτους πέθανα, μα σαν κι αυτόν ποτέ μου».
Ο Συμωνίδης Κείος μέσα απ’ τον τάφο σιχτιρίζει: «Λειψά έφαγα, λειψά ήπια, αρρώστησα πολύ. Και πέθανα. Εστω κι αργά. Στα τσακίδια λοιπόν. Ολοι σας».
Ο κύριος Γκρι έχει για τελευταίο σταθμό τον Παύλο Σιλεντάριο: «- Τ’ όνομά μου…/ Ε, και λοιπόν;/ – Πατρίδα μου…/ – Ε, κι ύστερα;// – Από γένος κρατάω τρανό./ – Κι αν ήσουν από ταπεινότατο;/ – Ως να πεθάνω, ένδοξα έζησα./ – Κι αν άδοξα είχες ζήσει;// – Και τώρα, ενθάδε κείμαι./ – Ποιος, και σε ποιον τα λες ετούτα;».