Κορίτσια με καταγωγή από τον Κιρκιντζέ και άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας μαθαίνουν ραπτική· γάμος σε οικογένεια Μικρασιατών από τα Μούγλα· πορτρέτο πέντε ανδρών στον δρόμο μπροστά από λαϊκότροπο ζωγραφικό φόντο με τη λέξη «Ενθύμιον». Αυτές είναι μόνο μερικές από τις στιγμές που συνέλαβε ο φωτογραφικός φακός και μαρτυρούν την καθημερινότητα των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Νέα Κοκκινιά, σημερινή Νίκαια, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923. Παράλληλα, άφθονο αρχειακό υλικό της εποχής, έργα τέχνης, ενδυμασίες, προσωπικά κειμήλια, φωτογραφίες και μαρτυρίες αυτών που εγκαταστάθηκαν στη Νέα Κοκκινιά «ζωντανεύουν» την ιστορία της πόλης και των κατοίκων της. Τα σημαντικά ιστορικά ντοκουμέντα για τον μεγαλύτερο αμιγώς αστικό προσφυγικό συνοικισμό της Αττικής παρουσιάζονται με ιδιαίτερα ελκυστικό τρόπο στην έκθεση που φιλοξενείται μέχρι τις 19 Μαΐου στη Δημοτική Πινακοθήκη «Ντίνος Κατσαφάνας». Με γενικό τίτλο «Από τον προσφυγικό συνοικισμό στην πόλη και τους φωτογράφους της», ουσιαστικά πρόκειται για δύο επιμέρους εκθέσεις: «Από τον προσφυγικό συνοικισμό στην πόλη» και «Παλιοί φωτογράφοι της Νίκαιας, μέρος 2ο».
Η ιδέα της διοργάνωσης προέκυψε με τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την ίδρυση του προσφυγικού συνοικισμού. «Με αφορμή αυτή την επέτειο, αλλά και με την έκδοση του βιβλίου μου, σκεφτήκαμε να οργανωθεί μια ιστορική έκθεση με διάφορα τεκμήρια, κειμήλια, φυσικά αντικείμενα και φωτογραφικό υλικό», λέει στην «Κ» η ερευνήτρια ιστορικός Κυριακή Παπαθανασοπούλου.
Αντικείμενο της έκθεσης «Από τον προσφυγικό συνοικισμό στην πόλη» είναι η πορεία αποκατάστασης και ένταξης των προσφύγων, η καθημερινή ζωή και η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, τα εθνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, η συλλογική μνήμη. «Αφορά την άφιξη άνω του ενός εκατομμυρίου προσφύγων στον Πειραιά, τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν και τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε», αναφέρει η κ. Παπαθανασοπούλου. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι προσφυγικοί σύλλογοι που ιδρύθηκαν «με βάση τον τόπο καταγωγής ή τον χώρο εγκατάστασης», για να φροντίζουν ζητήματα στέγασης και απασχόλησης καθώς και την επίλυση πρακτικών θεμάτων. Μεριμνούσαν κυρίως «για την πολιτογράφηση των προσφύγων με παροχή των απαραίτητων εγγράφων για συναλλαγές με το Δημόσιο και βοήθεια για αντιμετώπιση γραφειοκρατικών δυσκολιών, μια από τις οποίες ήταν και η τουρκοφωνία των προσφύγων».
Η ίδρυση του μεγαλύτερου αστικού προσφυγικού συνοικισμού στην Αττική –πάνω από 30.000 κάτοικοι από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας το 1928– και το σταδιακό του «χτίσιμο» παρουσιάζεται στην τρίτη ενότητα. «Οι γειτονιές που διαμορφώνονται έχουν τα εθνοπολιτισμικά χαρακτηριστικά και τις μνήμες των προσφύγων από τις χαμένες πατρίδες. Διακρίνουμε και κοινωνικά, οικονομικά και ταξικά χαρακτηριστικά», λέει η κ. Παπαθανασοπούλου.
Οι εξωραϊστικοί σύλλογοι
Για τον ελεύθερο χρόνο τους, από την αρχή ιδρύθηκαν αθλητικά σωματεία, με κυριότερα αυτά του ποδοσφαίρου, του λαϊκού αθλήματος του Μεσοπολέμου. Υπήρχαν και γυναικείοι σύλλογοι από το 1930.
