Μπρους Σπρίνγκστιν: Στη Ρώμη με το «αφεντικό» της ροκ

Μπρους Σπρίνγκστιν: Στη Ρώμη με το «αφεντικό» της ροκ

Επί τρεις ώρες τραγουδούσε ο Μπρους Σπρίνγκστιν στους περίπου 60.000 θεατές στο Τσίρκο Μάσιμο της Ρώμης. Ο συγγραφέας Γιάννης Παλαβός βρέθηκε εκεί και μεταφέρει στην «Κ» το κλίμα και τους λόγους που τα τραγούδια του ακόμη συγκινούν.

3' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς παρακολουθούσα τον Μπρους Σπρίνγκστιν στη σκηνή του Circo Massimo στη Ρώμη –βράδυ εκλογών της 21ης Μαΐου–, δοκίμαζα να συνοψίσω τι τον έχει εγγράψει, δεκαετίες τώρα, στην εμπροσθοφυλακή της αμερικανικής τραγουδοποιίας.

Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί αυτά τα τραγούδια που, στριμωγμένος ανάμεσα σε 60.000 θεατές, άκουγα στον αρχαίο ιππόδρομο συγκινούν ακόμη κι ας έχουν γραφτεί, ορισμένα εξ αυτών, πριν από μισόν αιώνα. Η απάντηση που δίνω είναι η εξής: επειδή στα ύφαλά τους πάλλονται λύπη και καλοσύνη, ό,τι δηλαδή συνέχει κάθε αξιοσημείωτο έργο. Και ακόμη, επειδή τα τέμνει μια επική σύλληψη της εμπειρίας του ζην «από τα κάτω»· από τα κάτω με όρους κοινωνικού βιώματος που τα άρδευσε, κυρίως όμως με όρους ψυχοσυναισθηματικούς. Διότι η τραγουδοποιία του Σπρίνγκστιν, ακόμη και στις πιο ματζόρε στιγμές της, ακόμη κι όταν σκορπάει ανάταση –όπως συχνά κάνει–, έχει στον πυρήνα της κάτι αδιόρατα μινόρε. Παρονομαστής της είναι η λύπη. Η επική διάσταση του έργου του δεν είναι παρά η αντίστιξη, η αντίδραση σ’ αυτή τη λύπη. Τρίτο και τελευταίο: ο Σπρίνγκστιν, όπως γνωρίζει ο καθένας, διαθέτει την άνεση και την ευφυΐα να γράφει τραγούδια εντυπωσιακά εύληπτα, μελωδίες και στίχους που γαντζώνονται στον νου, που δεξιώνονται τον ακροατή ενεργοποιώντας το σώμα και το μυαλό.

Μπρους Σπρίνγκστιν: Στη Ρώμη με το «αφεντικό» της ροκ-1
Ο Μπρους Σπρίνγκστιν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιοδείας του, της πρώτης που πραγματοποιεί μετά το 2017. [EPA/FILIPPO RUBIN]

Στις τρεις ώρες που κράτησε η συναυλία –αξιοθαύμαστο ότι στα 74 του τραγουδά με τόση ένταση επί ένα τρίωρο, αλλά και δηλωτικό της γενναιοδωρίας και, τολμώ να πω, του ήθους του–, το ματζόρε είχε τη μερίδα του λέοντος: η συναυλία μοιράστηκε ανάμεσα σε επιλογές από τους πρόσφατους δίσκους του –κυρίως από το «Letter to You»– και στις εμβληματικές επιτυχίες του παρελθόντος. Δεν γινόταν αλλιώς, και δεν πειράζει· το ένιωθες ότι το πλήθος διψούσε να εκτονωθεί, να φωτογραφηθεί με φόντο τη σκηνή, να τραβήξει βίντεο την ώρα του «Dancing in the Dark»· οι εναγκαλισμοί ενώ ακουγόταν το «Because the Night» είχαν κάτι συγκινητικό μολονότι συνοδεύονταν από την απαραίτητη σέλφι. Ας ξένιζαν τα φώτα που αναβόσβηναν κάνοντας τη σκηνή να θυμίζει τσίρκο –άλλωστε στο Τσίρκο Μάσιμο δεν ήμασταν;– και ας ήταν ελαφρώς εφηβικά τα αστεία με τον Στίβι βαν Ζαντ: η ψυχαγωγία δεν είναι για καταδίκη, ιδίως όταν περιλαμβάνει τραγούδια τέτοιας στάθμης, και είναι μάλλον αναπόφευκτη όταν το ακροατήριο του Σπρίνγκστιν αριθμεί πλέον εκατομμύρια. Δεν πειράζει. Γιατί την ίδια στιγμή, το «Darkness on the Edge of Town», μία από τις κορυφώσεις του ροκ ρεπερτορίου, παίχτηκε με την ίδια φόρτιση όπως στον ομότιτλο δίσκο. Και γιατί, όταν η μπάντα μετρίασε τον ασθματικό ρυθμό με τον οποίον το ένα κομμάτι διαδεχόταν το άλλο, ο Σπρίνγκστιν μίλησε συγκινημένος για τον Τζορτζ Θέις, τον φίλο του στον οποίο χρωστάει την ενασχόλησή του με τη μουσική, που πέθανε προ πενταετίας από καρκίνο· η εισαγωγή στο «Last Man Standing», γραμμένο στη μνήμη του Θέις, όπως και το ίδιο το τραγούδι, άφηναν μια επίγευση αποχαιρετισμού του ίδιου του Σπρίνγκστιν, μετατρέποντας το «Backstreets» που ακολούθησε σε ελεγεία για τον χαμένο φίλο και τη νεότητα, μα και σε νεύμα συμφιλίωσης με τον θάνατο.

Η τραγουδοποιία του Σπρίνγκστιν, ακόμη και στις πιο ματζόρε στιγμές της, ακόμη κι όταν σκορπάει ανάταση –όπως συχνά κάνει–, έχει στον πυρήνα της κάτι αδιόρατα μινόρε.

Αναμφίβολα, ο Σπρίνγκστιν στην Ελλάδα είναι παρεξηγημένος, ταυτισμένος στη συνείδηση αρκετών με μια παρωχημένη, εκκωφαντική αμερικανίλα, ίσως γιατί το έργο του συνδέεται στενά με την πολιτισμική ιδιοπροσωπία της πατρίδας του και με μια ασφυξία και μια δίψα για ζωή που κατανοούνται καλύτερα με όρους της αμερικανικής ενδοχώρας; εξ ου και το «Nebraska» λογίζεται από πολλούς, και ορθώς, ως ο καλύτερος δίσκος του. Ας είναι, τα έργα στέκουν αυθύπαρκτα και η τραγουδοποιία του Σπρίνγκστιν –οπωσδήποτε ο κανόνας της, ό,τι ηχογράφησε μεταξύ 1973-1987– ουδόλως κινδυνεύει. Και αν η συγκυρία τα φέρει ώστε να ξενιτευτούμε ξανά για να τον ακούσουμε ανήμερα εκλογές, ας είναι καλά η ψήφος των αποδήμων.

* Ο κ. Γιάννης Παλαβός είναι συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT