Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του 1993, που παρουσιάζεται στην έκθεση «Hip Hop: Conscious, Unconscious» (συνειδητό, ασυνείδητο), οι τρεις ράπερ του συγκροτήματος De la Soul ποζάρουν γελώντας στον φακό του Ντέιβιντ Κόριο, λίγα βήματα μακρύτερα από το θρυλικό Apollo Theater, την κιβωτό της μαύρης μουσικής κουλτούρας – τζαζ, σουίνγκ, μπίμποπ, γκόσπελ, μπλουζ και R&B.
Εκείνη την εποχή το συγκρότημα είχε ήδη διαγράψει επιτυχημένη πορεία στη ραπ και είχε προταθεί για Γκράμι, όσο το music hall διατηρούσε ακόμη την ιστορική του μαρκίζα, που ανακοίνωνε με ένθετα πλαστικά γράμματα συναυλίες του Ντιουκ Ελινγκτον, της Σάρα Βον, της Μπίλι Χολιντέι, του Τζέιμς Μπράουν και πολλών άλλων σπουδαίων μουσικών.
Περπατώντας σήμερα στο Upper Manhattan, κατηφορίζουμε προς το Χάρλεμ. Το Apollo παραμένει στη θέση του –253 West 125th Street– αλλά η μαρκίζα έχει γίνει ψηφιακή. Από τους τρεις ράπερ των De la Soul, ο Τρουγκόι το Περιστέρι (Trugoy the Dove) πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 53 ετών.
Ωστόσο στις βιτρίνες των κοσμηματοπωλείων της γειτονιάς ακόμη αστράφτουν οι τεράστιες επίχρυσες αλυσίδες, σήμα κατατεθέν των ράπερ, με γιγαντιαία στολίδια και σύμβολα – σταυρούς, καρδιές, κορώνες, το σήμα του δολαρίου, τις λέξεις αφεντικό, αγάπη, χρήμα να κρέμονται ως μενταγιόν. Η περιοχή εξακολουθεί να εκπέμπει μηνύματα και να απαιτεί εκφράζοντας την ιδιαίτερη ατομικότητά της. Και αν ο μουσικός κι επιχειρηματίας Jay-Z μπορεί πλέον δικαίως να ονομαστεί «μεγιστάνας της ραπ», η ξανθιά Ιγκι Aζαλέα να ραπάρει με επιτυχία από την Αυστραλία, ενώ μια vintage χρυσή αλυσίδα Chanel με ογκώδες λογότυπο του οίκου κοστίζει περίπου 4.000 ευρώ, το χιπ χοπ, ύστερα από μισόν αιώνα ζωής, παραμένει ζωντανό.
Η Νέα Υόρκη ετοιμάζεται να αποκτήσει ένα μουσείο αφιερωμένο στο συγκεκριμένο μουσικό είδος, που ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν.
Φέτος όλος ο κόσμος, αλλά κυρίως η Νέα Υόρκη, γιορτάζει τα 50 χρόνια από τη γέννησή του. Η πόλη ετοιμάζεται να αποκτήσει ένα μουσείο αφιερωμένο στο συγκεκριμένο μουσικό είδος που ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν, του Μπρονξ, του Κουίνς, του κεντρικού Μανχάταν, για να γίνει τελικά μέρος της κυρίαρχης διεθνούς κουλτούρας. Εκείνη το υιοθέτησε και το οικειοποιήθηκε, κατάφερε όμως να το υποτάξει πλήρως;
«Συχνά ξεχνάμε ότι υπήρξε μια εποχή πριν το χιπ χοπ γίνει βιομηχανία, προτού βγάλει τόσα χρήματα», λέει η Σάσα Τζένκινς, συνεπιμελήτρια της μεγάλης έκθεσης «Hip Hop: Conscious, Unconscious», που παρουσιάζεται στο μουσείο Fotografiska. Η Τζένκινς ενηλικιώθηκε παρακολουθώντας τη χιπ χοπ σκηνή της δεκαετίας του 1980, και με περισσότερες από 200 φωτογραφίες από το 1972 έως το 2022 διηγείται μια τυπικά αμερικανική ιστορία. Η έκθεση παρακολουθεί τη γέννηση, την άνοδο και την εξέλιξη του συγκεκριμένου είδους από τις συμμορίες του δρόμου στο Μπρονξ του ’70 έως την καθιέρωσή του ως παγκόσμιου φαινομένου.
«Η ψυχή της έκθεσης είναι η περίοδος πριν το χιπ χοπ μάθει τι ήταν», σημειώνει η Τζένκινς, «τότε που δεν είχε επίγνωση του εαυτού του. Απλώς υπήρχε μαζί με τους νέους που ζούσαν τη ζωή τους, ντύνονταν όπως ντύνονταν και προσπαθούσαν να διασκεδάσουν με περιορισμένους πόρους δημιουργώντας μια αισθητική που αναγνώριζαν μεταξύ τους».
Στην πραγματικότητα, δεν χρειάστηκαν πάνω από δύο δεκαετίες για να μεταμορφωθεί το χιπ χοπ από κοινωνικό και καλλιτεχνικό κίνημα το οποίο μιλούσε για τον τρόπο ζωής των Αφρικανών, των Λατίνων και των Αμερικανών της Καραϊβικής στη Νέα Υόρκη, σε μόδα και στυλ δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στην έκθεση εκπροσωπούνται και τα «τέσσερα στοιχεία του χιπ χοπ» (ραπ, DJ, breakdancing και γκράφιτι) καθώς και κάποια από αυτά που συνθέτουν τη μορφή του, όπως η μόδα και το beatboxing. Είναι επίσης σημαντική η φροντίδα των δημιουργών της έκθεσης να συμπεριλάβουν την παρουσία των γυναικών δημιουργών, που εκπροσωπούνται με ακρίβεια χωρίς όμως να διακρίνονται με κανέναν τρόπο.
Προφανώς είναι λιγότερες από τους άντρες του χιπ χοπ, αλλά η παρουσία τους είναι «ηλεκτρισμένη», όπως σημειώνεται σε ένα από τα κείμενα τοίχου της συγκεκριμένης ενότητας.
Βγαίνοντας από το κομψό, σύγχρονο μουσείο που βρίσκεται χαμηλά στην Park Avenue, αναρωτιέμαι αν θα την επισκέπτονταν ποτέ οι πρωτεργάτες του κινήματος. Μάλλον ναι, και θα ήταν περήφανοι. Οι περιθωριοποιημένοι της μητρόπολης διέθεταν φιλοδοξία, εφευρετικότητα και ταλέντο να επιβάλουν την αισθητική τους. Υπερβολικοί σε όλα, αρνητές της ευπρέπειας και του λεγόμενου καλού γούστου, εξέφρασαν μια κουλτούρα που παραμένει ακμάζουσα εντός αλλά και εκτός της εμπορικής βιομηχανίας.