Στην ενότητα της Αποζημίωσης και της Στέγασης, έμφαση δίνεται στη συνέργεια των προσφύγων στη δημιουργία της νέας πόλης και στη βελτίωση της καθημερινότητας στο πλαίσιο της γειτονιάς, μέσα από εξωραϊστικούς συλλόγους που ίδρυσαν οι ίδιοι. «Υπάρχει αλληλεγγύη προκειμένου να βελτιώσουν την καθημερινότητά τους με συνεχή διαβήματα είτε στην τοπική αυτοδιοίκηση είτε στο κράτος για δημόσια έργα, εκπαίδευση, σχολές», αναφέρει η κ. Παπαθανασοπούλου. Η επόμενη ενότητα αφορά την ένταξη των προσφύγων σε πολιτικό και επαγγελματικό/οικονομικό επίπεδο. Οι περισσότεροι ανήκουν στην εργατική τάξη και στα συνδικαλιστικά κινήματα που είναι πλέον μαζικά τον Μάιο του 1936. Για τον ελεύθερο χρόνο τους, από την αρχή ιδρύθηκαν αθλητικά σωματεία, με κυριότερα αυτά του ποδοσφαίρου, του λαϊκού αθλήματος του Μεσοπολέμου. Υπήρχαν και γυναικείοι σύλλογοι από το 1930. Οπως αναφέρει η ιστορικός, «αυτό ήταν σημαντικό για τη χειραφέτηση. Ηταν η περίοδος που αλλάζει και η ταυτότητα της γυναίκας, που θα αναγκαστεί να εργαστεί, θα προσπαθήσει να συντηρήσει την οικογένειά της». Επίσης, «στις λαϊκές συνοικίες ανθεί και το ρεμπέτικο τραγούδι, που δείχνει τα βιώματα των προσφύγων, την ελπίδα και τον αγώνα τους για να επιβιώσουν στον τόπο».
Στην έκθεση «Παλιοί φωτογράφοι της Νίκαιας, μέρος 2ο», που επιμελήθηκε η Μαρία Πούλου, ιστορικός τέχνης και υπεύθυνη της Δημοτικής Πινακοθήκης Νίκαιας, παρουσιάζονται 130 φωτογραφίες. Είναι έργο 25 φωτογράφων ελληνικής καταγωγής που συνδέθηκαν με την προσφυγική πόλη: επαγγελματίες του στούντιο, ανώνυμοι και επώνυμοι υπαίθριοι φωτογράφοι, ιδιαίτεροι ερασιτέχνες του Μεσοπολέμου. Βέβαια, σημαντικό μέρος του εκτιθέμενου υλικού οφείλεται στην πολυετή έρευνα του μικρασιατικής καταγωγής Νικαιώτη φωτογράφου και ερευνητή Βασίλη Βασιλειάδη.
Σε συνέχεια του πρώτου μέρους που παρουσιάστηκε το 2020 εστιάζοντας στους Αρμένιους φωτογράφους, η τωρινή έκθεση αφορά αρχικά τους Μικρασιάτες φωτογράφους της πόλης –από την ίδρυσή της το 1923 μέχρι το 1960– και τους φωτογράφους που ήρθαν μεταπολεμικά στον συνοικισμό της Νίκαιας, κυρίως ως εσωτερικοί πλέον μετανάστες, από την Ηπειρο, την Πελοπόννησο και την Κεφαλονιά. Στις εικόνες αποτυπώνονται η πόλη, η απασχόληση, οι ανθρώπινες σχέσεις, η πολιτιστική και αθλητική δραστηριότητα, η σχολική ζωή, το παιδί και ο γάμος.
Ποιο ήταν όμως το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο των φωτογράφων της πρώτης γενιάς προσφύγων; «Μέχρι το 1945 οι φωτογράφοι ήταν στην συντριπτική τους πλειονότητα Μικρασιάτες, και όσοι είχαν γεννηθεί πριν από το 1900 ήρθαν με φωτογραφική κατάρτιση από απέναντι. Είχαν επίσης μεγάλη τεχνική αρτιότητα και μια ιδιαίτερη καλαισθησία», σημειώνει η κ. Πούλου. Για την ίδια, αυτό αντικατοπτρίζει τον ευρύτερο ορίζοντα των πολιτισμικών εμπειριών που είχαν στη Μικρά Ασία, μιας και η φωτογραφία αναπτύχθηκε σε μεγάλα κέντρα, λιμάνια ή εμπορικά κέντρα της ενδοχώρας. Από την έρευνα της κ. Παπαθανασοπούλου προέκυψε ότι οι πλανόδιοι φωτογράφοι της Νίκαιας είχαν την πρωτοβουλία να συστήσουν το Σωματείο «Φειδίας», για το οποίο δεν έχει εντοπιστεί καταστατικό. «Το όνομα ακουμπά στην εμπειρία της Μικράς Ασίας με τα σωματεία και τα φωτογραφεία. Και μας δείχνει ότι και οι πλανόδιοι φωτογράφοι της Νέας Κοκκινιάς είχαν συνείδηση της καλλιτεχνικής τους ιδιότητας. Ετσι τη διεκδικούσαν».
Το μνημείο που λείπει
Μπορεί η πόλη να σημείωσε μεγάλη πρόοδο από τότε που έφθασαν οι πρώτοι πρόσφυγες, όμως ο κ. Βασιλειάδης σημειώνει ότι από αυτή λείπει ένα μνημείο που να δίνει το στίγμα και να παρουσιάζει την προέλευσή της. «Τα πρώτα χρόνια υπήρξαν πολλές απώλειες: από ασθένειες, ανέχεια και πείνα. Ξέροντας και έχοντας ζήσει βιωματικά όλη την πόλη, δεν έχει αποπληρωθεί ακόμη το χρέος γι’ αυτούς που μάτωσαν και έφυγαν από τη ζωή», λέει. «Αυτή η πόλη έπρεπε να δώσει το μέτρο, να παρουσιαστεί ένα καλλιτέχνημα, μια εγκατάσταση αφιερωμένη στους ανθρώπους που την έχτισαν».
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr